Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Genesis 37


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 Jacob settled in the land where his father had stayed, the land of Canaan.1 Κατωκησε δε ο Ιακωβ εν τη γη, εν η παρωκησεν ο πατηρ αυτου, εν τη γη Χανααν.
2 This is his family history. When Joseph was seventeen years old, he was tending the flocks with his brothers; he was an assistant to the sons of his father's wives Bilhah and Zilpah, and he brought his father bad reports about them.2 Αυτη ειναι γενεαλογια του Ιακωβ. Ο Ιωσηφ, νεος ων ετων δεκαεπτα, εποιμαινε τα προβατα μετα των αδελφων αυτου, των υιων της Βαλλας και των υιων της Ζελφας, των γυναικων του πατρος αυτου? και ανεφερεν ο Ιωσηφ προς τον πατερα αυτων την κακην αυτων φημην.
3 Israel loved Joseph best of all his sons, for he was the child of his old age; and he had made him a long tunic.3 Ο δε Ισραηλ ηγαπα τον Ιωσηφ υπερ παντας τους υιους αυτου, διοτι ητο υιος του γηρατος αυτου? και εκαμεν εις αυτον χιτωνα ποικιλοχρωμον.
4 When his brothers saw that their father loved him best of all his sons, they hated him so much that they would not even greet him.4 Βλεποντες δε οι αδελφοι αυτου, οτι αυτον ηγαπα ο πατηρ αυτων υπερ παντας τους αδελφους αυτου, εμισησαν αυτον και δεν ηδυναντο να ομιλωσι προς αυτον ειρηνικως.
5 Once Joseph had a dream, which he told to his brothers:5 Ενυπνιασθεις δε ο Ιωσηφ ενυπνιον, διηγηθη αυτο εις τους αδελφους αυτου? και εμισησαν αυτον ετι μαλλον.
6 "Listen to this dream I had.6 Και ειπε προς αυτους, Ακουσατε, παρακαλω, το ενυπνιον τουτο το οποιον ενυπνιασθην.
7 There we were, binding sheaves in the field, when suddenly my sheaf rose to an upright position, and your sheaves formed a ring around my sheaf and bowed down to it."7 Ιδου, ημεις εδενομεν δεματια εν μεσω της πεδιαδος? και ιδου, εσηκωθη το ιδικον μου δεματιον και εσταθη ορθιον? και ιδου, τα ιδικα σας δεματια περιστραφεντα προσεκυνησαν το ιδικον μου δεματιον.
8 "Are you really going to make yourself king over us?" his brothers asked him. "Or impose your rule on us?" So they hated him all the more because of his talk about his dreams.8 Ειπον δε προς αυτον οι αδελφοι αυτου, Βασιλευς θελεις γεινει εφ' ημας; η κυριος θελεις γεινει εις ημας; Και εμισησαν αυτον ετι μαλλον δια τα ενυπνια αυτου και δια τους λογους αυτου.
9 Then he had another dream, and this one, too, he told to his brothers. "I had another dream," he said; "this time, the sun and the moon and eleven stars were bowing down to me."9 Ενυπνιασθη δε και αλλο ενυπνιον, και διηγηθη αυτο προς τους αδελφους αυτου? και ειπεν, Ιδου, ενυπνιασθην αλλο ενυπνιον? και ιδου, ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες με προσεκυνουν.
10 When he also told it to his father, his father reproved him. "What is the meaning of this dream of yours?" he asked. "Can it be that I and your mother and your brothers are to come and bow to the ground before you?"10 Και διηγηθη αυτο προς τον πατερα αυτου και προς τους αδελφους αυτου και επεπληξεν αυτον ο πατηρ αυτου και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ενυπνιον τουτο, το οποιον ενυπνιασθης; αραγε θελομεν ελθει, εγω και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου, δια να σε προσκυνησωμεν εως εδαφους;
11 So his brothers were wrought up against him but his father pondered the matter.11 Και εφθονησαν αυτον οι αδελφοι αυτου? ο δε πατηρ αυτου εφυλαττε τον λογον.
12 One day, when his brothers had gone to pasture their father's flocks at Shechem,12 Και υπηγαν οι αδελφοι αυτου να βοσκησωσι τα προβατα του πατρος αυτων εις Συχεμ.
13 Israel said to Joseph, "Your brothers, you know, are tending our flocks at Shechem. Get ready; I will send you to them." "I am ready," Joseph answered.13 Και ειπεν ο Ισραηλ προς τον Ιωσηφ, δεν βοσκουσιν οι αδελφοι σου εν Συχεμ; ελθε να σε στειλω προς αυτους. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.
14 "Go then," he replied; "see if all is well with your brothers and the flocks, and bring back word." So he sent him off from the valley of Hebron. When Joseph reached Shechem,14 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε λοιπον να ιδης, αν ηναι καλα οι αδελφοι σου και καλα τα προβατα, και φερε μοι ειδησιν. Και απεστειλεν αυτον απο της κοιλαδος της Χεβρων? και ηλθεν εις Συχεμ.
15 a man met him as he was wandering about in the fields. "What are you looking for?" the man asked him.15 Και ευρηκεν αυτον ανθρωπος τις, ενω περιεπλανατο εν τη πεδιαδι? και ηρωτησεν αυτον ο ανθρωπος, λεγων, Τι ζητεις;
16 "I am looking for my brothers," he answered. "Could you please tell me where they are tending the flocks?"16 Ο δε ειπε, τους αδελφους μου ζητω? ειπε μοι, παρακαλω, που βοσκουσι.
17 The man told him, "They have moved on from here; in fact, I heard them say, 'Let us go on to Dothan.'" So Joseph went after his brothers and caught up with them in Dothan.17 Και ειπεν ο ανθρωπος, Ανεχωρησαν απο εδω? διοτι ηκουσα αυτους λεγοντας, Ας υπαγωμεν εις Δωθαν. Και υπηγεν ο Ιωσηφ κατοπιν των αδελφων αυτου, και ευρηκεν αυτους εν Δωθαν.
18 They noticed him from a distance, and before he came up to them, they plotted to kill him.18 Οι δε ιδοντες αυτον μακροθεν, πριν πλησιαση εις αυτους, συνεβουλευθησαν κατ' αυτου να φονευσωσιν αυτον.
19 They said to one another: "Here comes that master dreamer!19 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ιδου, ερχεται εκεινος ο κυριος των ενυπνιων?
20 Come on, let us kill him and throw him into one of the cisterns here; we could say that a wild beast devoured him. We shall then see what comes of his dreams."20 ελθετε λοιπον τωρα και ας φονευσωμεν αυτον και ας ριψωμεν αυτον εις ενα εκ των λακκων? και θελομεν ειπει, Θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? και θελομεν ιδει τι θελουσι γεινει τα ενυπνια αυτου.
21 When Reuben heard this, he tried to save him from their hands, saying: "We must not take his life.21 Και ακουσας ο Ρουβην ηλευθερωσεν αυτον εκ των χειρων αυτων, λεγων, Ας μη βλαψωμεν αυτον εις την ζωην.
22 Instead of shedding blood," he continued, "just throw him into that cistern there in the desert; but don't kill him outright." His purpose was to rescue him from their hands and restore him to his father.22 Και ειπε προς αυτους ο Ρουβην, Μη χυσητε αιμα? ριψατε αυτον εις τουτον τον λακκον, τον εν τη ερημω, και χειρα μη βαλητε επ' αυτον? δια να ελευθερωση αυτον εκ των χειρων αυτων, και να αποδωση αυτον εις τον πατερα αυτου.
23 So when Joseph came up to them, they stripped him of the long tunic he had on;23 Οτε λοιπον ηλθεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, εξεδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτωνα αυτου, τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, τον επ' αυτον?
24 then they took him and threw him into the cistern, which was empty and dry.24 και λαβοντες αυτον, ερριψαν εις τον λακκον? ο δε λακκος ητο κενος? δεν ειχεν υδωρ.
25 They then sat down to their meal. Looking up, they saw a caravan of Ishmaelites coming from Gilead, their camels laden with gum, balm and resin to be taken down to Egypt.25 Επειτα εκαθησαν να φαγωσιν αρτον, και αναβλεψαντες ειδον? και ιδου, συνοδια Ισμαηλιτων ηρχετο απο Γαλααδ μετα των καμηλων αυτων φορτωμενων αρωματα και βαλσαμον και μυρον, και επορευοντο να φερωσιν αυτα κατω εις την Αιγυπτον.
26 Judah said to his brothers: "What is to be gained by killing our brother and concealing his blood?26 Και ειπεν ο Ιουδας προς τους αδελφους αυτου, Τις η ωφελεια, εαν φονευσωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου;
27 Rather, let us sell him to these Ishmaelites, instead of doing away with him ourselves. After all, he is our brother, our own flesh." His brothers agreed.27 ελθετε και ας πωλησωμεν αυτον εις τους Ισμαηλιτας? και ας μη βαλωμεν τας χειρας ημων επ' αυτον? διοτι αδελφος ημων, σαρξ ημων ειναι. Και υπηκουσαν οι αδελφοι αυτου.
28 They sold Joseph to the Ishmaelites for twenty pieces of silver. Some Midianite traders passed by, and they pulled Joseph up out of the cistern and took him to Egypt.28 Και ενω διεβαινον οι Μαδιανιται εμποροι, ανεσυραν και ανεβιβασαν τον Ιωσηφ εκ του λακκου και επωλησαν τον Ιωσηφ δια εικοσι αργυρια εις τους Ισμαηλιτας? οι δε εφεραν τον Ιωσηφ εις Αιγυπτον.
29 When Reuben went back to the cistern and saw that Joseph was not in it, he tore his clothes,29 Επεστρεψε δε ο Ρουβην εις τον λακκον, και ιδου, ο Ιωσηφ δεν ητο εν τω λακκω? και διεσχισε τα ιματια αυτου.
30 and returning to his brothers, he exclaimed: "The boy is gone! And I--where can I turn?"30 Και επεστρεψε προς τους αδελφους αυτου, και ειπε, Το παιδιον δεν υπαρχει και εγω, εγω που να υπαγω;
31 They took Joseph's tunic, and after slaughtering a goat, dipped the tunic in its blood.31 Τοτε ελαβον τον χιτωνα του Ιωσηφ και εσφαξαν εριφιον εκ των αιγων, και εβαψαν τον χιτωνα εν τω αιματι?
32 Then they sent someone to bring the long tunic to their father, with the message: "We found this. See whether it is your son's tunic or not."32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, και εφεραν αυτον προς τον πατερα αυτων και ειπον, Ευρηκαμεν τουτον? γνωρισον τωρα, αν ηναι ο χιτων του υιου σου η ουχι.
33 He recognized it and exclaimed: "My son's tunic! A wild beast has devoured him! Joseph has been torn to pieces!"33 Ο δε εγνωρισεν αυτον και ειπε, Ο χιτων του υιου μου ειναι? θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? ολος κατεσπαραχθη ο Ιωσηφ.
34 Then Jacob rent his clothes, put sackcloth on his loins, and mourned his son many days.34 Και διεσχισεν ο Ιακωβ τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον εις την οσφυν αυτου και επενθησε τον υιον αυτου ημερας πολλας.
35 Though his sons and daughters tried to console him, he refused all consolation, saying, "No, I will go down mourning to my son in the nether world." Thus did his father lament him.35 Και εσηκωθησαν παντες οι υιοι αυτου και πασαι αι θυγατερες αυτου, δια να παρηγορησωσιν αυτον? αλλα δεν ηθελε να παρηγορηθη, λεγων, Οτι πενθων θελω καταβη προς τον υιον μου εις τον ταφον. Και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου.
36 The Midianites, meanwhile, sold Joseph in Egypt to Potiphar, a courtier of Pharaoh and his chief steward.36 Οι δε Μαδιανιται επωλησαν αυτον εν τη Αιγυπτω εις τον Πετεφρην, αυλικον του Φαραω, αρχοντα των σωματοφυλακων.