Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Deuteronomio 32


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 CIELI, porgete gli orecchi, ed io parlerò; Ed ascolti la terra le parole della mia bocca.1 Προσεχε, ουρανε, και θελω λαλησει? και ας ακουη η γη τους λογους του στοματος μου.
2 La mia dottrina stillerà come pioggia, E il mio ragionamento colerà come rugiada; Come pioggia minuta in su l’erbetta, E come pioggia a grosse gocciole in su l’erbe;2 Η διδασκαλια μου θελει σταλαξει ως η βροχη, ο λογος μου θελει καταβη ως η δροσος, ως η ψεκας επι την χλοην και ως ο ομβρος επι τον χορτον?
3 Perciocchè io celebrerò il Nome del Signore. Magnificate l’Iddio nostro.3 διοτι θελω εξυμνησει το ονομα του Κυριου? αποδοτε μεγαλωσυνην εις τον Θεον ημων.
4 L’opera della Rocca è compiuta; Conciossiachè tutte le sue vie sieno dirittura; Iddio è verità, senza alcuna iniquità; Egli è giusto e diritto.4 Αυτος ειναι ο Βραχος, τα εργα αυτου ειναι τελεια? διοτι πασαι αι οδοι αυτου ειναι κρισις? Θεος πιστος, και δεν υπαρχει αδικια εν αυτω? δικαιος και ευθυς ειναι αυτος.
5 Esso si è corrotto inverso lui; Il lor vizio non è di figliuoli suoi; Egli è una generazione perversa e storta.5 Ουτοι διεφθαρησαν? η κηλις αυτων δεν ειναι κηλις των υιων αυτου? ειναι γενεα σκολια και διεστραμμενη.
6 Popolo stolto, e non savio, è questa la retribuzione che voi fate al Signore? Non è egli tuo padre, che t’ha acquistato? Non è egli quel che ti ha fatto, e ti ha stabilito?6 Ταυτα ανταποδιδετε εις τον Κυριον, λαε μωρε και ασυνετε; δεν ειναι αυτος ο πατηρ σου, οστις σε εξηγορασεν; αυτος οστις σε επλασε και σε εμορφωσεν;
7 Ricordati de’ giorni antichi; Considera gli anni dell’età addietro; Domandane tuo padre, ed egli te lo dichiarerà; I tuoi vecchi, ed essi te lo diranno.7 Ενθυμηθητι τας αρχαιας ημερας, συλλογισθητι τα ετη πολλων γενεων? ερωτησον τον πατερα σου, και αυτος θελει σοι αναγγειλει, τους πρεσβυτερους σου, και αυτοι θελουσι σοι ειπει?
8 Quando l’Altissimo spartiva l’eredità alle nazioni, Quando egli divideva i figliuoli di Adamo, Egli costituì i confini de’ popoli, Secondo il numero de’ figliuoli d’Israele.8 οτε διεμεριζεν ο Υψιστος τα εθνη, οτε διεσπειρε τους υιους του Αδαμ, εστησε τα ορια των λαων κατα τον αριθμον των υιων Ισραηλ.
9 Perciocchè la parte del Signore è il suo popolo; Giacobbe è la sorte della sua eredità.9 Διοτι η μερις του Κυριου ειναι ο λαος αυτου, ο Ιακωβ ειναι το μερος της κληρονομιας αυτου.
10 Egli lo trovò in una terra di deserto, E in un luogo desolato d’urli di solitudine; Egli l’ha menato attorno, egli l’ha ammaestrato, Egli l’ha conservato come la pupilla dell’occhio suo.10 Εν γη ερημω ευρηκεν αυτον, και εν ερημια φρικης και ολολυγμου? περιωδηγησεν αυτον, επαιδαγωγησεν αυτον, εφυλαξεν αυτον ως κορην οφθαλμου αυτου.
11 Come l’aquila fa muovere la sua nidata, Si dimena sopra i suoi figli, Spande le sue ale, li prende, E li porta sopra le sue penne;11 Καθως ο αετος σκεπαζει την φωλεαν αυτου, περιθαλπει τους νεοσσους αυτου, εξαπλονων τας πτερυγας αυτου αναλαμβανει αυτους, και σηκονει αυτους επι των πτερυγων αυτου,
12 Il Signore solo l’ha condotto, E con lui non è stato alcun dio strano.12 ουτως ο Κυριος μονος ωδηγησεν αυτον, και δεν ητο μετ' αυτου ξενος Θεος.
13 Egli l’ha fatto passare a cavallo sopra gli alti luoghi della terra, Onde egli ha mangiati i frutti de’ campi; E gli ha ancora dato a suggere il miele dalla rupe, E l’olio dal macigno;13 Ανεβιβασεν αυτους επι τα εξοχα μερη της γης, και εφαγον τα γεννηματα των αγρων? και εθηλασεν αυτους μελι εκ της πετρας, και ελαιον εκ της σκληρας πετρας,
14 Il burro delle vacche, e il latte delle pecore, Col grasso degli agnelli, e de’ montoni di Basan, e de’ becchi; Insieme con la grascia del fior di frumento; E tu hai bevuto il vin puro, il sugo dell’uve14 Βουτυρον βοων και γαλα προβατων, με παχος αρνιων, και κριων θρεμματων της Βασαν, και τραγων, μετα του εξαιρετου ανθους του σιτου? και επιες οινον, αιμα σταφυλης.
15 Ma Iesurun si è ingrassato, e ha ricalcitrato; Tu ti sei ingrassato, ingrossato, e coperto di grasso; Ed egli ha abbandonato Iddio che l’ha fatto, E ha villaneggiata la Rocca della sua salute.15 Ο δε Ιεσουρουν επαχυνθη και απελακτισεν? επαχυνθης, επλατυνθης, υπερελιπανθης? τοτε ελησμονησε τον Θεον τον πλασαντα αυτον, και κατεφρονησε τον Βραχον της σωτηριας αυτου.
16 Essi l’hanno mosso a gelosia con iddii strani, E l’hanno irritato con abbominazioni.16 Παρωξυναν αυτον εις ζηλοτυπιαν με ξενους θεους, με βδελυγματα παρωξυναν αυτον εις θυμον?
17 Hanno sacrificato a’ demonii, e non a Dio; A dii, i quali essi non aveano conosciuti, Dii nuovi, venuti di prossimo, De’ quali i vostri padri non aveano avuta paura.17 εθυσιασαν εις δαιμονια, ουχι εις τον Θεον? εις θεους, τους οποιους δεν εγνωριζον, εις νεους θεους νεωστι εισαχθεντας, τους οποιους δεν ελατρευον οι πατερες σας?
18 Tu hai dimenticata la Rocca che t’ha generato, E hai posto in obblio Iddio che t’ha formato18 τον δε Βραχον τον γεννησαντα σε εγκατελιπες, και ελησμονησας τον Θεον τον πλασαντα σε.
19 E il Signore l’ha veduto, ed è stato sdegnato, Per lo dispetto fattogli da suoi figliuoli e dalle sue figliuole.19 Και ειδεν ο Κυριος και απεστραφη αυτους, διοτι παρωργισαν αυτον οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου?
20 E ha detto: Io nasconderò da loro la mia faccia, Io vedrò qual sarà il lor fine; Conciossiachè sieno una generazione perversissima, Figliuoli ne’ quali non v’è alcuna lealtà.20 και ειπε, Θελω αποστρεψει το προσωπον μου απ' αυτων, θελω ιδει οποιον θελει εισθαι το τελος αυτων? διοτι αυτοι ειναι γενεα διεστραμμενη, υιοι εις τους οποιους δεν υπαρχει πιστις.
21 Essi m’hanno mosso a gelosia per cose che non sono Dio, E m’hanno provocato a sdegno per le lor vanità; Io altresì li muoverò a gelosia per un popolo che non è popolo, E li provocherò a sdegno per una gente stolta.21 Αυτοι με παρωξυναν εις ζηλοτυπιαν με τα μη οντα θεον? με τα ειδωλα αυτων με παρωργισαν? και εγω θελω παροξυνει αυτους εις ζηλοτυπιαν με τους μη οντας λαον, με εθνος ασυνετον θελω παροργισει αυτους.
22 Perciocchè un fuoco s’è acceso nella mia ira. Ed ha arso fino al luogo più basso sotterra, Ed ha consumata la terra e il suo frutto, Ed ha divampati i fondamenti delle montagne.22 Διοτι πυρ εξηφθη εν τω θυμω μου, και θελει εκκαυθη εως εις τα κατωτατα του αδου, και θελει καταφαγει την γην μετα των γεννηματων αυτης, και θελει καταφλογισει τα θεμελια των ορεων.
23 Io accumulerò sopra loro mali sopra mali, E impiegherò contro a loro tutte le mie saette.23 Θελω επισωρευσει επ' αυτους κακα, παντα τα βελη μου θελω εκκενωσει επ' αυτους.
24 Saranno arsi di fame, e divorati da carboncelli, E da pestilenza amarissima; E io manderò contro a loro i denti delle fiere, Insieme col veleno de’ rettili della polvere.24 Θελουσιν αναλωθη εκ της πεινης και καταφαγωθη με φλογωδεις νοσους, και με πικρον ολεθρον? και οδοντας θηριων θελω εξαποστειλει επ' αυτους, και φαρμακιον των ερποντων επι της γης.
25 La spada dipopolerà di fuori E dentro delle camerette lo spavento; Giovani e fanciulle, Bambini di poppa e uomini canuti25 Εξωθεν μαχαιρα, και εσωθεν τρομος, θελει καταναλωσει τον τε νεον και την παρθενον, το θηλαζον νηπιον και τον πολιον γεροντα.
26 Io avrei detto: Io li dispergerò per tutti i canti del mondo, e farò venir meno la memoria di loro fra gli uomini;26 Ειπα, Ηθελον διασκορπισει αυτους, ηθελον εξαλειψει το μνημοσυνον αυτων εκ μεσου των ανθρωπων,
27 Se non ch’io temeva del dispetto del nemico; Che talora i loro avversari non insuperbissero; Che talora non dicessero: La nostra mano è stata alta, E il Signore non ha operato tutto questo.27 εαν δεν εφοβουμην την οργην του εχθρου, μη πως υψηλοφρονησωσιν οι εναντιοι αυτων, και ειπωσιν, Η χειρ ημων η υψηλη, και ουχι ο Κυριος, εκαμε παντα ταυτα.
28 Conciossiachè essi sieno una gente perduta di consigli, E non vi sia alcun senno in loro.28 Διοτι ειναι εθνος ασυνετον, και δεν υπαρχει εν αυτοις φρονησις.
29 Oh fossero pur savi, e intendessero queste cose, E considerassero il lor fine!29 Ειθε να ησαν σοφοι, να ενοουν τουτο, να εσυλλογιζοντο το τελος αυτων
30 Come ne perseguirebbe uno mille, E ne metterebbero due in fuga diecimila, Se non fosse che la lor Rocca li ha venduti, E il Signore li ha messi nelle mani de’ lor nemici?30 Πως ηθελε δυνηθη εις να διωξη χιλιους, και δυο να τρεψωσιν εις φυγην μυριαδας, εαν ο Βραχος αυτων δεν ηθελε πωλησει αυτους, και δεν ηθελε παραδωσει αυτους ο Κυριος;
31 Conciossiachè la lor rocca non sia come la nostra Rocca, E i nostri nemici ne sieno giudici.31 Διοτι ο βραχος αυτων δεν ειναι ως ο Βραχος ημων? και αυτοι οι εχθροι ημων ας κρινωσιν.
32 Perciocchè la lor vigna è stata tolta dalla vigna di Sodoma, E da’ campi di Gomorra; Le loro uve sono uve di tosco, Hanno i grappi amari.32 Επειδη εκ της αμπελου των Σοδομων ειναι η αμπελος αυτων, και εκ των αγρων της Γομορρας? η σταφυλη αυτων ειναι σταφυλη χολης, οι βοτρεις αυτων πικροι?
33 Il lor vino è veleno di dragoni, Crudel veleno d’aspidi.33 ο οινος αυτων φαρμακιον δρακοντων, και ανιατος ιος ασπιδος.
34 Questo non è egli riposto appo me, E suggellato ne’ miei tesori?34 Δεν ειναι τουτο αποτεταμιευμενον εις εμε, εσφραγισμενον εις τους θησαυρους μου;
35 A me appartiene di far la vendetta, e la retribuzione, Nel giorno che il piè loro vacillerà; Perciocchè il giorno della lor calamità è vicino, E le cose che son loro apparecchiate si affrettano.35 Εις εμε ανηκει η εκδικησις και η ανταποδοσις? ο πους αυτων εν καιρω θελει ολισθησει διοτι πλησιον ειναι η ημερα της απωλειας αυτων, και τα μελλοντα να ελθωσιν επ' αυτους σπευδουσι.
36 Quando il Signore avrà fatto giudicio del suo popolo, Egli si pentirà per l’amor de’ suoi servitori, Quando egli vedrà che ogni forza sarà venuta meno, E che non vi sarà nè serrato, nè lasciato.36 Διοτι ο Κυριος θελει κρινει τον λαον αυτου, και θελει μεταμεληθη δια τους δουλους αυτου, οταν ιδη οτι απωλεσθη η δυναμις αυτων, και δεν εμεινεν ουδεν πεφυλαγμενον ουδε αφειμενον.
37 E dirà: Ove sono i lor dii? La Rocca, nella quale si confidavano?37 Και θελει ειπει, Που ειναι οι θεοι αυτων, ο βραχος εις τον οποιον ειχον το θαρρος αυτων;
38 Il grasso de’ sacrificii de’ quali essi mangiavano, E il vino delle cui offerte da spandere essi beveano; Levinsi eglino, e soccorranvi, E sienvi per ricetto38 οιτινες ετρωγον το παχος των θυσιων αυτων, και επινον τον οινον των σπονδων αυτων; ας σηκωθωσι και ας σας βοηθησωσιν, ας γεινωσιν εις εσας σκεπη.
39 Vedete ora, che io, io son desso, E che non v’è alcun Dio meco; Io fo morire, e rimetto in vita; Io ferisco, e guarisco; E non v’è niuno che possa liberar dalla mia mano.39 Ιδετε τωρα οτι εγω, εγω ειμαι, και δεν ειναι Θεος πλην εμου? εγω θανατονω και ζωοποιω? εγω πληγονω και ιατρευω? και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ της χειρος μου.
40 Perciocchè io levo la mano al cielo, E dico: Come io vivo in eterno;40 Διοτι εγω υψονω εις τον ουρανον την χειρα μου, Και λεγω, Ζω εγω εις τον αιωνα?
41 Se io aguzzo la mia folgorante spada, E prendo in mano il giudicio, Io farò la vendetta sopra i miei nemici, E farò la retribuzione a quelli che m’odiano.41 εαν ακονισω την αστραπηφορον μαχαιραν μου, και επιβαλω την χειρα μου εις κρισιν, θελω καμει εκδικησιν εις τους εχθρους μου, και θελω ανταποδωσει εις τους μισουντας με?
42 Io inebbrierò le mie saette di sangue, E la mia spada divorerà la carne; Io le inebbrierò del sangue degli uccisi e de’ prigioni, Cominciando dal capo; con vendette da nemico.42 θελω μεθυσει τα βελη μου απο αιματος, και η μαχαιρα μου θελει καταφαγει κρεατα, απο του αιματος των πεφονευμενων και των αιχμαλωτων, απο της κεφαλης των αρχοντων των εχθρων.
43 Sclamate d’allegrezza, o nazioni, o suo popolo; Perciocchè egli farà la vendetta del sangue de’ suoi servitori, E farà retribuzion di vendetta a’ suoi avversari, E sarà propizio alla sua terra, al suo popolo43 Ευφρανθητε, εθνη, μετα του λαου αυτου? διοτι θελει εκδικησει το αιμα των δουλων αυτου, και αποδωσει εκδικησιν εις τους εναντιους αυτου, και καθαρισει την γην αυτου και τον λαον αυτου.
44 Mosè adunque, con Hosea, figliuolo di Nun, venne, e pronunziò tutte le parole di questo Cantico, agli orecchi del popolo.44 Και ηλθεν ο Μωυσης, και ελαλησε παντας τους λογους της ωδης ταυτης εις επηκοον του λαου, αυτος και Ιησους ο υιος του Ναυη.
45 E, dopo che Mosè ebbe finito di pronunziar tutte queste parole a tutto Israele, egli disse loro:45 Και ετελειωσεν ο Μωυσης λαλων παντας τους λογους τουτους προς παντα τον Ισραηλ.
46 Mettete il cuor vostro a tutte le parole, le quali oggi io vi protesto, acciocchè insegniate a’ vostri figliuoli di prender guardia di mettere in opera tutte le parole di questa Legge.46 Και ειπε προς αυτους, Θεσατε τας καρδιας σας εις παντας τους λογους, τους οποιους εγω σημερον διαμαρτυρομαι προς εσας? τους οποιους θελετε παραγγειλει εις τα τεκνα σας να προσεχωσιν εις το να εκτελωσι, παντας τους λογους του νομου τουτου.
47 Conciossiachè non sia una parola vana, della quale non abbiate a curarvi; anzi è la vita vostra; e per essa prolungherete i vostri giorni sopra la terra, alla quale, passato il Giordano, andate per possederla.47 Διοτι ουτος δεν ειναι εις εσας λογος ματαιος? επειδη αυτη ειναι η ζωη σας? και δια του λογου τουτου θελετε μακροημερευσει επι της γης, προς την οποιαν διαβαινετε τον Ιορδανην δια να κληρονομησητε αυτην.
48 E in quell’istesso giorno il Signore parlò a Mosè, dicendo:48 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην την αυτην εκεινην ημεραν, λεγων,
49 Sali sopra questo monte di Abarim, al monte di Nebo, che è nel paese di Moab, dirincontro a Gerico, e riguarda il paese di Canaan, il quale io do a possedere a’ figliuoli d’Israele;49 Αναβα εις το ορος τουτο Αβαριμ, εις το ορος Νεβω, το εν τη γη Μωαβ κατεναντι της Ιεριχω? και θεωρησον την γην Χανααν, την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ εις ιδιοκτησιαν?
50 e muori sopra il monte al qual tu sali, e sii raccolto a’ tuoi popoli; come Aaronne, tuo fratello, è morto sul monte di Hor, ed è stato raccolto a’ suoi popoli.50 και τελευτησον εν τω ορει οπου αναβαινεις, και προστεθητι εις τον λαον σου, καθως ο αδελφος σου Ααρων ετελευτησεν εν τω ορει Ωρ και προσετεθη εις τον λαον αυτου?
51 Perciocchè voi commetteste misfatto contro a me, nel mezzo de’ figliuoli d’Israele, alle acque della contesa di Cades, nel deserto di Sin; perchè voi non mi santificaste nel mezzo de’ figliuoli d’Israele.51 διοτι ηπειθησατε εις εμε μεταξυ των υιων Ισραηλ εις τα υδατα της Μεριβα-καδης, εν τη ερημω Σιν? επειδη δεν με ηγιασατε εν μεσω των υιων Ισραηλ?
52 Conciossiachè tu vedrai solamente davanti a te il paese; ma tu non entrerai nel paese ch’io do a’ figliuoli d’Israele52 οθεν απεναντι θελεις ιδει την γην, εκει ομως δεν θελεις εισελθει, εις την γην την οποιαν εγω διδω εις τους υιους Ισραηλ.