Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 49


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 ακουσατε μου νησοι και προσεχετε εθνη δια χρονου πολλου στησεται λεγει κυριος εκ κοιλιας μητρος μου εκαλεσεν το ονομα μου1 Ilhas, ouvi-me; povos de longe, prestai atenção! O Senhor chamou-me desde meu nascimento; ainda no seio de minha mãe, ele pronunciou meu nome.
2 και εθηκεν το στομα μου ωσει μαχαιραν οξειαν και υπο την σκεπην της χειρος αυτου εκρυψεν με εθηκεν με ως βελος εκλεκτον και εν τη φαρετρα αυτου εσκεπασεν με2 Tornou minha boca semelhante a uma espada afiada, cobriu-me com a sombra de sua mão. Fez de mim uma flecha penetrante, guardou-me na sua aljava.
3 και ειπεν μοι δουλος μου ει συ ισραηλ και εν σοι δοξασθησομαι3 E disse-me: Tu és meu servo, {Israel}, em quem me rejubilarei.
4 και εγω ειπα κενως εκοπιασα και εις ματαιον και εις ουδεν εδωκα την ισχυν μου δια τουτο η κρισις μου παρα κυριω και ο πονος μου εναντιον του θεου μου4 E eu dizia a mim mesmo: Foi em vão que padeci, foi em vão que gastei minhas forças. Todavia, meu direito estava nas mãos do Senhor, e no meu Deus estava depositada a minha recompensa.
5 και νυν ουτως λεγει κυριος ο πλασας με εκ κοιλιας δουλον εαυτω του συναγαγειν τον ιακωβ και ισραηλ προς αυτον συναχθησομαι και δοξασθησομαι εναντιον κυριου και ο θεος μου εσται μου ισχυς5 E agora o Senhor fala, ele, que me formou desde meu nascimento para ser seu Servo, para trazer-lhe de volta Jacó e reunir-lhe Israel, {porque o Senhor fez-me esta honra, e meu Deus tornou-se minha força}.
6 και ειπεν μοι μεγα σοι εστιν του κληθηναι σε παιδα μου του στησαι τας φυλας ιακωβ και την διασποραν του ισραηλ επιστρεψαι ιδου τεθεικα σε εις διαθηκην γενους εις φως εθνων του ειναι σε εις σωτηριαν εως εσχατου της γης6 Disse-me: Não basta que sejas meu servo para restaurar as tribos de Jacó e reconduzir os fugitivos de Israel; vou fazer de ti a luz das nações, para propagar minha salvação até os confins do mundo.
7 ουτως λεγει κυριος ο ρυσαμενος σε ο θεος ισραηλ αγιασατε τον φαυλιζοντα την ψυχην αυτου τον βδελυσσομενον υπο των εθνων των δουλων των αρχοντων βασιλεις οψονται αυτον και αναστησονται αρχοντες και προσκυνησουσιν αυτω ενεκεν κυριου οτι πιστος εστιν ο αγιος ισραηλ και εξελεξαμην σε7 Eis o que diz o Senhor, o Redentor, o Santo de Israel, ao objeto de desprezo dos homens e de horror das nações, ao escravo dos tiranos: diante de ti, reis se levantarão e príncipes se prostrarão, por causa do Senhor que é fiel, e do Santo de Israel que te elegeu.
8 ουτως λεγει κυριος καιρω δεκτω επηκουσα σου και εν ημερα σωτηριας εβοηθησα σοι και εδωκα σε εις διαθηκην εθνων του καταστησαι την γην και κληρονομησαι κληρονομιαν ερημου8 Eis o que diz o Senhor: no tempo da graça eu te atenderei, no dia da salvação eu te socorrerei, {Eu te formei e designei para fazer a aliança com os povos}, para restaurar o país e distribuir as heranças devastadas,
9 λεγοντα τοις εν δεσμοις εξελθατε και τοις εν τω σκοτει ανακαλυφθηναι και εν πασαις ταις οδοις αυτων βοσκηθησονται και εν πασαις ταις τριβοις η νομη αυτων9 para dizer aos prisioneiros: Saí! E àqueles que mergulham nas trevas: Vinde à luz! Ao longo de todo o trajeto terão o que comer. Sobre todas as dunas encontrarão seu alimento.
10 ου πεινασουσιν ουδε διψησουσιν ουδε παταξει αυτους καυσων ουδε ο ηλιος αλλα ο ελεων αυτους παρακαλεσει και δια πηγων υδατων αξει αυτους10 Não sentirão fome nem sede; o vento quente e o sol não os castigarão, porque aquele que tem piedade deles os guiará e os conduzirá às fontes.
11 και θησω παν ορος εις οδον και πασαν τριβον εις βοσκημα αυτοις11 Tornar-lhes-ei acessíveis todas as montanhas, e caminhos atingirão as alturas.
12 ιδου ουτοι πορρωθεν ερχονται ουτοι απο βορρα και ουτοι απο θαλασσης αλλοι δε εκ γης περσων12 Ei-los que vêm de longe, ei-los do norte e do poente, e outros da terra dos sienitas.
13 ευφραινεσθε ουρανοι και αγαλλιασθω η γη ρηξατωσαν τα ορη ευφροσυνην και οι βουνοι δικαιοσυνην οτι ηλεησεν ο θεος τον λαον αυτου και τους ταπεινους του λαου αυτου παρεκαλεσεν13 Cantai, ó céus; terra, exulta de alegria; montanhas, prorrompei em aclamações! Porque o Senhor consolou seu povo, comoveu-se e teve piedade dos seus na aflição.
14 ειπεν δε σιων εγκατελιπεν με κυριος και ο κυριος επελαθετο μου14 Sião dizia: O Senhor abandonou-me, o Senhor esqueceu-me.
15 μη επιλησεται γυνη του παιδιου αυτης του μη ελεησαι τα εκγονα της κοιλιας αυτης ει δε και επιλαθοιτο ταυτα γυνη αλλ' εγω ουκ επιλησομαι σου ειπεν κυριος15 Pode uma mulher esquecer-se daquele que amamenta? Não ter ternura pelo fruto de suas entranhas? E mesmo que ela o esquecesse, eu não te esqueceria nunca.
16 ιδου επι των χειρων μου εζωγραφησα σου τα τειχη και ενωπιον μου ει δια παντος16 Eis que estás gravada na palma de minhas mãos, tenho sempre sob os olhos tuas muralhas.
17 και ταχυ οικοδομηθηση υφ' ων καθηρεθης και οι ερημωσαντες σε εκ σου εξελευσονται17 Acorrem já aqueles que vão reconstruir-te, enquanto teus destruidores e devastadores fogem.
18 αρον κυκλω τους οφθαλμους σου και ιδε παντας ιδου συνηχθησαν και ηλθοσαν προς σε ζω εγω λεγει κυριος οτι παντας αυτους ενδυση και περιθηση αυτους ως κοσμον νυμφης18 Lança o olhar à volta e vê: reúnem-se todos e vêm a ti. Por minha vida, diz o Senhor, de gala te revestirás, como uma noiva te cingirás.
19 οτι τα ερημα σου και τα διεφθαρμενα και τα πεπτωκοτα νυν στενοχωρησει απο των κατοικουντων και μακρυνθησονται απο σου οι καταπινοντες σε19 Teus bairros em ruína e devastados, teu território saqueado serão demasiado estreitos para teus habitantes, após a partida daqueles que se aproveitavam de ti.
20 ερουσιν γαρ εις τα ωτα σου οι υιοι σου ους απολωλεκας στενος μοι ο τοπος ποιησον μοι τοπον ινα κατοικησω20 Teus ouvidos ouvirão ainda de teus filhos, que julgavas perdidos: O espaço é estreito demais para mim; dê-me espaço para que eu me instale!
21 και ερεις εν τη καρδια σου τις εγεννησεν μοι τουτους εγω δε ατεκνος και χηρα τουτους δε τις εξεθρεψεν μοι εγω δε κατελειφθην μονη ουτοι δε μοι που ησαν21 Então dirás a ti mesma: Quem me gerou estes filhos? Não tinha filhos, era estéril: Quem os criou? Eis que eu estava desamparada e só: De onde vieram eles?
22 ουτως λεγει κυριος ιδου αιρω εις τα εθνη την χειρα μου και εις τας νησους αρω συσσημον μου και αξουσιν τους υιους σου εν κολπω τας δε θυγατερας σου επ' ωμων αρουσιν22 Eis o que diz o Senhor Deus: com a mão vou fazer sinal às nações, e levantar meu estandarte para alertar os povos. Trarão teus filhos na dobra de seu manto, e em seus ombros carregarão tuas filhas.
23 και εσονται βασιλεις τιθηνοι σου αι δε αρχουσαι τροφοι σου επι προσωπον της γης προσκυνησουσιν σοι και τον χουν των ποδων σου λειξουσιν και γνωση οτι εγω κυριος και ουκ αισχυνθηση23 Reis serão teus aios: prostrados diante de ti, a face contra a terra, lamberão a poeira de teus pés. Saberás então que eu sou o Senhor, e que não serão confundidos os que contam comigo.
24 μη λημψεται τις παρα γιγαντος σκυλα και εαν αιχμαλωτευση τις αδικως σωθησεται24 Acaso tirar-se-á a presa ao forte? Ou o que for tomado por um robusto guerreiro escapar-lhe-á das mãos?
25 ουτως λεγει κυριος εαν τις αιχμαλωτευση γιγαντα λημψεται σκυλα λαμβανων δε παρα ισχυοντος σωθησεται εγω δε την κρισιν σου κρινω και εγω τους υιους σου ρυσομαι25 Eis o que diz o Senhor: sim, a presa do bravo lhe será retirada, a presa do robusto guerreiro lhe escapará; sustentarei tua causa contra teu adversário, libertarei eu mesmo teus filhos.
26 και φαγονται οι θλιψαντες σε τας σαρκας αυτων και πιονται ως οινον νεον το αιμα αυτων και μεθυσθησονται και αισθανθησεται πασα σαρξ οτι εγω κυριος ο ρυσαμενος σε και αντιλαμβανομενος ισχυος ιακωβ26 Farei teus opressores comerem sua própria carne, embriagar-se-ão com seu próprio sangue, como se fosse vinho. E toda criatura saberá que sou eu o Senhor, teu Salvador, teu Redentor, o Poderoso de Jacó.