Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α´ - 1 Cronache - Chronicles I 13


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και συνεβουλευθη ο Δαβιδ μετα των χιλιαρχων και εκατονταρχων, μετα παντων των αρχηγων.1 Majd tanácsot tartott Dávid az ezredesekkel, a századosokkal és az összes főemberrel,
2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς πασαν την συναξιν του Ισραηλ, Εαν σας φαινηται καλον και ηναι παρα Κυριου του Θεου ημων, ας αποστειλωμεν πανταχου προς τους αδελφους ημων, τους εναπολειφθεντας εν παση τη γη του Ισραηλ, και μετ' αυτων προς τους ιερεις και Λευιτας εις τας πολεις αυτων και τα περιχωρα, δια να συναχθωσι προς ημας?2 és ezt mondta Izrael egész gyülekezetének: »Ha tetszik nektek, s az Úrtól, a mi Istenünktől ered ez a dolog, amelyet mondok, küldjünk el többi testvéreinkhez, Izrael valamennyi vidékére, meg a papokhoz és a levitákhoz, akik a városaikhoz tartozó majorokban laknak, hogy gyűljenek hozzánk,
3 και ας μεταφερωμεν προς ημας την κιβωτον του Θεου ημων? διοτι δεν εζητησαμεν αυτην επι των ημερων του Σαουλ.3 és hozzuk vissza Istenünk ládáját mihozzánk. Saul idejében ugyanis nem gondoskodtunk róla.«
4 Και πασα η συναξις ειπον να καμωσιν ουτω? διοτι το πραγμα ητο αρεστον εις τους οφθαλμους παντος του λαου.4 Erre az egész nép azt felelte, hogy úgy legyen, tetszett ugyanis ez a dolog az egész népnek.
5 Τοτε ο Δαβιδ συνηθροισε παντα τον Ισραηλ, απο Σιχωρ της Αιγυπτου εως της εισοδου Αιμαθ, δια να φερωσι την κιβωτον του Θεου απο Κιριαθ-ιαρειμ.5 Egybegyűjtötte tehát Dávid egész Izraelt, Egyiptom Síhorjától Emát bejárójáig, hogy elhozza az Isten ládáját Kirját-Jearimból.
6 Και ανεβη ο Δαβιδ και πας ο Ισραηλ εις Βααλα, εις Κιριαθ-ιαρειμ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον Κυριου του Θεου, του καθημενου επι των χερουβειμ, οπου το ονομα αυτου επεκληθη.6 Aztán felment Dávid és Izrael egész férfinépe a Júdában lévő Kirját-Jearim halmára, hogy elhozza onnan az Istennek, a kerubok között ülő Úrnak ládáját, ahol segítségül hívták az ő nevét.
7 Και επεβιβασαν την κιβωτον του Θεου επι νεας αμαξης εκ του οικου Αβιναδαβ? ωδηγησαν δε την αμαξαν ο Ουζα και Αχιω.7 Ki is hozták Isten ládáját Abinádáb házából és rátették egy új szekérre. Óza és fivére vezették a szekeret,
8 Ο δε Δαβιδ και πας ο Ισραηλ επαιζον εμπροσθεν του Θεου εν παση δυναμει και με ασματα και με κιθαρας και με ψαλτηρια και με τυμπανα και με κυμβαλα και με σαλπιγγας.8 Dávid és egész Izrael pedig teljes erejéből táncolt Isten előtt, ének, lant, hárfa, dob, cintányér és trombita kísérettel.
9 Και οτε εφθασαν εως του αλωνιου Χειδων, ο Ουζα εξηπλωσε την χειρα αυτου, δια να κρατηση την κιβωτον? διοτι οι βοες εσεισαν αυτην.9 Amikor azonban Hidon szérűjéhez értek, Óza kinyújtotta kezét, hogy fenntartsa a ládát, mert a féktelen ökrök megugrottak.
10 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ουζα και επαταξεν αυτον, διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου επι την κιβωτον? και απεθανεν εκει ενωπιον του Θεου.10 Ekkor az Úr megharagudott Ozára, s megverte őt, amiért a ládához nyúlt, úgy, hogy meghalt ott, az Úr előtt.
11 Και ελυπηθη ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον επι τον Ουζα? και εκαλεσε τον τοπον τουτον Φαρες-ουζα εως της ημερας ταυτης.11 Erre Dávid elszomorodott, hogy az Úr elszakította Ózát, s elnevezte azt a helyet Óza elszakításának. Így is hívják mind a mai napig.
12 Και εφοβηθη ο Δαβιδ τον Θεον την ημεραν εκεινην, λεγων, Πως θελω φερει προς εμαυτον την κιβωτον του Θεου;12 Ugyanakkor Istentől való félelem szállta meg és így szólt: »Hogyan vihetném be magamhoz Isten ládáját?«
13 Και δεν μετεκινησεν ο Δαβιδ την κιβωτον προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην εις τον οικον του Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.13 Éppen azért nem is vitte be magához, vagyis a Dávid-városba, hanem a getita Obededom házába irányította.
14 Και εκαθησεν η κιβωτος του Θεου τρεις μηνας μετα της οικογενειας του Ωβηδ-εδωμ εν τω οικω αυτου. Και ευλογησεν ο Κυριος τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα οσα ειχεν.14 Így az Isten ládája három hónapig Obededom házában maradt és az Úr megáldotta házát és mindenét, amije volt.