Jesaja 33
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Weh dir, der du immer zerstörst und selbst nie zerstört worden bist.Weh dir, du Empörer, gegen den sich noch niemand empört hat. Denn wenn du alles zerstört hast, wirst du selbst zerstört. Wenn du das Ziel deiner Empörung erreicht hast, wirst du selbst zum Ziel einer Empörung. | 1 Ουαι εις σε, οστις πορθεις και δεν επορθηθης? και καταδυναστευεις και δεν κατεδυναστευθης? οταν παυσης πορθων, θελεις πορθηθη? οταν τελειωσης καταδυναστευων, θελεις καταδυναστευθη. |
2 Herr, hab mit uns Erbarmen; denn wir hoffen auf dich. Sei uns ein helfender Arm an jedem Morgen, sei in der Not unsere Rettung! | 2 Κυριε, ελεησον ημας? σε προσμενομεν? εσο βραχιων αυτων καθ' εκαστην πρωιαν και σωτηρια ημων εν καιρω θλιψεως. |
3 Vor dem lauten Getöse fliehen die Nationen; wenn du dich erhebst, flüchten die Völker nach allen Seiten. | 3 Απο της φωνης του θορυβου οι λαοι εφυγον? απο της ανυψωσεως σου τα εθνη διεσκορπισθησαν. |
4 Man rafft Beute zusammen, so wie die Heuschrecken alles erraffen; wie die Grashüpfer springen, so springt man und raubt. | 4 Και τα λαφυρα σας θελουσι συναχθη, καθως συναγουσιν οι βρουχοι? θελουσι πηδησει επ' αυτον, καθως η ακρις πηδα εδω και εκει. |
5 Der Herr ist erhaben, er wohnt in der Höhe; er wird Zion mit Recht und Gerechtigkeit erfüllen. | 5 Ο Κυριος υψωθη? διοτι κατοικει εν υψηλοις? ενεπλησε την Σιων κρισεως και δικαιοσυνης. |
6 Es wird sichere Zeiten erleben. Weisheit und Erkenntnis sind der Reichtum, der es rettet; sein Schatz ist die Furcht vor dem Herrn. | 6 Σοφια δε και επιστημη θελουσιν εισθαι η στερεωσις των καιρων σου και η σωτηριος δυναμις? ο φοβος του Κυριου, αυτος ειναι ο θησαυρος αυτου. |
7 Hört: Draußen schreien die Krieger (vor Angst), bitterlich weinen die Boten des Friedens. | 7 Ιδου, οι ανδρειοι αυτων θελουσι βοησει εξωθεν, και οι πρεσβεις της ειρηνης θελουσι κλαυσει πικρως. |
8 Die Wege sind verödet, die Straßen sind leer. Den Vertrag hat man gebrochen, man verachtet die Zeugen (des Bundes) und schätzt die Menschen gering. | 8 Αι οδοι ηρημωθησαν, οι οδοιποροι επαυσαν? διελυσε την συνθηκην, απεβαλε τας πολεις, δεν λογιζεται ανθρωπον. |
9 Das Land welkt in Trauer dahin, der Libanon ist beschämt, seine Bäume verdorren. Die Scharon-Ebene ist zur Steppe geworden, entlaubt sind Baschan und Karmel. | 9 Η γη πενθει, μαραινεται? ο Λιβανος αισχυνεται, κατακοπτεται? ο Σαρων ομοιαζει ερημον? και η Βασαν και ο Καρμηλος κατετιναχθησαν. |
10 Jetzt stehe ich auf, spricht der Herr, jetzt erhebe ich mich, jetzt richte ich mich auf. | 10 Τωρα θελω σηκωθη, λεγει Κυριος? τωρα θελω υψωθη, τωρα θελω μεγαλυνθη. |
11 Ihr seid schwanger mit Heu und bringt Stroh zur Welt. Mein Atem ist wie ein Feuer, das euch verzehrt. | 11 Χνουν θελετε συλλαβει και αχυρον θελετε γεννησει? η πνοη σας ως πυρ θελει σας καταφαγει. |
12 Die Völker werden zu Kalk verbrannt. Sie lodern wie abgehauene Dornen im Feuer. | 12 Και οι λαοι θελουσιν εισθαι ως καυσεις ασβεστου? ως ακανθαι κεκομμεναι θελουσι καυθη εν πυρι. |
13 Ihr in der Ferne, hört, was ich tue; ihr in der Nähe, erkennt meine Kraft! | 13 Οι μακραν, ακουσατε τι εκαμον? και σεις οι πλησιον, γνωρισατε την δυναμιν μου. |
14 Die Sünder in Zion beginnen zu zittern, ein Schauder erfasst die ruchlosen Menschen.Wer von uns hält es aus neben dem verzehrenden Feuer, wer von uns hält es aus neben der ewigen Glut? | 14 Οι αμαρτωλοι εν Σιων θελουσι τρομαξει? τρομος θελει καταλαβει τους υποκριτας, ωστε θελουσι λεγει, Τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα του κατατρωγοντος πυρος; τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα των αιωνιων καυσεων; |
15 Wer rechtschaffen lebt und immer die Wahrheit sagt, wer es ablehnt, Gewinn zu erpressen, wer sich weigert, Bestechungsgelder zu nehmen, wer sein Ohr verstopft, um keinen Mordplan zu hören, und die Augen schließt, um nichts Böses zu sehen: | 15 Ο περιπατων εν δικαιοσυνη και ο λαλων εν ευθυτητι? ο καταφρονων το κερδος των δυναστευσεων, ο σειων τας χειρας αυτου απο δωροληψιας, ο εμφραττων τα ωτα αυτου δια να μη ακουη περι αιματος, και ο κλειων τους οφθαλμους αυτου δια να μη ιδη το κακον? |
16 der wird auf den Bergen wohnen, Felsenburgen sind seine Zuflucht; man reicht ihm sein Brot und seine Wasserquelle versiegt nicht. | 16 ουτος θελει κατοικησει εν τοις υψηλοις? οι τοποι της υπερασπισεως αυτου θελουσιν εισθαι τα οχυρωματα των βραχων? αρτος θελει δοθη εις αυτον? το υδωρ αυτου θελει εισθαι βεβαιον? |
17 Deine Augen werden den König in seiner Schönheit erblicken, sie sehen ein weites Land. | 17 Οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τον βασιλεα εν τη ωραιοτητι αυτου? θελουσιν ιδει την γην την μακραν. |
18 Dein Herz denkt an die (früheren) Schrecken zurück: Wo ist der, der damals zählte,wo ist der, der abwog? Wo ist der, der die Türme gezählt hat? | 18 Η καρδια σου θελει μελετα τον παρελθοντα τρομον, φωναζουσα, Που ειναι ο γραμματευς; που ο συζητητης; που ο λογιστης των πυργων; |
19 Du wirst das freche Volk nicht mehr sehen, das Volk mit der dunklen, unverständlichen Sprache, mit den gestammelten, sinnlosen Worten. | 19 δεν θελεις ιδει λαον αγριον, λαον βαθειας φωνης, ωστε να μη διακρινης? τραυλιζουσης γλωσσης, ωστε να μη εννοης. |
20 Schau auf Zion, die Stadt unserer Feste! Deine Augen werden Jerusalem sehen, den Ort der Ruhe, das Zelt, das man nicht abbricht, dessen Pflöcke man niemals mehr ausreißt, dessen Stricke nie mehr zerreißen. | 20 Αναβλεψον εις την Σιων, την πολιν των εορτων ημων? οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει την Ιερουσαλημ ησυχον κατοικιαν, σκηνην ητις δεν θελει καταβιβασθη? οι πασσαλοι αυτης δεν θελουσι μετακινηθη εις τον αιωνα και ουδεν εκ των σχοινιων αυτης θελει κοπη. |
21 Ja, dort wird der Herr unser mächtiger Gott sein. Es ist ein Ort mit breiten Flüssen und Strömen. Keine Ruderboote fahren auf ihnen; kein Prunkschiff segelt darauf, | 21 Αλλ' εκει ο Κυριος της δοξης θελει εισθαι εις ημας τοπος πλατεων ποταμων και ρευματων? εκει δεν θελει εισελθει πλοιον δια κωπιων ουτε ναυς μεγαλοπρεπης θελει περασει εκειθεν. |
22 Ja, der Herr ist unser Richter, der Herr gibt uns Gesetze; der Herr ist unser König, er wird uns retten. | 22 Διοτι ο Κυριος ειναι ο κριτης ημων? ο Κυριος ειναι ο νομοθετης ημων? ο Κυριος ειναι ο βασιλευς ημων? αυτος θελει σωσει ημας. |
23 denn die Taue sind schlaff, sie halten den Mastbaum nicht fest, man kann kein Segel mehr spannen. Dann verteilen die Blinden große Beute untereinander, die Lahmen machen einen ergiebigen Raubzug. | 23 Τα σχοινια σου εχαυνωθησαν? δεν δυνανται να στερεωσωσι το καταρτιον αυτων, δεν δυνανται να εξαπλωσωσι τα πανια? τοτε λεια μεγαλων λαφυρων θελει διαμερισθη? οι χωλοι θελουσι διαρπασει την λειαν. |
24 Kein Mensch in der Stadt wird mehr sagen: Ich bin krank. Dem Volk, das in Zion wohnt, ist seine Schuld vergeben. | 24 Και ο κατοικος δεν θελει λεγει, Ητονησα? ο λαος ο κατοικων εν αυτη θελει λαβει αφεσιν ανομιας. |