1 Disse ancora lo Signore a Moisè: va a Faraone, e favella a lui: queste cose dice lo Signore Iddio delli Ebrei: lascia il popolo mio, acciò ch' egli sacrifichi a me. | 1 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε προς τον Φαραω και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των Εβραιων. Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να με λατρευση? |
2 Il quale, se ancora lo rifiuti, e ritieni loro, | 2 διοτι, εαν δεν θελης να εξαποστειλης και εαν ετι κρατης αυτους, |
3 ecco sarà la mano mia sopra li campi tuoi; e sopra li cavalli ed asini e camelli tuoi e buoi e pecore, pestilenza molto grave. | 3 ιδου, η χειρ του Κυριου θελει εισθαι επι τα κτηνη σου τα εν τω αγρω, επι τους ιππους, επι τους ονους, επι τας καμηλους, επι τους βοας, και επι τα προβατα? θανατικον βαρυ σφοδρα? |
4 E farà lo Signore cosa molto maravigliosa intra le possessioni d'Israel, e le possessioni degli Egizii, che ad ogni modo niuna cosa perisca di quelle che appartengono alli figliuoli d'Israel. | 4 και θελει καμει ο Κυριος διακρισιν μεταξυ των κτηνων του Ισραηλ και των κτηνων των Αιγυπτιων? και εκ παντων των ανηκοντων εις τους υιους Ισραηλ δεν θελει αποθανει ουδε εν. |
5 E ordinoe lo Signore lo tempo dicendo: do mani farà lo Signore questa cosa nella terra. | 5 Και διωρισεν ο Κυριος καιρον, λεγων, Αυριον θελει καμει ο Κυριος το πραγμα τουτο εν τη γη. |
6 E fece lo Signore questa cosa l'altro dì; e morti sono tutti li animali di quelli d'Egitto, ma degli animali de' figliuoli d'Israel niuno ne peri. | 6 Και εκαμεν ο Κυριος το πραγμα τουτο την επαυριον, και απεθανον παντα τα κτηνη των Αιγυπτιων? εκ δε των κτηνων των υιων Ισραηλ δεν απεθανεν ουδε εν. |
7 E mandò Faraone a vedere; nè non era alcuno morto di quelli che possedeano quelli di Israel. Ed ingravato è lo cuore di Faraone, e non lasciò però il popolo andare. | 7 Και απεστειλεν ο Φαραω να ιδωσι, και ιδου, εκ των κτηνων του Ισραηλ δεν απεθανεν ουδε εν? και εσκληρυνθη η καρδια του Φαραω και δεν εξαπεστειλε τον λαον. |
8 Disse ancora lo Signore a Moisè e ad Aaron: togliete le mani piene della cenere del camino, e spargala nel cielo Moisè innanzi a Faraone. | 8 Τοτε ειπεν ο Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων, Γεμισατε τας χειρας σας απο στακτην καμινου και ας σκορπιση αυτην ο Μωυσης προς τον ουρανον εμπροσθεν του Φαραω? |
9 E sia la polvere in ogni terra d'Egitto: e saranno ancora negli uomini e nelle bestie le ferite e vesciche enfiate in tutta la terra d'Egitto. | 9 και θελει γεινει λεπτος κονιορτος εφ' ολην την γην της Αιγυπτου? και θελει γεινει επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη καυσις αναδιδουσα ελκωδη εξανθηματα καθ' ολην την γην της Αιγυπτου. |
10 E fatto è che tolsero la cenere del camino; e stettero dinnanzi a Faraone, e sparsela Moisè nel cielo; e fatte sono le ferite delle vesciche enfiate negli uomini e nelle bestie. | 10 Ελαβον λοιπον την στακτην της καμινου και εσταθησαν ενωπιον του Φαραω? και εσκορπισεν αυτην ο Μωυσης προς τον ουρανον, και εγεινε καυσις αναδιδουσα ελκωδη εξανθηματα επι τους ανθρωπους και επι τα κτηνη? |
11 Nè non poteano li incantatori istare innanzi a Moisè, per le ferite le quali erano in loro e in tutta la terra d'Egitto. | 11 και δεν ηδυναντο οι μαγοι να σταθωσιν εμπροσθεν του Μωυσεως εξ αιτιας της καυσεως? διοτι η καυσις ητο επι τους μαγους και επι παντας τους Αιγυπτιους. |
12 E induroe lo Signore lo cuore di Faraone; e non udì loro, siccome favellò lo Signore a Moisè. | 12 Εσκληρυνε δε Κυριος την καρδιαν του Φαραω, και δεν εισηκουσεν εις αυτους, καθως ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην. |
13 E disse lo Signore a Moisè: domattina lèvati su, e sta dinnanzi a Faraone, e dirai a lui: queste cose dice lo Signore Iddio delli Ebrei; lascia lo popolo mio, acciò ch' egli sacrifichi a me. | 13 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Σηκωθητι ενωρις το πρωι και παρασταθητι εμπροσθεν του Φαραω και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των Εβραιων? Εξαποστειλον τον λαον μου, δια να με λατρευση? |
14 Per ciò che in questa volta manderò ogni piaga mia nel cuore tuo e sopra li servi tuoi e sopra lo popolo tuo, acciò che tu sappi che non è simile a me in ogni terra. | 14 διοτι ταυτην την φοραν εγω εξαποστελλω πασας μου τας πληγας επι την καρδιαν σου και επι τους θεραποντας σου και επι τον λαον σου? δια να γνωρισης οτι δεν ειναι ουδεις ομοιος μου εν παση τη γη? |
15 Ora adunque, stendente la mano mia, percuoterò te e lo popolo tuo di pestilenza, e perirai della terra. | 15 επειδη τωρα θελω εκτεινει την χειρα μου και θελω παταξει σε και τον λαον σου με θανατικον, και θελεις απολεσθη απο της γης? |
16 Ma adunque io posi te, acciò ch' io mostri in te la forza mia, e sia narrato lo mio nome in tutta la terra. | 16 και δια τουτο βεβαιως σε διετηρησα, δια να δειξω εν σοι την δυναμιν μου και να κηρυχθη το ονομα μου εν παση τη γη? |
17 Ancora tu ritieni lo popolo mio, e non lo vuoli lasciare? | 17 οτι επεγειρεσαι κατα του λαου μου, δια να μη εξαποστειλης αυτον; |
18 E pioverà in questa medesima ora domani gragnola molto repente, la quale non fue in Egitto dal dì che fu fondato insino al tempo presente giammai. | 18 ιδου, αυριον περι την ωραν ταυτην θελω βρεξει χαλαζαν βαρειαν σφοδρα, οποια δεν εγεινε ποτε εν τη Αιγυπτω αφ' ης ημερας εθεμελιωθη μεχρι του νυν? |
19 Manda adunque, e raduna lo bestiame tuo e ogni cosa che tu hai nel campo; in verità gli uomini e gli animali e ogni cosa che trovata sarà di fuori, e non sarà tratta fuori degli campi, quando caderà sopra loro la gragnola, morranno. | 19 τωρα λοιπον αποστειλον να συναξης τα κτηνη σου και παντα οσα εχεις εν τοις αγροις? διοτι πας ανθρωπος και ζωον, το οποιον ευρεθη εν τοις αγροις και δεν φερθη εις οικιαν, και η χαλαζα καταβη επ' αυτα, θελουσιν αποθανει. |
20 Quelli i quali temettero la parola del Signore, dei servi di Faraone, fecero fuggire li servi suoi e gli animali nelle case. | 20 Οστις εκ των θεραποντων του Φαραω εφοβηθη τον λογον του Κυριου, συνηγαγε ταχεως εις τας οικιας τους δουλους αυτου και τα κτηνη αυτου? |
21 E chi non si curarono della parola del Signore, lasciaro i servi suoi e li animali ne' campi. | 21 οστις ομως δεν επροσεξεν εις τον λογον του Κυριου, αφηκε τους δουλους αυτου και τα κτηνη αυτου εν τοις αγροις. |
22 E disse lo Signore a Moisè: stendi la mano tua in cielo, acciò che si faccia la gragnola in tutta la terra d'Egitto, sopra tutti gli uomini e sopra gli animali, e sopra le erbe de campi nella terra di Egitto. | 22 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εκτεινον την χειρα σου προς τον ουρανον, και θελει γεινει χαλαζα εφ' ολην την γην της Αιγυπτου, επι ανθρωπους και επι κτηνη και επι παντα χορτον του αγρου εν τη γη της Αιγυπτου. |
23 E Moisè stese la verga nel cielo; e lo Signore mandò li tuoni e la gragnola e le discorrenti saette sopra la terra. E piovve lo Signore la gra gnola sopra la terra d'Egitto. | 23 Και εξετεινεν ο Μωυσης την ραβδον αυτου προς τον ουρανον, και ο Κυριος επεμψε βροντας και χαλαζαν και διετρεχε το πυρ επι την γην? και ο Κυριος εβρεξε χαλαζαν επι την γην της Αιγυπτου? |
24 E la gragnola e lo fuoco mescolato pari mente erano portate; e tanta fu la grandezza della gragnola, quanta innanzi mai apparì in tutta la terra d'Egitto, dal tempo che quella gente fu constituta. | 24 ωστε ητο χαλαζα και πυρ φλογιζον εν τη χαλαζη, χαλαζα βαρεια, οποια δεν εγεινε ποτε εφ' ολην την γην της Αιγυπτου, αφου κατεσταθη εθνος. |
25 E percosse la gragnola in ogni terra di Egitto e ogni cosa ch' era ne' campi, dall'uomo insino all'animale; e tutta l'erba de' campi percosse la gragnola, e ruppe ogni legno. | 25 Και επαταξεν η χαλαζα εν παση τη γη της ιγυπτου παν το εν τοις αγροις, απο ανθρωπου εως κτηνους? και παντα τον χορτον του αγρου επαταξεν η χαλαζα και παντα τα δενδρα του αγρου συνετριψε. |
26 Solamente nella terra Gessen, dove erano li figliuoli d'Israel, la gragnola non cadde. | 26 Μονον εν τη γη Γεσεν, οπου ησαν οι υιοι Ισραηλ, δεν εγεινε χαλαζα. |
27 Mandò Faraone, e chiamò Moisè ed Aaron, dicendo a loro: peccai testè ancora, lo Signore è giusto, ma io e il popolo mio siamo empii. | 27 Τοτε ο Φαραω αποστειλας εκαλεσε τον Μωυσην και τον Ααρων και ειπε προς αυτους, Ταυτην την φοραν ημαρτησα? ο Κυριος ειναι δικαιος? εγω δε και ο λαος μου ειμεθα ασεβεις? |
28 Prega al tuo Signore; e venghino li tuoni di Dio meno e la gragnola, acciò ch' io lasci voi, e più oltre non istiate qui. | 28 δεηθητε του Κυριου, ωστε να παυσωσι του να γινωνται βρονται Θεου και χαλαζα? και εγω θελω σας εξαποστειλει, και δεν θελετε μεινει πλεον. |
29 Disse Moisè: quando mi sarò partito della città, istenderò le palme mie al Signore, e cesserannoci li tuoni, e la gragnola non sarà, acciò che tu sappi che del Signore è la terra. | 29 Και ειπεν ο Μωυσης προς αυτον, καθως εξελθω εκ της πολεως, θελω εκτεινει τας χειρας μου προς τον Κυριον? αι βρονται θελουσι παυσει και χαλαζα δεν θελει εισθαι πλεον? δια να γνωρισης οτι του Κυριου ειναι η γη? |
30 Ma io conosco, che tu nè li servi tuoi non temete ancora lo Signore Iddio. | 30 πλην συ και οι θεραποντες σου, εξευρω οτι ακομη δεν θελετε φοβηθη απο προσωπου Κυριου του Θεου. |
31 Lo lino adunque e l'orzo è magagnato, perciò che l'orzo era già virente, e lo lino avea già le foglie germinate. | 31 Εκτυπηθησαν δε το λιναριον και η κριθη? διοτι η κριθη ητο σταχυωμενη και το λιναριον καλαμωμενον? |
32 Ma lo grano e lo farro non sono magagnati, perciò ch' egli erano serotini. | 32 ο σιτος ομως και η ζεα δεν εκτυπηθησαν, διοτι ησαν οψιμα. |
33 E partitosi Moisè da Faraone della città, istese le mani sue al Signore, e cessarono li tuoni e la gragnola; nè più oltre venne la piova sopra la terra. | 33 Και εξηλθεν ο Μωυσης εξω της πολεως απο του Φαραω και εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον Κυριον? και αι βρονται και η χαλαζα επαυσαν και βροχη δεν εσταξε πλεον επι της γης. |
34 Ma vedendo Faraone, ch' era cessata la piova e la gragnola e li tuoni, aggiunse lo peccato. | 34 Και οτε ειδεν ο Φαραω οτι επαυσεν η βροχη και η χαλαζα και αι βρονται, εξηκολουθησε να αμαρτανη και εσκληρυνε την καρδιαν αυτου, αυτος και οι θεραποντες αυτου. |
35 E ingravoe lo cuore suo e de' servi suoi; e indurato troppo, non lasciò li figliuoli d'Israel, siccome avea comandato lo Signore per la mano di Moisè. | 35 Και εσκληρυνθη η καρδια του Φαραω και δεν εξαπεστειλε τους υιους Ισραηλ, καθως ελαλησε Κυριος δια του Μωυσεως. |