Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 32


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 προσεχε ουρανε και λαλησω και ακουετω γη ρηματα εκ στοματος μου1 Estai atentos, ó céus, eu vou falar. E a terra ouça as palavras de minha boca.
2 προσδοκασθω ως υετος το αποφθεγμα μου και καταβητω ως δροσος τα ρηματα μου ωσει ομβρος επ' αγρωστιν και ωσει νιφετος επι χορτον2 Derrame-se como chuva a minha doutrina, espalhe-se como orvalho a minha palavra, como aguaceiro sobre os campos verdejantes, como chuvarada sobre a relva.
3 οτι ονομα κυριου εκαλεσα δοτε μεγαλωσυνην τω θεω ημων3 Porque vou proclamar o nome do Senhor, dar glória ao nosso Deus!
4 θεος αληθινα τα εργα αυτου και πασαι αι οδοι αυτου κρισεις θεος πιστος και ουκ εστιν αδικια δικαιος και οσιος κυριος4 Ele é o rochedo, perfeita é a sua obra, justos, todos os seus caminhos; é Deus de lealdade, não de iniqüidade, ele é justo, ele é reto.
5 ημαρτοσαν ουκ αυτω τεκνα μωμητα γενεα σκολια και διεστραμμενη5 Pecaram contra ele; já não são seus filhos, mas raça degenerada, geração perversa, depravada.
6 ταυτα κυριω ανταποδιδοτε ουτω λαος μωρος και ουχι σοφος ουκ αυτος ουτος σου πατηρ εκτησατο σε και εποιησεν σε και εκτισεν σε6 E assim que agradeceis ao Senhor, povo frívolo e insensato? Não é ele teu Pai, teu Criador, que te fez e te estabeleceu?
7 μνησθητε ημερας αιωνος συνετε ετη γενεας γενεων επερωτησον τον πατερα σου και αναγγελει σοι τους πρεσβυτερους σου και ερουσιν σοι7 Lembra-te dos dias antigos, considera os anos das gerações passadas. Interroga teu pai e ele te contará; teus anciãos e eles te dirão.
8 οτε διεμεριζεν ο υψιστος εθνη ως διεσπειρεν υιους αδαμ εστησεν ορια εθνων κατα αριθμον αγγελων θεου8 Quando o Altíssimo dividia os povos e dispersava os filhos dos homens, fixou limites aos povos, segundo o número dos filhos de Deus.
9 και εγενηθη μερις κυριου λαος αυτου ιακωβ σχοινισμα κληρονομιας αυτου ισραηλ9 Entretanto, a parte do Senhor era o seu povo, Jacó, a porção de sua herança.
10 αυταρκησεν αυτον εν γη ερημω εν διψει καυματος εν ανυδρω εκυκλωσεν αυτον και επαιδευσεν αυτον και διεφυλαξεν αυτον ως κοραν οφθαλμου10 Em solitude desértica o encontrou, entre bramidos de regiões desoladas, e o cercou de cuidados, e o acalentou, e o guardou como a menina dos olhos!
11 ως αετος σκεπασαι νοσσιαν αυτου και επι τοις νεοσσοις αυτου επεποθησεν διεις τας πτερυγας αυτου εδεξατο αυτους και ανελαβεν αυτους επι των μεταφρενων αυτου11 Tal qual águia vigilante sobre o ninho, adejando sobre os filhotes, ele estendeu as asas e o tomou, o transportou sobre sua plumagem.
12 κυριος μονος ηγεν αυτους και ουκ ην μετ' αυτων θεος αλλοτριος12 Só o Senhor foi o seu guia; nenhum outro deus estava com ele.
13 ανεβιβασεν αυτους επι την ισχυν της γης εψωμισεν αυτους γενηματα αγρων εθηλασαν μελι εκ πετρας και ελαιον εκ στερεας πετρας13 Fê-lo galgar às alturas da terra, alimentou-o com os frutos do campo, deu-lhe a beber mel da rocha, óleo da pedra duríssima.
14 βουτυρον βοων και γαλα προβατων μετα στεατος αρνων και κριων υιων ταυρων και τραγων μετα στεατος νεφρων πυρου και αιμα σταφυλης επιον οινον14 A manteiga das vacas, o leite das ovelhas, a carne gorda dos cordeiros, dos carneiros de Basã e dos cabritos, com a fina flor do trigo. E bebeste como vinho puro o sangue das uvas.
15 και εφαγεν ιακωβ και ενεπλησθη και απελακτισεν ο ηγαπημενος ελιπανθη επαχυνθη επλατυνθη και εγκατελιπεν θεον τον ποιησαντα αυτον και απεστη απο θεου σωτηρος αυτου15 Todavia, Jesurum engordou e recalcitrou. Estás tronchudo, taludo, rechonchudo! E abandonou Deus que o criou, e desprezou o rochedo de sua salvação.
16 παρωξυναν με επ' αλλοτριοις εν βδελυγμασιν αυτων εξεπικραναν με16 Provocaram-lhe o ciúme com deuses estranhos, irritaram-no com abominações.
17 εθυσαν δαιμονιοις και ου θεω θεοις οις ουκ ηδεισαν καινοι προσφατοι ηκασιν ους ουκ ηδεισαν οι πατερες αυτων17 Sacrificaram a gênios que não são Deus, a divindades desconhecidas, novas, recém-chegadas, que vossos pais nunca, jamais veneraram.
18 θεον τον γεννησαντα σε εγκατελιπες και επελαθου θεου του τρεφοντος σε18 Abandonaste o rochedo que te gerou e esqueceste Deus que te formou!
19 και ειδεν κυριος και εζηλωσεν και παρωξυνθη δι' οργην υιων αυτου και θυγατερων19 Ao ver tais coisas, o Senhor indignou-se com seus filhos e suas filhas,
20 και ειπεν αποστρεψω το προσωπον μου απ' αυτων και δειξω τι εσται αυτοις επ' εσχατων οτι γενεα εξεστραμμενη εστιν υιοι οις ουκ εστιν πιστις εν αυτοις20 e disse: vou ocultar-lhes o meu rosto e ver o que lhes sucederá...Pois são uma geração perversa, filhos sem lealdade.
21 αυτοι παρεζηλωσαν με επ' ου θεω παρωργισαν με εν τοις ειδωλοις αυτων καγω παραζηλωσω αυτους επ' ουκ εθνει επ' εθνει ασυνετω παροργιω αυτους21 Excitaram o meu ciúme com coisas que não são Deus, magoaram-me com suas idolatrias; também eu excitarei o seu ciúme com gente que não constitui um povo; magoá-los-ei com uma nação insensata.
22 οτι πυρ εκκεκαυται εκ του θυμου μου καυθησεται εως αδου κατω καταφαγεται γην και τα γενηματα αυτης φλεξει θεμελια ορεων22 Sim, acendeu-se o fogo da minha cólera, que arde até o mais profundo da habitação dos mortos; devora a terra e os seus produtos, e consome os fundamentos das montanhas.
23 συναξω εις αυτους κακα και τα βελη μου συντελεσω εις αυτους23 Acumularei desgraças sobre eles, contra eles esgotarei minhas flechas.
24 τηκομενοι λιμω και βρωσει ορνεων και οπισθοτονος ανιατος οδοντας θηριων αποστελω εις αυτους μετα θυμου συροντων επι γης24 Serão extenuados pela fome, devorados pela febre e pela peste mortal. Incitarei contra eles o dente das feras e o veneno dos animais que rastejam pelo chão.
25 εξωθεν ατεκνωσει αυτους μαχαιρα και εκ των ταμιειων φοβος νεανισκος συν παρθενω θηλαζων μετα καθεστηκοτος πρεσβυτου25 Fora, a espada a semear a orfandade; dentro, um pavor de estarrecer tanto o adolescente como a jovem, tanto o menino de peito como o ancião.
26 ειπα διασπερω αυτους παυσω δη εξ ανθρωπων το μνημοσυνον αυτων26 Eu teria prometido reduzi-los a pó, apagar sua lembrança do meio dos homens,
27 ει μη δι' οργην εχθρων ινα μη μακροχρονισωσιν και ινα μη συνεπιθωνται οι υπεναντιοι μη ειπωσιν η χειρ ημων η υψηλη και ουχι κυριος εποιησεν ταυτα παντα27 caso não temesse {favorecer} os insultos do inimigo, e que seus adversários, iludindo-se, viessem a exclamar: poderosa é nossa mão; não foi o Senhor quem fez tudo isso!
28 οτι εθνος απολωλεκος βουλην εστιν και ουκ εστιν εν αυτοις επιστημη28 Porque é uma nação insensata, desprovida de inteligência.
29 ουκ εφρονησαν συνιεναι ταυτα καταδεξασθωσαν εις τον επιοντα χρονον29 Se fossem sábios, compreenderiam, e discerniriam aquilo que os espera.
30 πως διωξεται εις χιλιους και δυο μετακινησουσιν μυριαδας ει μη ο θεος απεδοτο αυτους και κυριος παρεδωκεν αυτους30 Como poderia um só homem perseguir mil, e dois pôr em fuga dois mil, se seu rochedo não estivesse vendido, se o Senhor não os tivesse entregado?
31 οτι ουκ εστιν ως ο θεος ημων οι θεοι αυτων οι δε εχθροι ημων ανοητοι31 Porque o rochedo deles não é como o nosso rochedo; disso os nossos inimigos são testemunhas.
32 εκ γαρ αμπελου σοδομων η αμπελος αυτων και η κληματις αυτων εκ γομορρας η σταφυλη αυτων σταφυλη χολης βοτρυς πικριας αυτοις32 Suas videiras são das plantações de Sodoma e dos terrenos de Gomorra; suas uvas são venenosas, seus cachos, amargosos.
33 θυμος δρακοντων ο οινος αυτων και θυμος ασπιδων ανιατος33 o seu vinho é veneno de serpente, o mais terrível veneno de cobra!
34 ουκ ιδου ταυτα συνηκται παρ' εμοι και εσφραγισται εν τοις θησαυροις μου34 Eis uma coisa que está guardada comigo, consignada nos meus segredos:
35 εν ημερα εκδικησεως ανταποδωσω εν καιρω οταν σφαλη ο πους αυτων οτι εγγυς ημερα απωλειας αυτων και παρεστιν ετοιμα υμιν35 a mim me pertencem a vingança e as represálias, para o instante em que o seu pé resvalar. Porque está próximo o dia da sua ruína e o seu destino se precipita.
36 οτι κρινει κυριος τον λαον αυτου και επι τοις δουλοις αυτου παρακληθησεται ειδεν γαρ παραλελυμενους αυτους και εκλελοιποτας εν επαγωγη και παρειμενους36 o Senhor fará justiça ao seu povo e terá compaixão dos seus servos, vê-los extenuados, desfeitos tanto ó escravo como o homem livre.
37 και ειπεν κυριος που εισιν οι θεοι αυτων εφ' οις επεποιθεισαν επ' αυτοις37 Dirá: onde estão os seus deuses _ o rochedo em que confiavam _,
38 ων το στεαρ των θυσιων αυτων ησθιετε και επινετε τον οινον των σπονδων αυτων αναστητωσαν και βοηθησατωσαν υμιν και γενηθητωσαν υμιν σκεπασται38 que comiam a gordura dos seus sacrifícios e bebiam, o vinho das suas libações? Levantem-se para vos socorrer; sejam eles vosso abrigo!
39 ιδετε ιδετε οτι εγω ειμι και ουκ εστιν θεος πλην εμου εγω αποκτενω και ζην ποιησω παταξω καγω ιασομαι και ουκ εστιν ος εξελειται εκ των χειρων μου39 Reconhecei agora: eu só, somente eu sou Deus, e não há outro além de mim. Eu extermino e chamo à vida, eu firo e curo, e não há quem o arranque da minha mão.
40 οτι αρω εις τον ουρανον την χειρα μου και ομουμαι τη δεξια μου και ερω ζω εγω εις τον αιωνα40 Levanto para o céu a minha mão e digo: tão certo como eu vivo eternamente,
41 οτι παροξυνω ως αστραπην την μαχαιραν μου και ανθεξεται κριματος η χειρ μου και ανταποδωσω δικην τοις εχθροις και τοις μισουσιν με ανταποδωσω41 quando afiar a minha espada reluzente e tomar a minha aljava, vingar-me-ei dos meus inimigos e darei a paga aos que me odeiam;
42 μεθυσω τα βελη μου αφ' αιματος και η μαχαιρα μου καταφαγεται κρεα αφ' αιματος τραυματιων και αιχμαλωσιας απο κεφαλης αρχοντων εχθρων42 embriagarei de sangue as minhas flechas, minha espada se saciará de carne, do sangue das vítimas e dos prisioneiros, das cabeças dos chefes inimigos.
43 ευφρανθητε ουρανοι αμα αυτω και προσκυνησατωσαν αυτω παντες υιοι θεου ευφρανθητε εθνη μετα του λαου αυτου και ενισχυσατωσαν αυτω παντες αγγελοι θεου οτι το αιμα των υιων αυτου εκδικαται και εκδικησει και ανταποδωσει δικην τοις εχθροις και τοις μισουσιν ανταποδωσει και εκκαθαριει κυριος την γην του λαου αυτου43 Louvai, ó nações, o seu povo, porque vingará o sangue dos seus servos; tomará vingança dos seus adversários e purificará a sua terra e o seu povo.
44 και εγραψεν μωυσης την ωδην ταυτην εν εκεινη τη ημερα και εδιδαξεν αυτην τους υιους ισραηλ και εισηλθεν μωυσης και ελαλησεν παντας τους λογους του νομου τουτου εις τα ωτα του λαου αυτος και ιησους ο του ναυη44 Moisés, juntamente com Josué, filho de Nun, veio e proferiu todas as palavras deste cântico aos ouvidos do povo.
45 και συνετελεσεν μωυσης λαλων παντι ισραηλ45 Quando acabou de proferir todas as palavras a todo o Israel,
46 και ειπεν προς αυτους προσεχετε τη καρδια επι παντας τους λογους τουτους ους εγω διαμαρτυρομαι υμιν σημερον α εντελεισθε τοις υιοις υμων φυλασσειν και ποιειν παντας τους λογους του νομου τουτου46 disse-lhes: Aplicai os vossos corações a todos os preceitos que hoje vos dou, prescrevei-os a vossos filhos, a fim de que pratiquem cuidadosamente todas as palavras desta lei.
47 οτι ουχι λογος κενος ουτος υμιν οτι αυτη η ζωη υμων και ενεκεν του λογου τουτου μακροημερευσετε επι της γης εις ην υμεις διαβαινετε τον ιορδανην εκει κληρονομησαι αυτην47 Ela não é para vós coisa de somenos importância, mas é vossa própria vida. E por ela que prolongareis os vossos dias na terra que ides possuir, depois de passardes o Jordão.
48 και ελαλησεν κυριος προς μωυσην εν τη ημερα ταυτη λεγων48 Nesse mesmo dia, o Senhor disse, a Moisés:
49 αναβηθι εις το ορος το αβαριν τουτο ορος ναβαυ ο εστιν εν γη μωαβ κατα προσωπον ιεριχω και ιδε την γην χανααν ην εγω διδωμι τοις υιοις ισραηλ εις κατασχεσιν49 Sobe à montanha de Abarim o monte Nebo, que está na terra de Moab, defronte de Jericó, e contempla a terra de Canaã, cuja posse dou aos filhos de Israel.
50 και τελευτα εν τω ορει εις ο αναβαινεις εκει και προστεθητι προς τον λαον σου ον τροπον απεθανεν ααρων ο αδελφος σου εν ωρ τω ορει και προσετεθη προς τον λαον αυτου50 Morrerás sobre essa montanha em que vais subir, e serás reunido aos teus, como o teu irmão Aarão morreu sobre o monte Hor e foi reunido aos seus,
51 διοτι ηπειθησατε τω ρηματι μου εν τοις υιοις ισραηλ επι του υδατος αντιλογιας καδης εν τη ερημω σιν διοτι ουχ ηγιασατε με εν τοις υιοις ισραηλ51 porque pecastes contra mim no meio dos israelitas, nas águas de Meribá, em Cades, no deserto de Sin, e não me santificasses no meio dos filhos de Israel.
52 οτι απεναντι οψη την γην και εκει ουκ εισελευση52 Verás, pois, defronte de ti a terra que darei aos israelitas, mas não entrarás nela.