1 Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν? | 1 And Eliu continued his discourse, and said : |
2 Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι? και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες? | 2 Hear ye, wise men, my words, and ye learned, hearken to me : |
3 Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον. | 3 For the ear trieth words, and the mouth discerneth meats by the taste. |
4 Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν? ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον. | 4 Let us choose to us judgment, and let us see among ourselves what is the best. |
5 Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος? και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου? | 5 For Job hath said : I am just, and God hath overthrown my judgment. |
6 εψευσθην εις την κρισιν μου? η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως. | 6 For in judging me there is a lie : my arrow is violent without any sin. |
7 Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ? | 7 What man is there like Job, who drinketh up scorning like water? |
8 και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων; | 8 Who goeth in company with them that work iniquity, and walketh with wicked men? |
9 Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον. | 9 For he hath said : Man shall not please God, although he run with him. |
10 Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι? μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια. | 10 Therefore, ye men of understanding, hear me : far from god be wickedness, and iniquity from the Almighty. |
11 Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου. | 11 For he will render to a man his work, and according to the ways of every one he will reward them. |
12 Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν. | 12 For in very deed God will not condemn without cause, neither will the Almighty pervert judgment. |
13 Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην; | 13 What other hath he appointed over the earth? or whom hath he set over the world which he made? |
14 Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου? | 14 If he turn his heart to him, he shall draw his spirit and breath unto himself. |
15 πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα. | 15 All flesh shall perish together, and man shall return into ashes. |
16 Εαν τωρα εχης συνεσιν? ακουσον τουτο? ακροαθητι της φωνης των λογων μου. | 16 If then thou hast understanding, hear what is said, and hearken to the voice of my words. |
17 Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον; | 17 Can he be healed that loveth not judgment? and how dost thou so far condemn him that is just? |
18 οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι; | 18 Who saith to the king : Thou art an apostate : who calleth rulers ungodly? |
19 Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου. | 19 Who accepteth not the persons of princes : nor hath regarded the tyrant, when he contended against the poor man : for all are the work of his hands. |
20 Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει? και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος. | 20 They shall suddenly die, and the people shall be troubled at midnight, and they shall pass, and take away the violent without hand. |
21 Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου. | 21 For his eyes are upon the ways of men, and he considereth all their steps. |
22 Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν. | 22 There is no darkness, and there is no shadow of death, where they may be hid who work iniquity. |
23 Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου. | 23 For it is no longer in the power of man to enter into judgment with God. |
24 Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων | 24 He shall break in pieces many and innumerable, and shall make others to stand in their stead. |
25 διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται. | 25 For he knoweth their works : and therefore he shall bring night on them, and they shall be destroyed. |
26 Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων? | 26 He hath struck them, as being wicked, in open sight. |
27 επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου? | 27 Who as it were on purpose have revolted from him, and would not understand all his ways : |
28 και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων. | 28 So that they caused the cry of the needy to come to him, and he heard the voice of the poor. |
29 Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου? | 29 For when he granteth peace, who is there that can condemn? When he hideth his countenance, who is there that can behold him, whether it regard nations, or all men? |
30 ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος. | 30 Who maketh a man that is a hypocrite to reign for the sins of the people? |
31 Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως? | 31 Seeing then I have spoken of God, I will not hinder thee in thy turn. |
32 ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με? εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον. | 32 If I have erred, teach thou me : if I have spoken iniquity, I will add no more. |
33 Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω? λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις. | 33 Doth God require it of thee, because it hath displeased thee? for thou begannest to speak, and not I. : but if thou know any thing better, speak. |
34 Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει, | 34 Let men of understanding speak to me, and let a wise man hearken to me. |
35 Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως. | 35 But Job hath spoken foolishly, and his words sound not discipline. |
36 Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους? επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις. | 36 My father, let Job be tried even to the end : cease not from the man of iniquity. |
37 Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν? καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου. | 37 Because he addeth blasphemy upon his sins, let him be tied fast in the mean time amongst us : and then let him provoke God to judgment with his speeches. |