Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 19


font
LXXVULGATA
1 και συ λαβε θρηνον επι τον αρχοντα του ισραηλ1 Et tu assume planctum super principes Israël,
2 και ερεις τι η μητηρ σου σκυμνος εν μεσω λεοντων εγενηθη εν μεσω λεοντων επληθυνεν σκυμνους αυτης2 et dices : Quare mater tua leæna inter leones cubavit ?
in medio leunculorum enutrivit catulos suos ?
3 και απεπηδησεν εις των σκυμνων αυτης λεων εγενετο και εμαθεν του αρπαζειν αρπαγματα ανθρωπους εφαγεν3 Et eduxit unum de leunculis suis,
et leo factus est :
et didicit capere prædam,
hominemque comedere.
4 και ηκουσαν κατ' αυτου εθνη εν τη διαφθορα αυτων συνελημφθη και ηγαγον αυτον εν κημω εις γην αιγυπτου4 Et audierunt de eo gentes :
et non absque vulneribus suis ceperunt eum,
et adduxerunt eum in catenis in terram Ægypti.
5 και ειδεν οτι απωσται απ' αυτης και απωλετο η υποστασις αυτης και ελαβεν αλλον εκ των σκυμνων αυτης λεοντα εταξεν αυτον5 Quæ cum vidisset quoniam infirmata est,
et periit exspectatio ejus,
tulit unum de leunculis suis ;
leonem constituit eum.
6 και ανεστρεφετο εν μεσω λεοντων λεων εγενετο και εμαθεν αρπαζειν αρπαγματα ανθρωπους εφαγεν6 Qui incedebat inter leones,
et factus est leo :
et didicit prædam capere,
et homines devorare :
7 και ενεμετο τω θρασει αυτου και τας πολεις αυτων εξηρημωσεν και ηφανισεν γην και το πληρωμα αυτης απο φωνης ωρυματος αυτου7 didicit viduas facere,
et civitates earum in desertum adducere :
et desolata est terra et plenitudo ejus a voce rugitus illius.
8 και εδωκαν επ' αυτον εθνη εκ χωρων κυκλοθεν και εξεπετασαν επ' αυτον δικτυα αυτων εν διαφθορα αυτων συνελημφθη8 Et convenerunt adversus eum gentes undique de provinciis,
et expanderunt super eum rete suum :
in vulneribus earum captus est,
9 και εθεντο αυτον εν κημω και εν γαλεαγρα ηλθεν προς βασιλεα βαβυλωνος και εισηγαγεν αυτον εις φυλακην οπως μη ακουσθη η φωνη αυτου επι τα ορη του ισραηλ9 et miserunt eum in caveam :
in catenis adduxerunt eum ad regem Babylonis,
miseruntque eum in carcerem,
ne audiretur vox ejus ultra super montes Israël.
10 η μητηρ σου ως αμπελος ως ανθος εν ροα εν υδατι πεφυτευμενη ο καρπος αυτης και ο βλαστος αυτης εγενετο εξ υδατος πολλου10 Mater tua quasi vinea in sanguine tuo super aquam plantata est :
fructus ejus et frondes ejus creverunt ex aquis multis.
11 και εγενετο αυτη ραβδος ισχυος επι φυλην ηγουμενων και υψωθη τω μεγεθει αυτης εν μεσω στελεχων και ειδεν το μεγεθος αυτης εν πληθει κληματων αυτης11 Et factæ sunt ei virgæ solidæ in sceptra dominantium,
et exaltata est statura ejus inter frondes,
et vidit altitudinem suam in multitudine palmitum suorum.
12 και κατεκλασθη εν θυμω επι γην ερριφη και ανεμος ο καυσων εξηρανεν τα εκλεκτα αυτης εξεδικηθη και εξηρανθη η ραβδος ισχυος αυτης πυρ ανηλωσεν αυτην12 Et evulsa est in ira, in terramque projecta,
et ventus urens siccavit fructum ejus :
marcuerunt et arefactæ sunt virgæ roboris ejus :
ignis comedit eam.
13 και νυν πεφυτευκαν αυτην εν τη ερημω εν γη ανυδρω13 Et nunc transplantata est in desertum,
in terra invia et sitienti.
14 και εξηλθεν πυρ εκ ραβδου εκλεκτων αυτης και κατεφαγεν αυτην και ουκ ην εν αυτη ραβδος ισχυος φυλη εις παραβολην θρηνου εστιν και εσται εις θρηνον14 Et egressus est ignis de virga ramorum ejus,
qui fructum ejus comedit :
et non fuit in ea virga fortis,
sceptrum dominantium. Planctus est, et erit in planctum.