Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Seconda lettera ai Corinzi (מכתב שני לקורינתים) 14


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 בָּעֵת הַהִיא שָׁמַע הוֹרְדוֹס שַׂר־רֹבַע הַמְּדִינָה אֵת שֵׁמַע יֵשׁוּעַ1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηκουσεν Ηρωδης ο τετραρχης την φημην του Ιησου
2 וַיֹּאמֶר אֶל־נְעָרָיו זֶה הוּא יוֹחָנָן הַמַּטְבִּיל וְהוּא קָם מִן־הַמֵּתִים עַל־כֵּן הַגְּבוּרוֹת פֹּעֲלוֹת בּוֹ2 και ειπε προς τους δουλους αυτου? Ουτος ειναι Ιωαννης ο Βαπτιστης? αυτος ηγερθη απο των νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
3 כִּי הוֹרְדוֹס תָּפַשׂ אֶת־יוֹחָנָן וַיַּאַסְרֵהוּ וַיְשִׂימֵהוּ בְּבֵית הַסֹּהַר בִּגְלַל הוֹרוֹדְיָה אֵשֶׁת פִילִפּוֹס אָחִיו3 Διοτι ο Ηρωδης συλλαβων τον Ιωαννην εδεσεν αυτον και εβαλεν εν φυλακη δια Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου.
4 כִּי יוֹחָנָן אָמַר אֵלָיו לֹא נָכוֹן הֱיוֹתָהּ לְךָ לְאִשָּׁה4 Διοτι ελεγε προς αυτον ο Ιωαννης? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης αυτην.
5 וַיְבַקֵּשׁ הֲמִיתוֹ אַךְ יָרֵא אֶת־הֶהָמוֹן כִּי לְנָבִיא חָשְׁבוּ אֹתוֹ5 Και θελων να θανατωση αυτον εφοβηθη τον οχλον, διοτι ειχον αυτον ως προφητην.
6 וַיְהִי בְּיוֹם הֻלֶּדֶת הוֹרְדוֹס וַתְּרַקֵּד בַּת־הוֹרוֹדְיָה בְּתוֹכָם וַתִּיטַב בְּעֵינֵי הוֹרְדוֹס6 Οτε δε ετελουντο τα γενεθλια του Ηρωδου, εχορευσεν η θυγατηρ της Ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν εις τον Ηρωδην?
7 וַיִּשָּׁבַע לָהּ וַיֹּאמַר מַה־תִּשְׁאַל נַפְשֵׁךְ וְאֶתֵּן לָךְ7 οθεν μεθ' ορκου ωμολογησεν εις αυτην να δωση ο, τι αν ζητηση.
8 וְאִמָּהּ שָׂמָה אֶת־הַדְּבָרִים בְּפִיהָ וַתִּשְׁאַל לֵאמֹר תְּנָה־לִּי פֹה בַּקְּעָרָה אֶת־רֹאשׁ יוֹחָנָן הַמַּטְבִּיל8 Η δε, παρακινηθεισα υπο της μητρος αυτης, Δος μοι, λεγει, εδω επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
9 וַיֵּעָצֵב הַמֶּלֶךְ אַךְ בַּעֲבוּר הַשְּׁבוּעָה וְהַמְסֻבִּים עִמּוֹ צִוָּה לָתֵת לָהּ9 Και ελυπηθη ο βασιλευς, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους προσεταξε να δοθη,
10 וַיִּשְׁלַח וַיִּשָּׂא אֶת־רֹאשׁ יוֹחָנָן מֵעָלָיו בְּבֵית הַסֹּהַר10 και πεμψας απεκεφαλισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
11 וַיָּבִיאוּ אֶת־רֹאשׁוֹ בַּקְּעָרָה וַיִּתְּנוּ לַנַּעֲרָה וַתְּבִיאֵהוּ אֶל־אִמָּהּ11 Και εφερθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη εις το κορασιον, και εφερεν αυτην προς την μητερα αυτης.
12 וַיִּגְּשׁוּ תַּלְמִידָיו וַיִּשְׂאוּ אֶת־גְּוִיָּתוֹ וַיִּקְבְּרוּהָ וַיֵּלְכוּ וַיַּגִּידוּ לְיֵשׁוּעַ12 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εσηκωσαν το σωμα και εθαψαν αυτο, και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εις τον Ιησουν.
13 וַיְהִי כְּשָׁמְעוֹ אֶת־זֹאת וַיָּסַר מִשָּׁם בָּאֳנִיָּה אֶל־מְקוֹם חָרְבָּה לְבָדָד וַיִּשְׁמְעוּ הֲמוֹן הָעָם וַיֵּלְכוּ אַחֲרָיו בְּרַגְלֵיהֶם מִן־הֶעָרִים13 Και ακουσας ο Ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ' ιδιαν? και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτον πεζοι απο των πολεων.
14 וַיֵּצֵא יֵשׁוּעַ וַיַּרְא הֲמוֹן עַם רָב וַיֶּהֱמוּ מֵעָיו עֲלֵיהֶם וַיְרַפֵּא אֶת־הַחַלָּשִׁים אֲשֶׁר בָּהֶם14 Και οτε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους και εθεραπευσε τους αρρωστους αυτων.
15 וַיְהִי לִפְנוֹת עֶרֶב וַיִּגְּשׁוּ אֵלָיו תַּלְמִידָיו וַיֹּאמְרוּ הַמָּקוֹם חָרֵב וְגַם־נָטָה הַיּוֹם שַׁלְּחָה אֶת־הֲמוֹן הָעָם וְיֵלְכוּ אֶל־הַכְּפָרִים לִקְנוֹת לָהֶם אֹכֶל15 Οτε δε εγεινεν εσπερα, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ερημος ειναι ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν? απολυσον τους οχλους, δια να υπαγωσιν εις τας κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους τροφας.
16 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אֵינָם צְרִיכִים לָלֶכֶת תְּנוּ־אַתֶּם לָהֶם לֶאֱכֹל16 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν να υπαγωσι? δοτε εις αυτους σεις να φαγωσιν.
17 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֵין־לָנוּ פֹה כִּי אִם־חֲמֵשֶׁת כִּכְּרוֹת־לֶחֶם וּשְׁנֵי דָגִים17 Οι δε λεγουσι προς αυτον? Δεν εχομεν εδω ειμη πεντε αρτους και δυο οψαρια.
18 וַיֹּאמַר הֲבִיאוּם אֵלַי הֲלֹם18 Ο δε ειπε? Φερετε μοι αυτα εδω.
19 וַיְצַו אֶת־הָעָם לָשֶׁבֶת עַל־הַדֶּשֶׁא וַיִּקַּח אֶת־חֲמֵשֶׁת כִּכְּרוֹת־הַלֶּחֶם וְאֶת־שְׁנֵי הַדָּגִים וַיִּשָּׂא עֵינָיו הַשָּׁמַיְמָה וַיְבָרֶךְ וַיִּפְרֹס וַיִּתֵּן אֶת־הַלֶּחֶם לַתַּלְמִידִים וְהַתַּלְמִידִים נָתְנוּ לָעָם19 Και προσταξας τους οχλους να καθησωσιν επι τα χορτα, και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησε, και κοψας εδωκεν εις τους μαθητας τους αρτους, οι δε μαθηται εις τους οχλους.
20 וַיֹּאכְלוּ כֻלָּם וַיִּשְׂבָּעוּ וַיִּשְׂאוּ מִן־הַפְּתוֹתִים הַנּוֹתָרִים שְׁנֵים עָשָׂר סַלִּים מְלֵאִים20 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων, δωδεκα κοφινους πληρεις.
21 וְהָאֹכְלִים הָיוּ כַּחֲמֵשֶׁת אַלְפֵי אִישׁ מִלְּבַד הַנָּשִׁים וְהַטָּף21 οι δε τρωγοντες ησαν εως πεντακισχιλιοι ανδρες, εκτος γυναικων και παιδιων.
22 וַיָּאֶץ יֵשׁוּעַ בְּתַלְמִידָיו לָרֶדֶת בָּאֳנִיָּה לַעֲבֹר לְפָנָיו אֶל־עֵבֶר הַיָּם עַד אֲשֶׁר־יְשַׁלַּח אֶת־הָעָם22 Και ευθυς ηναγκασεν ο Ιησους τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να υπαγωσι προ αυτου εις το περαν, εωσου απολυση τους οχλους.
23 וְאַחֲרֵי שַׁלְּחוֹ אֶת־הָעָם עָלָה הָהָרָה בָּדָד לְהִתְפַּלֵּל וַיְהִי־עֶרֶב וְהוּא לְבַדּוֹ שָׁמָּה23 Και αφου απελυσε τους οχλους, ανεβη εις το ορος κατ' ιδιαν δια να προσευχηθη. Και οτε εγεινεν εσπερα, ητο μονος εκει.
24 וְהָאֳנִיָּה הָלְכָה בְּתוֹךְ הַיָּם וַתְּטֹרַף מִן־הַגַּלִּים כִּי הָרוּחַ לְנֶגְדָּהּ24 Το δε πλοιον ητο ηδη εν τω μεσω της θαλασσης, βασανιζομενον υπο των κυματων? διοτι ητο εναντιος ο ανεμος.
25 וַיְהִי בָּאַשְׁמֹרֶת הָרְבִיעִית וַיָּבֹא אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ מִתְהַלֵּךְ עַל־פְּנֵי הַיָּם25 Εν δε τη τεταρτη φυλακη της νυκτος υπηγε προς αυτους ο Ιησους, περιπατων επι την θαλασσαν.
26 וְהַתַּלְמִידִים בִּרְאֹתָם אוֹתוֹ מִתְהַלֵּךְ עַל־פְּנֵי הַיָּם נִבְהֲלוּ לֵאמֹר מַרְאֵה־רוּחַ הוּא וַיִּצְעֲקוּ מִפָּחַד26 Και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα, εταραχθησαν, λεγοντες οτι φαντασμα ειναι, και απο του φοβου εκραξαν.
27 וַיְדַבֵּר יֵשׁוּעַ פִּתְאֹם אֲלֵיהֶם חִזְקוּ כִּי־אֲנִי הוּא אַל־תִּירָאוּ27 Ευθυς δε ελαλησε προς αυτους ο Ιησους λεγων? Θαρσειτε, εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
28 וַיַּעַן פֶּטְרוֹס וַיֹּאמֶר אֵלָיו אִם־אַתָּה הוּא אֲדֹנִי צַוֵּה־נָא כִּי־אָבֹא אֵלֶיךָ עַל־הַמָּיִם28 Αποκριθεις δε προς αυτον ο Πετρος ειπε? Κυριε, εαν ησαι συ, προσταξον με να ελθω προς σε επι τα υδατα.
29 וַיֹּאמֶר בּוֹא וַיֵּרֶד פֶּטְרוֹס מִן־הָאֳנִיָּה וַיִּתְהַלֵּךְ עַל־הַמַּיִם לָבוֹא אֶל־יֵשׁוּעַ29 Ο δε ειπεν, Ελθε. Και καταβας απο του πλοιου ο Πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα, δια να ελθη προς τον Ιησουν.
30 וַיְהִי כִּרְאֹתוֹ אֶת־הָרוּחַ כִּי חֲזָקָה הִיא וַיִּירָא וַיָּחֶל לִטְבֹּעַ וַיִּצְעַק לֵאמֹר אֲדֹנִי הוֹשִׁיעֵנִי30 Βλεπων ομως τον ανεμον δυνατον εφοβηθη, και αρχισας να καταποντιζηται, εκραξε λεγων? Κυριε, σωσον με.
31 וַיְמַהֵר יֵשׁוּעַ לִשְׁלֹחַ אֶת־יָדוֹ וַיַּחֲזֶק־בּוֹ וַיֹּאמֶר אֵלָיו קְטֹן הָאֱמוּנָה לָמָּה חָלַק לִבֶּךָ31 Και ευθυς ο Ιησους εκτεινας την χειρα επιασεν αυτον και λεγει προς αυτον? Ολιγοπιστε, εις τι εδιστασας;
32 הֵם עָלוּ אֶל־הָאֳנִיָּה וְהָרוּחַ שָׁכָכָה32 Και αφου εισηλθον εις το πλοιον, επαυσεν ο ανεμος?
33 וְאַנְשֵׁי הָאֳנִיָּה נִגְּשׁוּ וַיִּשְׁתַּחֲווּ־לוֹ לֵאמֹר בֶּאֱמֶת בֶּן אֱלֹהִים אָתָּה33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτον, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος εισαι.
34 וַיַּעַבְרוּ אֶת־הַיָּם וַיָּבֹאוּ אַרְצָה גִנֵּיסַר34 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ.
35 וַיַּכִּירוּ אֹתוֹ אַנְשֵׁי הַמָּקוֹם הַהוּא וַיִּשְׁלְחוּ אֶל־כָּל־סְבִיבוֹתֵיהֶם וַיָּבִיאוּ אֵלָיו אֵת כָּל־הַחוֹלִים35 Και γνωρισαντες αυτον οι ανθρωποι του τοπου εκεινου, απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας,
36 וַיְבַקְשׁוּ מִמֶּנּוּ כִּי יִגְּעוּ רַק בִּכְנַף בִּגְדוֹ וְכָל־הַנֹּגְעִים נוֹשָׁעוּ36 και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι μονον το ακρον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγισαν ιατρευθησαν.