ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ - Proverbi - Proverbs 31
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Οι λογοι του βασιλεως Λεμουηλ, ο χρησμος, τον οποιον η μητηρ αυτου εδιδαξεν αυτον. | 1 Worte an Lemuël, den König von Massa, mit denen ihn seine Mutter ermahnt hat: |
2 Τι, υιε μου; και τι, τεκνον της κοιλιας μου; και τι, υιε των ευχων μου; | 2 Was soll ich dir sagen, Lemuël, mein Erstgeborener, du Sohn meines Schoßes, was, du Sohn meiner Gelübde? |
3 Μη δωσης τας δυναμεις σου εις τας γυναικας, μηδε τας οδους σου εις τας αφανιστριας των βασιλεων. | 3 Gib deine Kraft nicht den Frauen hin, dein Tun und Treiben nicht denen, die Könige verderben. |
4 Δεν ειναι των βασιλεων, Λεμουηλ, δεν ειναι των βασιλεων να πινωσιν οινον, ουδε των ηγεμονων, σικερα? | 4 Könige sollen sich nicht, Lemuël, Könige sollen sich nicht mit Wein betrinken, Fürsten nicht berauschenden Trank begehren. |
5 μηποτε πιοντες λησμονησωσι τον νομον και διαστρεψωσι την κρισιν τινος τεθλιμμενου. | 5 Er könnte beim Trinken seine Pflicht vergessen und das Recht aller Notleidenden verdrehen. |
6 Διδετε σικερα εις τους τεθλιμμενους, και οινον εις τους πεπικραμενους την ψυχην? | 6 Gebt berauschenden Trank dem, der zusammenbricht, und Wein denen, die im Herzen verbittert sind. |
7 δια να πιωσι και να λησμονησωσι την πτωχειαν αυτων και να μη ενθυμωνται πλεον την δυστυχιαν αυτων. | 7 Ein solcher möge trinken und seine Armut vergessen und nicht mehr an seine Mühsal denken. |
8 Ανοιγε το στομα σου υπερ του αφωνου, υπερ της κρισεως παντων των εγκαταλελειμμενων. | 8 Öffne deinen Mund für den Stummen, für das Recht aller Schwachen! |
9 Ανοιγε το στομα σου, κρινε δικαιως, και υπερασπιζου τον πτωχον και τον ενδεη. | 9 Öffne deinen Mund, richte gerecht, verschaff dem Bedürftigen und Armen Recht! |
10 Γυναικα εναρετον τις θελει ευρει; διοτι η τοιαυτη ειναι πολυ τιμιωτερα υπερ τους μαργαριτας. | 10 Eine tüchtige Frau, wer findet sie? Sie übertrifft alle Perlen an Wert. |
11 Η καρδια του ανδρος αυτης θαρρει επ' αυτην, και δεν θελει στερεισθαι αφθονιας. | 11 Das Herz ihres Mannes vertraut auf sie und es fehlt ihm nicht an Gewinn. |
12 Θελει φερει εις αυτον καλον και ουχι κακον, πασας τας ημερας της ζωης αυτης. | 12 Sie tut ihm Gutes und nichts Böses alle Tage ihres Lebens. |
13 Ζητει μαλλιον και λιναριον και εργαζεται ευχαριστως με τας χειρας αυτης. | 13 Sie sorgt für Wolle und Flachs und schafft mit emsigen Händen. |
14 Ειναι ως τα πλοια των εμπορων? φερει την τροφην αυτης απο μακροθεν. | 14 Sie gleicht den Schiffen des Kaufmanns: Aus der Ferne holt sie ihre Nahrung. |
15 Και εγειρεται ενω ειναι ετι νυξ και διδει τροφην εις τον οικον αυτης, και εργα εις τας θεραπαινας αυτης. | 15 Noch bei Nacht steht sie auf, um ihrem Haus Speise zu geben [und den Mägden, was ihnen zusteht]. |
16 Θεωρει αγρον και αγοραζει αυτον? εκ του καρπου των χειρων αυτης φυτευει αμπελωνα. | 16 Sie überlegt es und kauft einen Acker, vom Ertrag ihrer Hände pflanzt sie einen Weinberg. |
17 Ζωνει την οσφυν αυτης με δυναμιν, και ενισχυει τους βραχιονας αυτης. | 17 Sie gürtet ihre Hüften mit Kraft und macht ihre Arme stark. |
18 Αισθανεται οτι το εμποριον αυτης ειναι καλον? ο λυχνος αυτης δεν σβυνεται την νυκτα. | 18 Sie spürt den Erfolg ihrer Arbeit, auch des Nachts erlischt ihre Lampe nicht. |
19 Βαλλει τας χειρας αυτης εις το αδρακτιον και κρατει εν τη χειρι αυτης την ηλακατην. | 19 Nach dem Spinnrocken greift ihre Hand, ihre Finger fassen die Spindel. |
20 Ανοιγει την χειρα αυτης εις τους πτωχους και εκτεινει τας χειρας αυτης προς τους ενδεεις. | 20 Sie öffnet ihre Hand für den Bedürftigen und reicht ihre Hände dem Armen. |
21 Δεν φοβειται την χιονα δια τον οικον αυτης? διοτι πας ο οικος αυτης ειναι ενδεδυμενοι διπλα. | 21 Ihr bangt nicht für ihr Haus vor dem Schnee; denn ihr ganzes Haus hat wollene Kleider. |
22 Καμνει εις εαυτην σκεπασματα? το ενδυμα αυτης ειναι βυσσος και πορφυρα. | 22 Sie hat sich Decken gefertigt, Leinen und Purpur sind ihr Gewand. |
23 Ο ανηρ αυτης γνωριζεται εν ταις πυλαις, οταν καθηται μεταξυ των πρεσβυτερων του τοπου. | 23 Ihr Mann ist in den Torhallen geachtet, wenn er zu Rat sitzt mit den Ältesten des Landes. |
24 Καμνει λεπτον πανιον και πωλει? και διδει ζωνας εις τους εμπορους. | 24 Sie webt Tücher und verkauft sie, Gürtel liefert sie dem Händler. |
25 Ισχυν και ευπρεπειαν ειναι ενδεδυμενη? και ευφραινεται δια τον μελλοντα καιρον. | 25 Kraft und Würde sind ihr Gewand, sie spottet der drohenden Zukunft. |
26 Ανοιγει το στομα αυτης εν σοφια? και επι της γλωσσης αυτης ειναι νομος ευμενειας. | 26 Öffnet sie ihren Mund, dann redet sie klug und gütige Lehre ist auf ihrer Zunge. |
27 Επαγρυπνει εις την κυβερνησιν του οικου αυτης και αρτον οκνηριας δεν τρωγει. | 27 Sie achtet auf das, was vorgeht im Haus, und isst nicht träge ihr Brot. |
28 Τα τεκνα αυτης σηκονονται και μακαριζουσιν αυτην? ο ανηρ αυτης, και επαινει αυτην? | 28 Ihre Söhne stehen auf und preisen sie glücklich, auch ihr Mann erhebt sich und rühmt sie: |
29 Πολλαι θυγατερες εφερθησαν αξιως, αλλα συ υπερεβης πασας. | 29 Viele Frauen erwiesen sich tüchtig, doch du übertriffst sie alle. |
30 Ψευδης ειναι η χαρις και ματαιον το καλλος? η γυνη η φοβουμενη τον Κυριον, αυτη θελει επαινεισθαι. | 30 Trügerisch ist Anmut, vergänglich die Schönheit, nur eine gottesfürchtige Frau verdient Lob. |
31 Δοτε εις αυτην εκ του καρπου των χειρων αυτης? και τα εργα αυτης ας επαινωσιν αυτην εν ταις πυλαις. | 31 Preist sie für den Ertrag ihrer Hände, ihre Werke soll man am Stadttor loben. |