Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Lettera ai Galati - האיגרת אל הגלטים 5


font
MODERN HEBREW BIBLEGREEK BIBLE
1 ויבאו אל עבר הים אל ארץ הגדרים1 Και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των Γαδαρηνων.
2 והוא יצא מן האניה והנה איש בא לקראתו מבין הקברים אשר רוח טמאה בו2 Και ως εξηλθεν εκ του πλοιου, ευθυς απηντησεν αυτον εκ των μνημειων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον,
3 ומושבו בקברים וגם בעבתים לא יכל איש לאסרו3 οστις ειχε την κατοικιαν εν τοις μνημειοις, και ουδεις ηδυνατο να δεση αυτον ουδε με αλυσεις,
4 כי פעמים הרבה אסרוהו בכבלים ובעבתים וינתק את העבתים וישבר את הכבלים ואין איש יכל לכבשו4 διοτι πολλακις ειχε δεθη με ποδοδεσμα και με αλυσεις, και διεσπασθησαν υπ' αυτου αι αλυσεις και τα ποδοδεσμα συνετριφθησαν, και ουδεις ισχυε να δαμαση αυτον?
5 ותמיד לילה ויומם היה בהרים ובקברים צעק ופצע את עצמו באבנים5 και δια παντος νυκτα και ημεραν ητο εν τοις ορεσι και εν τοις μνημειοις, κραζων και κατακοπτων εαυτον με λιθους.
6 ויהי כראותו את ישוע מרחוק וירץ וישתחו לו6 Ιδων δε τον Ιησουν απο μακροθεν, εδραμε και προσεκυνησεν αυτον,
7 ויצעק בקול גדול ויאמר מה לי ולך ישוע בן אל עליון באלהים אני משביעך אשר לא תענני7 και κραξας μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του υψιστου; ορκιζω σε εις τον Θεον, μη με βασανισης.
8 כי הוא אמר אליו צא רוח טמא מן האדם הזה8 Διοτι ελεγε προς αυτον? Εξελθε απο του ανθρωπου το πνευμα το ακαθαρτον.
9 וישאל אתו מה שמך ויען ויאמר לגיון שמי כי רבים אנחנו9 Και ηρωτησεν αυτον? Τι ειναι το ονομα σου; Και απεκριθη λεγων? Λεγεων ειναι το ονομα μου, διοτι πολλοι ειμεθα.
10 ויתחנן אליו מאד לבלתי שלחם אל מחוץ לארץ10 Και παρεκαλει αυτον πολλα να μη αποστειλη αυτους εξω της χωρας.
11 ועדר חזירים רבים היה שם במרעה ההרים11 Ητο δε εκει προς τα ορη αγελη μεγαλη χοιρων βοσκομενη.
12 ויתחננו לו כל השדים לאמר שלחנו אל החזירים ונבאה אל תוכם12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες, λεγοντες? Πεμψον ημας εις τους χοιρους, δια να εισελθωμεν εις αυτους.
13 וינח להם ויצאו רוחות הטמאה ויבאו בחזירים וישתער העדר מן המורד אל הים כאלפים במספר ויטבעו בים13 Και ο Ιησους ευθυς επετρεψεν εις αυτους. Και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους? και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν? ησαν δε εως δυο χιλιαδες? και επνιγοντο εν τη θαλασση.
14 וינוסו רעי החזירים ויגידו זאת בעיר ובשדות ויצאו לראות מה נהיתה14 Οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους? και εξηλθον δια να ιδωσι τι ειναι το γεγονος.
15 ויבאו אל ישוע ויראו את אחוז השדים אשר הלגיון בו והוא יושב מלבש וטוב שכל וייראו15 Και ερχονται προς τον Ιησουν, και θεωρουσι τον δαιμονιζομενον, οστις ειχε τον λεγεωνα, καθημενον και ενδεδυμενον και σωφρονουντα, και εφοβηθησαν.
16 ויספרו להם הראים את אשר נעשה לאחוז השדים ואת דבר החזירים16 Και διηγηθησαν προς αυτους οι ιδοντες πως εγεινε το πραγμα εις τον δαιμονιζομενον, και περι των χοιρων.
17 ויחלו להתחנן לו לסור מגבוליהם17 Και ηρχισαν να παρακαλωσιν αυτον να αναχωρηση απο των οριων αυτων.
18 ויהי ברדתו אל האניה התחנן אליו האיש אשר היה אחוז שדים לתתו לשבת עמו18 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις να ηναι μετ' αυτου.
19 ולא הניח לו כי אם אמר אליו שוב לביתך אל בני משפחתך והגד להם את הגדלות אשר עשה לך יהוה ויחנך19 Πλην ο Ιησους δεν αφηκεν αυτον, αλλα λεγει προς αυτον? Υπαγε εις τον οικον σου προς τους οικειους σου και αναγγειλον προς αυτους οσα ο Κυριος σοι εκαμε και σε ηλεησε.
20 וילך לו ויחל לקרא בעשר הערים את הגדלות אשר עשה לו ישוע ויתמהו כלם20 Και ανεχωρησε και ηρχισε να κηρυττη εν τη Δεκαπολει οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους, και παντες εθαυμαζον.
21 וישב ישוע לעבר באניה אל עבר הים ויקהל אליו המון רב והוא על שפת הים21 Και αφου ο Ιησους διεπερασε παλιν εν τω πλοιω εις το περαν, συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, και ητο πλησιον της θαλασσης.
22 והנה בא אחד מראשי הכנסת ושמו יאיר וירא אתו ויפל לרגליו22 Και ιδου, ερχεται εις των αρχισυναγωγων, ονοματι Ιαειρος, και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου
23 ויתחנן אליו מאד לאמר בתי הקטנה חלתה עד למות אנא בוא נא ושים ידיך עליה למען תרפא ותחיה23 και παρεκαλει αυτον πολλα, λεγων οτι το θυγατριον μου πνεει τα λοισθια? να ελθης και να βαλης τας χειρας σου επ' αυτην, δια να σωθη και θελει ζησει.
24 וילך אתו וילכו אחריו המון רב וידחקהו24 Και υπηγε μετ' αυτου? και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, και συνεθλιβον αυτον.
25 ואשה היתה זבת דם שתים עשרה שנה25 Και γυνη τις, εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη
26 והיא סבלה הרבה תחת ידי רפאים רבים והוציאה את כל אשר לה ולא להועיל ויהי חליה חזק מאד26 και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα πασαν την περιουσιαν αυτης και μηδεν ωφεληθεισα, αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα,
27 ויהי כשמעה את שמע ישוע ותבוא בהמון העם מאחריו ותגע בבגדו27 ακουσασα περι του Ιησου, ηλθε μεταξυ του οχλου οπισθεν και ηγγισε το ιματιον αυτου?
28 כי אמרה רק אם אגע בבגדיו אושע28 διοτι ελεγεν οτι και αν τα ιματια αυτου εγγισω, θελω σωθη.
29 וייבש מקור דמיה פתאם ותבן בבשרה כי נרפא נגעה29 Και ευθυς εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης, και ησθανθη εν τω σωματι αυτης οτι ιατρευθη απο της μαστιγος.
30 וברגע ידע ישוע בנפשו כי גבורה יצאה ממנו ויפן בתוך העם ויאמר מי נגע בבגדי30 Και ευθυς ο Ιησους, νοησας εν εαυτω την δυναμιν την εξελθουσαν απ' αυτου, στραφεις εν τω οχλω ελεγε? Τις ηγγισε τα ιματια μου;
31 ויאמר אליו תלמידיו אתה ראה את ההמון דוחק אתך ואמרת מי נגע בי31 Και ελεγον προς αυτον οι μαθηται αυτον? Βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε, και λεγεις τις μου ηγγισε;
32 ויבט סביב לראות את אשר עשתה זאת32 Και περιεβλεπε δια να ιδη την πραξασαν τουτο.
33 ותירא האשה ותחרד כי ידעה את אשר נעשה לה ותבא ותפל לפניו ותגד לו את האמת כלה33 Η δε γυνη, φοβηθεισα και τρεμουσα, επειδη ηξευρε τι εγεινεν επ' αυτην, ηλθε και προσεπεσεν εις αυτον και ειπε προς αυτον πασαν την αληθειαν.
34 ויאמר אליה בתי אמונתך הושיעה לך לכי לשלום וחיית מנגעך34 Ο δε ειπε προς αυτην? Θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην και εσο υγιης απο της μαστιγος σου.
35 עודנו מדבר והנה באים מבית ראש הכנסת לאמר בתך מתה למה תטריח עוד את המורה35 Ενω αυτος ελαλει ετι, ερχονται απο του αρχισυναγωγου, λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανε? τι πλεον ενοχλεις τον Διδασκαλον;
36 וכשמע ישוע את הדבר אשר דברו ויאמר אל ראש הכנסת אל תירא רק האמינה36 Ο δε Ιησους, ευθυς οτε ηκουσε τον λογον λαλουμενον, λεγει προς τον αρχισυναγωγον? Μη φοβου, μονον πιστευε.
37 ולא הניח לאיש ללכת אתו בלתי אם לפטרוס וליעקב וליוחנן אחי יעקב37 Και δεν αφηκεν ουδενα να ακολουθηση αυτον ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον Ιακωβου.
38 ויבא בית ראש הכנסת וירא המון הבכים והמיללים הרבה38 Και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και βλεπει θορυβον, κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα,
39 ובבאו אמר אליהם מה תהמו ותבכו הנערה לא מתה אך ישנה היא39 και εισελθων λεγει προς αυτους? Τι θορυβεισθε και κλαιετε; το παιδιον δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
40 וישחקו לו והוא גרש את כלם ויקח את אבי הנערה ואת אמה ואת אשר אתו ויבא החדרה אשר שם שכבת הנערה40 Και κατεγελων αυτου. Ο δε, αφου εξεβαλεν απαντας, παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μεθ' εαυτου και εισερχεται οπου εκειτο το παιδιον,
41 ויאחז ביד הנערה ויאמר אליה טליתא קומי אשר פרושו הילדה אני אמר לך קומי נא41 και πιασας την χειρα του παιδιου, λεγει προς αυτην? Ταλιθα, κουμι? το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κορασιον, σοι λεγω, σηκωθητι.
42 ומיד קמה הילדה ותתהלך והיא בת שתים עשרה שנה וישמו שמה גדולה42 Και ευθυς εσηκωθη το κορασιον και περιεπατει? διοτι ητο ετων δωδεκα. Και εξεπλαγησαν με εκπληξιν μεγαλην.
43 ויזהר אותם מאד שלא יודע הדבר לאיש ויאמר לתת לה לאכול43 Και παρηγγειλεν εις αυτους πολλα να μη μαθη μηδεις τουτο και ειπε να δοθη εις αυτην να φαγη.