Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Évangile selon Marc 9


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Jésus leur dit encore: "En vérité, je vous le dis, certains qui sont ici ne feront pas l’expérience de la mort avant d’avoir vu le Royaume de Dieu venir avec puissance.”1 Και ελεγε προς αυτους? Αληθως, σας λεγω οτι ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου ελθουσαν μετα δυναμεως.
2 Six jours après, Jésus prit avec lui Pierre, Jacques et Jean, et les emmena à l’écart, seuls, sur une haute montagne. Là, devant eux, il fut transfiguré.2 Και μεθ' ημερας εξ παραλαμβανει ο Ιησους τον Πετρον και τον Ιακωβον και τον Ιωαννην και αναβιβαζει αυτους εις ορος υψηλον κατ' ιδιαν μονους? και μετεμορφωθη εμπροσθεν αυτων?
3 Ses vêtements devinrent éclatants de lumière, d’une blancheur telle qu’aucun blanchisseur sur la terre ne peut blanchir de la sorte.3 και τα ιματια αυτου εγειναν στιλπνα, λευκα λιαν ως χιων, οποια λευκαντης επι της γης δεν δυναται να λευκανη.
4 Alors Élie leur apparut, avec Moïse: les deux étaient en conversation avec Jésus.4 Και εφανη εις αυτους ο Ηλιας μετα του Μωυσεως, και ησαν συλλαλουντες μετα του Ιησου.
5 Pierre prit la parole pour dire à Jésus: "Rabbi, cela tombe bien que nous soyons ici; nous allons dresser trois tentes: une pour toi, une pour Moïse et une pour Élie.”5 Και αποκριθεις ο Πετρος λεγει προς τον Ιησουν? Ραββι, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, δια σε μιαν και δια τον Μωυσην μιαν και δια τον Ηλιαν μιαν.
6 En réalité, il ne savait plus que dire, car ils étaient effrayés.6 Διοτι δεν ηξευρε τι να ειπη? επειδη ησαν πεφοβισμενοι.
7 Une nuée survint alors qui les prit sous son ombre, et de la nuée se fit entendre une voix: "Celui-ci est mon Fils, le Bien-Aimé, écoutez-le!”7 Και νεφελη επεσκιασεν αυτους, και ηλθε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.
8 Et soudain, regardant autour d’eux, ils ne virent plus personne: seul Jésus était avec eux.8 Και εξαιφνης περιβλεψαντες, δεν ειδον πλεον ουδενα, αλλα τον Ιησουν μονον μεθ' εαυτων.
9 Comme ils descendaient de la montagne, Jésus leur ordonna de ne raconter à personne ce qu’ils avaient vu, jusqu’à ce que le Fils de l’Homme soit ressuscité d’entre les morts.9 Ενω δε κατεβαινον απο του ορους, παρηγγειλεν εις αυτους να μη διηγηθωσιν εις μηδενα οσα ειδον, ειμη οταν ο Υιος του ανθρωπου αναστηθη εκ νεκρων.
10 Ils respectèrent cet ordre, mais entre eux ils se demandaient ce que c’était que ressusciter d’entre les morts.10 Και εφυλαξαν τον λογον εν εαυτοις, συζητουντες προς αλληλους τι ειναι το να αναστηθη εκ νεκρων.
11 C’est alors qu’ils lui posèrent la question: "Pourquoi les maîtres de la Loi disent-ils que d’abord viendra Élie?”11 Και ηρωτων αυτον λεγοντες, Δια τι λεγουσιν οι γραμματεις οτι πρεπει να ελθη ο Ηλιας πρωτον;
12 Jésus leur répondit: "Bien sûr, d’abord vient Élie qui remet tout en ordre… mais comment est-il écrit du Fils de l’Homme qu’il doit souffrir beaucoup et être méprisé?12 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Ο Ηλιας μεν ελθων πρωτον αποκαθιστα παντα? και οτι ειναι γεγραμμενον περι του Υιου του ανθρωπου οτι πρεπει να παθη πολλα και να εξουδενωθη?
13 Élie est bien revenu, et ils l’ont traité comme ils voulaient, selon ce qui est écrit de lui.”13 σας λεγω ομως οτι και ο Ηλιας ηλθε, και επραξαν εις αυτον οσα ηθελησαν, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου.
14 Lorsqu’ils rejoignirent les disciples, ils virent tout un attroupement autour d’eux, et des maîtres de la Loi qui discutaient avec eux.14 Και οτε ηλθε προς τους μαθητας, ειδε περι αυτους οχλον πολυν και γραμματεις καμνοντας συζητησεις μετ' αυτων.
15 Ce fut une surprise pour tout ce monde quand ils virent Jésus; ils coururent au-devant de lui pour le saluer.15 Και ευθυς πας ο οχλος ιδων αυτον εγεινεν εκθαμβος και προστρεχοντες ησπαζοντο αυτον.
16 Alors Jésus demande aux gens: "Qu’avez-vous à discuter avec eux?”16 Και ηρωτησε τους γραμματεις? Τι συζητειτε μετ' αυτων;
17 De la foule un homme lui répond: "Maître, je t’ai amené mon fils qui est possédé d’un esprit muet.17 Και αποκριθεις εις εκ του οχλου, ειπε? Διδασκαλε, εφερα προς σε τον υιον μου, εχοντα πνευμα αλαλον.
18 Quand il s’empare de mon fils, il le déchire: l’enfant bave, grince des dents et devient tout raide. J’ai demandé à tes disciples de le faire sortir, mais ils n’ont pas été capables.”18 Και οπου πιαση αυτον σπαραττει αυτον, και αφριζει και τριζει τους οδοντας αυτου και ξηραινεται? και ειπον προς τους μαθητας σου να εκβαλωσιν αυτο, αλλα δεν ηδυνηθησαν.
19 Jésus répond: "Gens sans foi, jusqu’à quand serai-je avec vous! Jusqu’à quand devrai-je vous supporter? Amenez-le moi.”19 Εκεινος δε αποκριθεις προς αυτον, λεγει? Ω γενεα απιστος, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων; εως ποτε θελω υπομενει υμας; φερετε αυτον προς εμε.
20 Ils le lui amènent. À la vue de Jésus, l’esprit secoue l’enfant violemment, il tombe à terre et se roule en bavant.20 Και εφεραν αυτον προς αυτον. Και ως ειδεν αυτον, ευθυς το πνευμα εσπαραξεν αυτον, και πεσων επι της γης εκυλιετο αφριζων.
21 Jésus interroge son père: "Depuis combien de temps cela lui arrive-t-il? Le père répond: "Depuis son enfance.21 Και ηρωτησε τον πατερα αυτου? Ποσος καιρος ειναι αφου τουτο εγεινεν εις αυτον; Ο δε ειπε? Παιδιοθεν.
22 Souvent même il l’a jeté dans le feu et dans l’eau: il pouvait le tuer. Aie pitié de nous, et si tu peux, viens à notre secours!”22 Και πολλακις αυτον και εις πυρ ερριψε και εις υδατα, δια να απολεση αυτον? αλλ' εαν δυνασαι τι, βοηθησον ημας, σπλαγχνισθεις εφ' ημας.
23 Jésus lui dit: "Si tu peux… Mais tout est possible pour celui qui croit!”23 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Το εαν δυνασαι να πιστευσης, παντα ειναι δυνατα εις τον πιστευοντα.
24 Aussitôt le père de l’enfant s’écrie: "Je crois, mais viens en aide à mon manque de foi!”24 Και ευθυς κραξας ο πατηρ του παιδιου μετα δακρυων, ελεγε? Πιστευω, Κυριε? βοηθει εις την απιστιαν μου.
25 Quand Jésus voit que les gens arrivent plus en nombre, il menace l’esprit impur: "Esprit muet et sourd, je te l’ordonne: sors de cet enfant et ne reviens plus jamais!”25 Ιδων δε ο Ιησους οτι επισυντρεχει οχλος, επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον, λεγων προς αυτο? το πνευμα το αλαλον και κωφον, εγω σε προσταζω, Εξελθε απ' αυτου και μη εισελθης πλεον εις αυτον.
26 À ce moment l’esprit pousse un cri, secoue violemment l’enfant et sort. L’enfant était resté comme mort, et plusieurs disaient: "Il est mort!”26 Και το πνευμα κραξαν και πολλα σπαραξαν αυτον, εξηλθε, και εγεινεν ως νεκρος, ωστε πολλοι ελεγον οτι απεθανεν.
27 Mais Jésus le prend par la main et le réveille: l’enfant se remet sur pied.27 Ο δε Ιησους πιασας αυτον απο της χειρος ηγειρεν αυτον, και εσηκωθη.
28 Jésus revient à la maison; quand ils sont seuls, ses disciples l’interrogent: "Pourquoi n’avons-nous pas pu le faire sortir?”28 Και οτε εισηλθεν εις οικον, οι μαθηται αυτου ηρωτων αυτον κατιδιαν, Δια τι ημεις δεν ηδυνηθημεν να εκβαλωμεν αυτο;
29 Jésus leur répond: "Il n’y a que la prière pour faire sortir cette espèce-là.”29 Και ειπε προς αυτους? Τουτο το γενος δεν δυναται να εξελθη δι' ουδενος αλλου τροπου ειμη δια προσευχης και νηστειας.
30 Ils quittèrent cet endroit, et ils allaient de place en place à travers la Galilée. Jésus ne voulait pas qu’on le sache,30 Και εξελθοντες εκειθεν διεβαινον δια της Γαλιλαιας, και δεν ηθελε να μαθη τουτο ουδεις.
31 car il était occupé à instruire ses disciples. Alors il leur dit: "Le Fils de l’Homme sera livré aux mains des hommes. Ils le tueront, et trois jours après sa mort il ressuscitera.”31 Διοτι εδιδασκε τους μαθητας αυτου και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας ανθρωπων, και θελουσι θανατωσει αυτον, και θανατωθεις την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
32 Eux ne comprenaient pas cet avertissement, et ils avaient peur de lui en demander davantage.32 Εκεινοι ομως δεν ηνοουν τον λογον και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον.
33 Ils arrivèrent à Capharnaüm. Une fois à la maison, Jésus les interrogea: "De quoi discutiez-vous en chemin?”33 Και ηλθεν εις Καπερναουμ? και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, ηρωτα αυτους? Τι διελογιζεσθε καθ' οδον προς αλληλους;
34 Ils se turent, car en chemin ils s’étaient disputés à propos de qui était le plus grand.34 Οι δε εσιωπων? διοτι καθ' οδον διελεχθησαν προς αλληλους τις ειναι μεγαλητερος.
35 Alors Jésus s’assoit, il appelle les Douze et leur dit: "Si quelqu’un veut être le premier, qu’il soit le dernier de tous, qu’il soit le serviteur de tous.”35 Και καθησας εκαλεσε τους δωδεκα και λεγει προς αυτους? Οστις θελει να ηναι πρωτος, θελει εισθαι παντων εσχατος και παντων υπηρετης.
36 Puis il place au milieu d’eux un enfant, il l’embrasse et leur dit:36 Και λαβων παιδιον εστησεν αυτο εν τω μεσω αυτων, και εναγκαλισθεις αυτο ειπε προς αυτους?
37 "Si quelqu’un reçoit en mon nom l’un de ces enfants, c’est moi qu’il reçoit; et celui qui me reçoit, ce n’est pas moi qu’il reçoit, mais celui qui m’a envoyé.”37 Οστις δεχθη εν των τοιουτων παιδιων εις το ονομα μου, εμε δεχεται? και οστις δεχθη εμε, δεν δεχεται εμε, αλλα τον αποστειλαντα με.
38 Jean lui dit: "Maître, nous avons vu quelqu’un qui se servait de ton nom pour chasser les démons, et nous l’avons empêché car il n’est pas disciple avec nous.”38 Απεκριθη δε προς αυτον ο Ιωαννης, λεγων? Διδασκαλε, ειδομεν τινα εκβαλλοντα δαιμονια εις το ονομα σου, οστις δεν ακολουθει ημας, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει ημας.
39 Jésus lui répond: "Ne l’empêchez pas! Car personne ne peut faire un miracle en mon nom et aussitôt après parler mal de moi.39 Ο δε Ιησους ειπε? Μη εμποδιζετε αυτον? διοτι δεν ειναι ουδεις οστις θελει καμει θαυμα εις το ονομα μου και θελει δυνηθη ευθυς να με κακολογηση.
40 “Celui qui n’est pas contre nous est pour nous.40 Επειδη οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.
41 Celui qui vous donne un verre d’eau parce que vous êtes disciples du Christ, je vous dis qu’il ne perdra pas sa récompense.”41 Διοτι οστις σας ποτιση ποτηριον υδατος εις το ονομα μου, επειδη εισθε του Χριστου, αληθως σας λεγω, δεν θελει χασει τον μισθον αυτου.
42 “Si quelqu’un devait faire chuter l’un de ces petits qui croient, mieux vaudrait pour lui qu’on lui attache au cou une meule de moulin et qu’on le jette dans la mer.42 Και οστις σκανδαλιση ενα των μικρων των πιστευοντων εις εμε, συμφερει εις αυτον καλητερον να περιτεθη μυλου πετρα περι τον τραχηλον αυτου και να ριφθη εις την θαλασσαν.
43 “Si ta main doit te faire chuter, coupe-la! Mieux vaut pour toi entrer dans la vie avec une seule main, que t’en aller avec tes deux mains à la géhenne,43 Και εαν σε σκανδαλιζη η χειρ σου, αποκοψον αυτην? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην κουλλος, παρα εχων τας δυο χειρας να απελθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,
44 au feu qui ne s’éteint pas.44 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
45 “Et si ton pied doit te faire chuter, coupe-le! Mieux vaut pour toi entrer dans la vie avec un seul pied, qu’être jeté avec tes deux pieds dans la géhenne.45 Και εαν ο πους σου σε σκανδαλιζη, αποκοψον αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην χωλος, παρα εχων τους δυο ποδας να ριφθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,
46 NO TEXT46 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
47 “Si ton œil doit te faire chuter, jette-le loin de toi! Mieux vaut pour toi entrer dans le Royaume de Dieu avec un seul œil que d’en avoir deux et d’être jeté dans la géhenne,47 Και εαν ο οφθαλμος σου σε σκανδαλιζη, εκβαλε αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης μονοφθαλμος εις την βασιλειαν του Θεου, παρα εχων δυο οφθαλμους να ριφθης εις την γεενναν του πυρος,
48 où le ver ne meurt pas et où le feu ne s’éteint pas.48 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
49 Car ce feu fera l’office du sel.49 Διοτι πας τις με πυρ θελει αλατισθη, και πασα θυσια με αλας θελει αλατισθη.
50 “Le sel est bon; mais si le sel n’est plus salé, comment lui redonnerez-vous du mordant? Ayez du sel en vous-mêmes et vivez en paix les uns avec les autres.”50 Καλον το αλας? αλλ' εαν το αλας γεινη αναλατον, με τι θελετε αρτυσει αυτο; εχετε αλας εν εαυτοις και ειρηνευετε εν αλληλοις.