Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 27


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וְכַאֲשֶׁר נִגְמַר הַדִּין כִּי־נַעֲבֹר בָּאֳנִיָּה אֶל־אִיטַלְיָא מָסְרוּ אֶת־פּוֹלוֹס וּמִקְצָת אֲסִירִים אֲחֵרִים אֶל־שַׂר הַמֵּאָה לִגְדוּד אֲגוּסְטוֹס וּשְׁמוֹ יוּלִיּוֹס1 Αφου δε απεφασισθη να αποπλευσωμεν εις την Ιταλιαν, παρεδωκαν τον Παυλον και τινας αλλους δεσμιους εις εκατονταρχον Ιουλιον ονομαζομενον, εκ του ταγματος του Σεβαστου λεγομενου.
2 וַנֵּרֶד אֶל־אֳנִיָּה אַדְרָמִטִּית נְכוֹנָה לָבוֹא עַל־פְּנֵי חוֹף אַסְיָא וַנַּעֲבֹר הַיָּמָּה וַיְהִי אִתָּנוּ אֲרִסְטַרְכוֹס מוּקְדוֹן מִן־תַּסְלוֹנִיקִי2 Και αφου επεβημεν εις πλοιον Αδραμυττηνον, εσηκωθημεν μελλοντες να παραπλευσωμεν τους κατα την Ασιαν τοπους, εχοντες μεθ' ημων Αρισταρχον τον Μακεδονα τον εκ Θεσσαλονικης?
3 וּמִמָּחֳרָת הִגַּעְנוּ אֶל־צִידוֹן וְיוּלִיּוֹס עָשָׂה עִם־פּוֹלוֹס חָסֶד וַיַּנַּח לוֹ לָלֶכֶת אֶל־מְיֻדָּעָיו לְהֵעָזֵר בְּיָדָם3 και την αλλην ημεραν εφθασαμεν εις Σιδωνα? και ο Ιουλιος φιλανθρωπως φερομενος προς τον Παυλον επετρεψεν εις αυτον να υπαγη προς τους φιλους αυτου και να λαβη περιθαλψιν.
4 וַנֵּלֶךְ מִשָּׁם וַנַּעֲבֹר בִּסְבִיבוֹת קַפְרוֹס כִּי הָרוּחוֹת הָיוּ לְנֶגְדֵּנוּ4 Και εκειθεν σηκωθεντες υπεπλευσαμεν την Κυπρον, επειδη ησαν εναντιοι οι ανεμοι,
5 וַנַּעֲבֹר אֶת־הַיָּם אֲשֶׁר לִפְנֵי קִילִיקְיָא וּפַמְפּוּלְיָא וַנָּבֹא אֶל־מוּרָא אֲשֶׁר בְּלוּקְיָא5 και διαπλευσαντες το πελαγος της Κιλικιας και Παμφυλιας, ηλθομεν εις τα Μυρα της Λυκιας.
6 וַיִּמְצָא־שָׁם שַׂר הַמֵּאָה אֳנִיָּה אֲלֶכְסַנְדְּרִית בָּאָה לְאִיטַלְיָא וַיַּעֲבִירֵנוּ לְתוֹכָהּ6 Και εκει ευρων ο εκατονταρχος πλοιον Αλεξανδρινον, το οποιον επλεεν εις την Ιταλιαν, επεβιβασεν ημας εις αυτο?
7 וְהָאֳנִיָּה הָלְכָה בִּכְבֵדוּת יָמִים רַבִּים וְאַחֲרֵי אֲשֶׁר יָגַעְנוּ וּבָאנוּ אֶל־מוּל קְנִידוֹס לֹא הִנִּיחָנוּ הָרוּחַ לַחְתֹּר אֶל־הַיַּבָּשָׁה וַנַּעֲבֹר מִצַּד לִקְרֵיטִי עַל־פְּנֵי הַר סַלְמוֹנִי7 βραδυπλοουντες δε ικανας ημερας και μολις φθασαντες εις την Κνιδον, επειδη δεν μας αφινεν ο ανεμος, υπεπλευσαμεν την Κρητην κατα την Σαλμωνην,
8 וְאַחֲרֵי אֲשֶׁר עָבַרְנוּ בִּתְלָאוֹת בָּאנוּ לְמָקוֹם אֶחָד הַנִּקְרָא קָלִילִמְנִי אֲשֶׁר קְרוֹבָה לוֹ עִיר וּשְׁמָהּ לַסִּיָּא8 και μολις παραπλευσαντες αυτην, ηλθομεν εις τοπον τινα ονομαζομενον Καλους Λιμενας, πλησιον του οποιου ητο η πολις Λασαια.
9 וַיְהִי מִקֵּץ יָמִים רַבִּים כַּאֲשֶׁר בָּאָה עֵת הַסַּכָּנָה לְיֹרְדֵי הַיָּם כִּי גַם־הַצּוֹם כְּבָר עָבָר וַיַּזְהֵר אֹתָם פּוֹלוֹס9 Επειδη δε παρηλθεν ικανος καιρος και ο πλους ητο ηδη επικινδυνος, διοτι και η νηστεια ειχεν ηδη παρελθει, συνεβουλευεν ο Παυλος,
10 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אֲנָשִׁים רֹאֶה אֲנִי כִּי הֲלִיכָתֵנוּ תִּהְיֶה אַךְ־מְרִי וְנֶזֶק גָּדוֹל לֹא לְבַד לַמַּעֲמָסָה וְלָאֳנִיָּה כִּי אִם־גַּם לְנַפְשׁוֹתֵינוּ10 λεγων προς αυτους? Ανδρες, βλεπω οτι ο πλους μελλει να γεινη με κακοπαθειαν και πολλην ζημιαν ουχι μονον του φορτιου και του πλοιου, αλλα και των ψυχων ημων.
11 וְשַׂר הַמֵּאָה לֹא־שָׁמַע אֶל־דִּבְרֵי פוֹלוֹס כִּי אִם־אֶל־רַב הַחֹבֵל וְאֶל־בַּעַל הָאֳנִיָּה11 Αλλ' ο εκατονταρχος επειθετο μαλλον εις τον κυβερνητην και εις τον ναυκληρον παρα εις τα υπο του Παυλου λεγομενα.
12 וּבַאֲשֶׁר הַחוֹף אֵינֶנּוּ טוֹב לַעֲמָד־בּוֹ בִּימֵי הַסְּתָיו יָעֲצוּ הָרַבִּים לַעֲבֹר מִשָּׁם לֵאמֹר אוּלַי נוּכַל הַגִּיעַ לְפֵינִיכַס וְיָשַׁבְנוּ שָׁם בִּימֵי הַסְּתָו וְהוּא חוֹף בִּקְרֵיטִי פּוֹנֶה דֶּרֶךְ הַדָּרוֹם מַעֲרָבָה וְדֶרֶךְ הַצָּפוֹן מַעֲרָבָה12 Και επειδη ο λιμην δεν ητο επιτηδειος εις παραχειμασιαν, οι πλειοτεροι εγνωμοδοτησαν να σηκωθωσι και εκειθεν, ωστε φθασαντες αν ηδυναντο εις Φοινικα, λιμενα της Κρητης βλεποντα προς τον λιβα ανεμον και προς τον χωρον, να παραχειμασωσιν εκει.
13 וְרוּחַ נשֶׁבֶת לְאַט מִדָּרוֹם וַיַּחְשְׁבוּ כִּי־תִצְלַח עֲצָתָם בְּיָדָם וַיַּעֲלוּ הָעוֹגִין וַיַּעַבְרוּ לְעֻמַּת שְׂפַת קְרֵיטִי13 Και οτε επνευσεν ολιγον νοτος, νομισαντες οτι επετυχον του σκοπου, ανεσυραν την αγκυραν και παρεπλεον πλησιον την Κρητην.
14 וַיְהִי כִמְעַט אַחֲרֵי כֵן וַתִּפְגַּע־בָּהּ רוּחַ נַחֲשֹׁל הַנִּקְרָאָה אַוְרִיקְלִידוֹן14 Πλην μετ' ολιγον προσεβαλε κατ' αυτης ανεμος τυφωνικος ο λεγομενος Ευροκλυδων.
15 וַתְּטֹרַף הָאֳנִיָּה וְלֹא־יָכְלָה לַעֲמֹד נֶגֶד הָרוּחַ וַנֶּרֶף יָדֵינוּ מִמֶּנָּה וַנִּנָּדֵף15 Και επειδη το πλοιον συνηρπασθη και δεν ηδυνατο να αντεχη προς τον ανεμον, αφεθεντες εφερομεθα.
16 וַתָּרָץ הָאֳנִיָּה אֶל־עֵבֶר אִי־קָטֹן הַנִּקְרָא קְלוּדָה וְכִמְעַט לֹא יָכֹלְנוּ לֶאֱחֹז הָעֲבָרָה16 Και τρεξαντες υπο νησιδιον τι ονομαζομενον Κλαυδην, μολις ηδυνηθημεν να βαλωμεν εις την εξουσιαν μας την λεμβον,
17 וְאַחֲרֵי מָשְׁכָם אוֹתָהּ אֲלֵיהֶם וַיִּקְחוּ לְעֵזֶר אֶת־כָּל־אֲשֶׁר הִשִּׂיגָה יָדָם וַיַּחְבְּשׁוּ אֶת־דָּפְנֵי הָאֳנִיָּה וּמִיִּרְאָתָם פֶּן־יִפְּלוּ אֶל־בֵּין רֻכְסֵי הַחוֹל הוֹרִידוּ אֶת־כְּלֵי הַמִּפְרָשׂ וְכֹה נִדָּפוּ17 την οποιαν αφου ανελαβον μετεχειριζοντο βοηθηματα, ζωνοντες υποκατωθεν το πλοιον? και φοβουμενοι μη εκπεσωσιν εις την Συρτιν, κατεβιβασαν τα πανια και εφεροντο ουτως.
18 וַיְהִי הַסַּעַר הוֹלֵךְ וְסֹעֵר עָלֵינוּ וּמִמָּחֳרָת הֵטִילוּ אֶת־הַמַּעֲמָסָה אֶל־הַיָּם18 Και επειδη εχειμαζομεθα σφοδρως, την ακολουθον ημεραν εκαμνον χυσιν,
19 וּבַיּוֹם הַשְּׁלִישִׁי הֵטַלְנוּ בְיָדֵינוּ אֶת־כְּלֵי הָאֳנִיָּה אֶל־הַיָּם19 και την τριτην με τας ιδιας ημων χειρας ερριψαμεν τα σκευη του πλοιου?
20 וַיְהִי יָמִים רַבִּים גַּם־הַשֶּׁמֶשׁ גַּם־הַכּוֹכָבִים לֹא נִרְאוּ וְהַסְּעָרָה חָזְקָה עָלֵינוּ עַד־מְאֹד וַתִּכָּרֵת מִמֶּנּוּ כָּל־תִּקְוַת יְשׁוּעָה20 και επειδη δια πολλων ημερων δεν εφαινοντο ουτε ηλιος ουτε αστρα, και χειμων βαρυς επεκειτο, πασα ελπις σωτηριας αφηρειτο πλεον αφ' ημων.
21 וּפוֹלוֹס עָמַד בְּתוֹכָם אַחֲרֵי הַאֲרִיכָם בַּצּוֹם וַיֹּאמַר אֲנָשִׁים לוּ שְׁמַעְתֶּם אֵלַי וְלֹא יְצָאתֶם מִקְּרֵיטִי כִּי אָז לֹא קָרָנוּ הַנֶּזֶק הַזֶּה בְּמֶרְיְכֶם21 Μετα δε πολυημερον ασιτιαν σταθεις ο Παυλος εν τω μεσω αυτων, ειπεν? Επρεπεν, ω ανδρες, να μου υπακουσητε και να μη σηκωθητε απο της Κρητης και ουτως ηθελομεν αποφυγει την κακοπαθειαν ταυτην και την ζημιαν.
22 וְעַתָּה אֲנִי אֹמֵר אֲלֵיכֶם חִזְקוּ וְאִמְצוּ כִּי לֹא־תֹאבַד נֶפֶשׁ מִכֶּם בִּלְתִּי הַסְּפִינָה לְבַדָּהּ22 Αλλα και ηδη σας παραινω να εχητε θαρρος? διοτι εξ υμων ουδεμια ψυχη δεν θελει χαθη, ειμη μονον το πλοιον.
23 כִּי־בַלַּיְלָה הַזֶּה נִצַּב עָלַי מַלְאַךְ הָאֱלֹהִים אֲשֶׁר־לוֹ אָנֹכִי וַאֲשֶׁר אֲנִי עֹבֵד אֹתוֹ23 Διοτι την νυκτα ταυτην εφανη εις εμε αγγελος του Θεου, του οποιου ειμαι, τον οποιον και λατρευω,
24 וַיֹּאמַר אַל־תִּירָא פוֹלוֹס עָלֶיךָ עוֹד לַעֲמֹד לִפְנֵי הַקֵּיסָר וְעַתָּה הִנֵּה נָתַן־לְךָ הָאֱלֹהִים אֶת־כָּל־הַהֹלְכִים אִתְּךָ בָּאֳנִיָּה24 λεγων? μη φοβου, Παυλε? πρεπει να παρασταθης ενωπιον του Καισαρος? και ιδου, ο Θεος σοι εχαρισε παντας τους πλεοντας μετα σου.
25 עַל־כֵּן אֲנָשִׁים חִזְקוּ וְאִמְצוּ כִּי מַאֲמִין אֲנִי לֵאלֹהִים כִּי־כֵן יִהְיֶה כַּאֲשֶׁר נֶאֱמַר אֵלָי25 Δια τουτο θαρρειτε, ανδρες? διοτι πιστευω εις τον Θεον οτι ουτω θελει γεινει, καθ' ον τροπον ελαληθη προς εμε.
26 אַךְ הָשְׁלֵךְ נֻשְׁלַךְ אֶל־אַחַד הָאִיִּים26 Πρεπει δε να πεσωμεν εις νησον τινα.
27 וַיְהִי כְּבוֹא לֵיל אַרְבָּעָה עָשָׂר לְטִלְטוּלֵנוּ בְּיַם אַדְרִיָּה כַּחֲצוֹת הַלַּיְלָה וַיַּחְשְׁבוּ הַמַּלָּחִים כִּי־קָרְבָה לָהֶם יַבָּשֶׁת27 Οτε δε ηλθεν η δεκατη τεταρτη νυξ, ενω παρεφερομεθα εν τη Αδριατικη θαλασση, περι το μεσον της νυκτος εσυμπεραινον οι ναυται οτι πλησιαζουσιν εις τοπον τινα.
28 וַיּוֹרִידוּ אֶת־הָאֲנָךְ וַיִּמְצְאוּ עֹמֶק הַיָּם עֶשְׂרִים קוֹמָה וַיַּעַבְרוּ מְעַט וַיּוֹסִיפוּ לְהוֹרִיד אֶת־הָאֲנָךְ וַיִּמְצְאוּ קוֹמוֹת חֲמֵשׁ עֶשְׂרֵה28 Και ριψαντες την βολιδα ευρον εικοσι οργυιας, και αφου επροχωρησαν ολιγον διαστημα, ριψαντες και παλιν την βολιδα ευρον οργυιας δεκαπεντε?
29 וַיִּירְאוּ פֶּן־יִפְגְּעוּ בְּשִׁנֵּי הַסְּלָעִים וַיַּשְׁלִיכוּ מֵעַל־אֲחוֹרֵי הָאֳנִיָּה אַרְבָּעָה עוֹגִינִים אֶל־הַיָּם וַיִּכְסְפוּ לְאוֹר הַיּוֹם29 και φοβουμενοι μηπως πεσωμεν εξω εις τραχεις τοπους, ριψαντες τεσσαρας αγκυρας απο της πρυμνης, ηυχοντο να γεινη ημερα.
30 וְהַמַּלָּחִים בִּקְשׁוּ לִבְרֹחַ מִן־הָאֳנִיָּה וַיּוֹרִידוּ אֶת־הָעֲבָרָה אֶל־הַיָּם בְּאָמְרָם כִּי יֵשׁ אֶת־נַפְשָׁם לְשַׁלֵּחַ עוֹגִינִים גַּם־מֵרֹאשׁ הָאֳנִיָּה30 Επειδη δε οι ναυται εζητουν να φυγωσιν εκ του πλοιου και κατεβιβασαν την λεμβον εις την θαλασσαν, επι προφασει οτι εμελλον να εκτεινωσιν αγκυρας εκ της πρωρας,
31 וַיֹּאמֶר פּוֹלוֹס אֶל־שַׂר הַמֵּאָה וְאֶל־אַנְשֵׁי הַצָּבָא לֵאמֹר אִם־אֵלֶּה לֹא־יֵשְׁבוּ אִתָּנוּ בָּאֳנִיָּה לֹא תוּכְלוּ אַתֶּם לְהִוָּשֵׁעַ31 ο Παυλος ειπε προς τον εκατονταρχον και προς τους στρατιωτας? Εαν ουτοι δεν μεινωσιν εν τω πλοιω, σεις δεν δυνασθε να σωθητε.
32 וַיְקַצְּצוּ אַנְשֵׁי הַצָּבָא אֶת־חַבְלֵי הָעֲבָרָה וַיִּתְּנוּהָ לִנְפּוֹל32 Τοτε οι στρατιωται απεκοψαν τα σχοινια της λεμβου και αφηκαν αυτην να πεση εξω.
33 וְהַבֹּקֶר טֶרֶם יֵאוֹר וּפוֹלוֹס מְבַקֵּשׁ מִכֻּלָּם לִטְעָם־לֶחֶם לֵאמֹר הַיּוֹם יוֹם אַרְבָּעָה עָשָׂר אֲשֶׁר חִכִּיתֶם צָמִים וְלֹא טְעַמְתֶּם מְאוּמָה33 Εως δε να εξημερωση, ο Παυλος παρεκαλει παντας να λαβωσι τροφην τινα, λεγων? Δεκατεσσαρας ημερας σημερον προσδοκωντες διαμενετε νηστικοι, και δεν εφαγετε ουδεν.
34 עַל־כֵּן קֹרֵא אֲנִי אֶתְכֶם לִטְעֹם לֶחֶם כִּי הוּא לְמִחְיַתְכֶם כִּי אִישׁ אִישׁ מִכֶּם לֹא־יִפֹּל מִשַּׂעֲרַת רֹאשׁוֹ אָרְצָה34 Δια τουτο σας παρακαλω να λαβητε τροφην? διοτι τουτο ειναι αναγκαιον προς την σωτηριαν σας? επειδη ουδενος απο σας δεν θελει πεσει θριξ εκ της κεφαλης.
35 הוּא דִבֶּר אֶת־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה וְהוּא לָקַח אֶת־הַלֶּחֶם וַיּוֹדֶה לֵאלֹהִים לִפְנֵי כֻלָּם וַיִּבְצַע וַיָּחֶל לֶאֱכֹל35 Αφου δε ειπε ταυτα και ελαβεν αρτον, ευχαριστησε τον Θεον ενωπιον παντων και κοψας ηρχισε να τρωγη.
36 וַיֶּאֱמַץ לֵב כֻּלָּם וַיִּטְעֲמוּ־אֹכֶל גַּם־הֵמָּה36 Λαβοντες δε παντες θαρρος, ελαβον και αυτοι τροφην?
37 וַאֲנַחְנוּ כָּל־נֶפֶשׁ אֲשֶׁר בָּאֳנִיָּה מָאתַיִם וְשִׁבְעִים וָשֵׁשׁ37 ημεθα δε εν τω πλοιω ψυχαι ολαι διακοσιαι εβδομηκοντα εξ.
38 וַיֹּאכְלוּ לְשָׂבְעָה וַיָּקֵלּוּ מֵעַל־הָאֳנִיָּה וַיָּטִילוּ אֶת־הַצֵּדָה אֶל־הַיָּם38 Αφου δε εχορτασθησαν απο τροφης ελαφρυνον το πλοιον, ριπτοντες τον σιτον εις την θαλασσαν.
39 הַבֹּקֶר אוֹר וְלֹא הִכִּירוּ אֶת־הָאָרֶץ אֲבָל רָאוּ כְּמִפְרָץ וְחוֹף לוֹ וַיִּוָּעֲצוּ לְנַהֵג אֵלָיו אֶת־הָאֳנִיָּה אִם־יוּכָלוּ39 Και οτε εγεινεν ημερα, δεν εγνωριζον την γην, παρετηρουν ομως κολπον τινα εχοντα αιγιαλον, εις τον οποιον εβουλευθησαν, αν ηδυναντο, να εξωσωσι το πλοιον.
40 וַיְגַדְּעוּ אֶת־הָעוֹגִינִים וַיַּעַזְבוּם לַיָּם וַיַּתִּירוּ גַּם־אֶת־מֵיתְרֵי הַהֶגֶה וַיִּפְרְשֹוּ מִפְרַשׂ הַתֹּרֶן אֶל־פְּנֵי הָרוּחַ וַיְבַקְשׁוּ לָבֹא אֶל־הַחוֹף40 Και κοψαντες τας αγκυρας, αφηκαν το πλοιον εις την θαλασσαν, λυσαντες ενταυτω τους δεσμους των πηδαλιων, και υψωσαντες τον αρτεμονα προς τον ανεμον, κατηυθυνοντο εις τον αιγιαλον.
41 וַיִּפְגְּעוּ בְמָקוֹם אֲשֶׁר הַיָּם מִשְּׁנֵי עֲבָרָיו וַתִּדְבַּק־בּוֹ הָאֳנִיָּה וַתַּעֲמֹד רֹאשָׁהּ לֹא יִנּוֹעַ וַאֲחוֹרֶיהָ נִשְׁבְּרוּ מִשְּׁאוֹן הַגַּלִּים41 Περιπεσοντες δε εις τοπον, οπου συνηρχοντο δυο θαλασσαι, ερριψαν εξω το πλοιον, και η μεν πρωρα εκαθησε και εμεινεν ασαλευτος, η δε πρυμνη διελυετο υπο της βιας των κυματων.
42 וַתְּהִי עֲצַת אַנְשֵׁי הַצָּבָא לְהָמִית אֶת־הָאֲסִירִים פֶּן־יִשְׂחֶה אִישׁ מֵהֶם וְיִמָּלֵט42 Εβουλευθησαν δε οι στρατιωται να θανατωσωσι τους δεσμιους, δια να μη φυγη μηδεις κολυμβησας.
43 וְשַׂר הַמֵּאָה חָפֵץ לְהַצִּיל אֶת־פּוֹלוֹס וַיָּנֵא אֶת־עֲצָתָם וַיֹּאמֶר מִי יֹדֵעַ לִשְׂחוֹת יֵרֵד וְיַעֲבֹר לַיַּבָּשָׁה בָּרִאשֹׁנָה וְהַנִּשְׁאָרִים אֵלֶּה עַל־קְרָשִׁים וְאֵלֶּה עַל־שִׁבְרֵי הָאֳנִיָּה43 Αλλ' ο εκατονταρχος, θελων να διασωση τον Παυλον, εμποδισεν αυτους απο του σκοπου και προσεταξεν, οσοι ηδυναντο να κολυμβωσι να ριφθωσι πρωτοι και να εκβωσιν εις την γην,
44 וַיְהִי־כֵן וַיִּמָּלְטוּ כֻלָּם אֶל־הַיַּבָּשָׁה44 οι δε λοιποι αλλοι μεν επι σανιδων, αλλοι δε επι τινων λειψανων του πλοιου, και ουτω διεσωθησαν παντες εις την γην.