Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 9


font
LXXVULGATA
1 εις το τελος υπερ των κρυφιων του υιου ψαλμος τω δαυιδ1 In finem, pro occultis filii. Psalmus David.
2 εξομολογησομαι σοι κυριε εν ολη καρδια μου διηγησομαι παντα τα θαυμασια σου2 Confitebor tibi, Domine, in toto corde meo ;
narrabo omnia mirabilia tua.
3 ευφρανθησομαι και αγαλλιασομαι εν σοι ψαλω τω ονοματι σου υψιστε3 Lætabor et exsultabo in te ;
psallam nomini tuo, Altissime.
4 εν τω αποστραφηναι τον εχθρον μου εις τα οπισω ασθενησουσιν και απολουνται απο προσωπου σου4 In convertendo inimicum meum retrorsum ;
infirmabuntur, et peribunt a facie tua.
5 οτι εποιησας την κρισιν μου και την δικην μου εκαθισας επι θρονου ο κρινων δικαιοσυνην5 Quoniam fecisti judicium meum et causam meam ;
sedisti super thronum, qui judicas justitiam.
6 επετιμησας εθνεσιν και απωλετο ο ασεβης το ονομα αυτων εξηλειψας εις τον αιωνα και εις τον αιωνα του αιωνος6 Increpasti gentes, et periit impius :
nomen eorum delesti in æternum, et in sæculum sæculi.
7 του εχθρου εξελιπον αι ρομφαιαι εις τελος και πολεις καθειλες απωλετο το μνημοσυνον αυτων μετ' ηχους7 Inimici defecerunt frameæ in finem,
et civitates eorum destruxisti.
Periit memoria eorum cum sonitu ;
8 και ο κυριος εις τον αιωνα μενει ητοιμασεν εν κρισει τον θρονον αυτου8 et Dominus in æternum permanet.
Paravit in judicio thronum suum,
9 και αυτος κρινει την οικουμενην εν δικαιοσυνη κρινει λαους εν ευθυτητι9 et ipse judicabit orbem terræ in æquitate :
judicabit populos in justitia.
10 και εγενετο κυριος καταφυγη τω πενητι βοηθος εν ευκαιριαις εν θλιψει10 Et factus est Dominus refugium pauperi ;
adjutor in opportunitatibus, in tribulatione.
11 και ελπισατωσαν επι σε οι γινωσκοντες το ονομα σου οτι ουκ εγκατελιπες τους εκζητουντας σε κυριε11 Et sperent in te qui noverunt nomen tuum,
quoniam non dereliquisti quærentes te, Domine.
12 ψαλατε τω κυριω τω κατοικουντι εν σιων αναγγειλατε εν τοις εθνεσιν τα επιτηδευματα αυτου12 Psallite Domino qui habitat in Sion ;
annuntiate inter gentes studia ejus :
13 οτι εκζητων τα αιματα αυτων εμνησθη ουκ επελαθετο της κραυγης των πενητων13 quoniam requirens sanguinem eorum recordatus est ;
non est oblitus clamorem pauperum.
14 ελεησον με κυριε ιδε την ταπεινωσιν μου εκ των εχθρων μου ο υψων με εκ των πυλων του θανατου14 Miserere mei, Domine :
vide humilitatem meam de inimicis meis,
15 οπως αν εξαγγειλω πασας τας αινεσεις σου εν ταις πυλαις της θυγατρος σιων αγαλλιασομαι επι τω σωτηριω σου15 qui exaltas me de portis mortis,
ut annuntiem omnes laudationes tuas in portis filiæ Sion :
16 ενεπαγησαν εθνη εν διαφθορα η εποιησαν εν παγιδι ταυτη η εκρυψαν συνελημφθη ο πους αυτων16 exultabo in salutari tuo.
Infixæ sunt gentes in interitu quem fecerunt ;
in laqueo isto quem absconderunt
comprehensus est pes eorum.
17 γινωσκεται κυριος κριματα ποιων εν τοις εργοις των χειρων αυτου συνελημφθη ο αμαρτωλος ωδη διαψαλματος17 Cognoscetur Dominus judicia faciens ;
in operibus manuum suarum comprehensus est peccator.
18 αποστραφητωσαν οι αμαρτωλοι εις τον αδην παντα τα εθνη τα επιλανθανομενα του θεου18 Convertantur peccatores in infernum,
omnes gentes quæ obliviscuntur Deum.
19 οτι ουκ εις τελος επιλησθησεται ο πτωχος η υπομονη των πενητων ουκ απολειται εις τον αιωνα19 Quoniam non in finem oblivio erit pauperis ;
patientia pauperum non peribit in finem.
20 αναστηθι κυριε μη κραταιουσθω ανθρωπος κριθητωσαν εθνη ενωπιον σου20 Exsurge, Domine ; non confortetur homo :
judicentur gentes in conspectu tuo.
21 καταστησον κυριε νομοθετην επ' αυτους γνωτωσαν εθνη οτι ανθρωποι εισιν διαψαλμα21 Constitue, Domine, legislatorem super eos,
ut sciant gentes quoniam homines sunt.
22 ινα τι κυριε αφεστηκας μακροθεν υπερορας εν ευκαιριαις εν θλιψει22 Ut quid, Domine, recessisti longe ;
despicis in opportunitatibus, in tribulatione ?
23 εν τω υπερηφανευεσθαι τον ασεβη εμπυριζεται ο πτωχος συλλαμβανονται εν διαβουλιοις οις διαλογιζονται23 Dum superbit impius, incenditur pauper :
comprehenduntur in consiliis quibus cogitant.
24 οτι επαινειται ο αμαρτωλος εν ταις επιθυμιαις της ψυχης αυτου και ο αδικων ενευλογειται24 Quoniam laudatur peccator in desideriis animæ suæ,
et iniquus benedicitur.
25 παρωξυνεν τον κυριον ο αμαρτωλος κατα το πληθος της οργης αυτου ουκ εκζητησει ουκ εστιν ο θεος ενωπιον αυτου25 Exacerbavit Dominum peccator :
secundum multitudinem iræ suæ, non quæret.
26 βεβηλουνται αι οδοι αυτου εν παντι καιρω ανταναιρειται τα κριματα σου απο προσωπου αυτου παντων των εχθρων αυτου κατακυριευσει26 Non est Deus in conspectu ejus ;
inquinatæ sunt viæ illius in omni tempore.
Auferuntur judicia tua a facie ejus ;
omnium inimicorum suorum dominabitur.
27 ειπεν γαρ εν καρδια αυτου ου μη σαλευθω απο γενεας εις γενεαν ανευ κακου27 Dixit enim in corde suo : Non movebor
a generatione in generationem, sine malo.
28 ου αρας το στομα αυτου γεμει και πικριας και δολου υπο την γλωσσαν αυτου κοπος και πονος28 Cujus maledictione os plenum est, et amaritudine, et dolo ;
sub lingua ejus labor et dolor.
29 εγκαθηται ενεδρα μετα πλουσιων εν αποκρυφοις αποκτειναι αθωον οι οφθαλμοι αυτου εις τον πενητα αποβλεπουσιν29 Sedet in insidiis cum divitibus in occultis,
ut interficiat innocentem.
30 ενεδρευει εν αποκρυφω ως λεων εν τη μανδρα αυτου ενεδρευει του αρπασαι πτωχον αρπασαι πτωχον εν τω ελκυσαι αυτον30 Oculi ejus in pauperem respiciunt ;
insidiatur in abscondito, quasi leo in spelunca sua.
Insidiatur ut rapiat pauperem ;
rapere pauperem dum attrahit eum.
31 εν τη παγιδι αυτου ταπεινωσει αυτον κυψει και πεσειται εν τω αυτον κατακυριευσαι των πενητων31 In laqueo suo humiliabit eum ;
inclinabit se, et cadet cum dominatus fuerit pauperum.
32 ειπεν γαρ εν καρδια αυτου επιλελησται ο θεος απεστρεψεν το προσωπον αυτου του μη βλεπειν εις τελος32 Dixit enim in corde suo : Oblitus est Deus ;
avertit faciem suam, ne videat in finem.
33 αναστηθι κυριε ο θεος υψωθητω η χειρ σου μη επιλαθη των πενητων33 Exsurge, Domine Deus, exaltetur manus tua ;
ne obliviscaris pauperum.
34 ενεκεν τινος παρωξυνεν ο ασεβης τον θεον ειπεν γαρ εν καρδια αυτου ουκ εκζητησει34 Propter quid irritavit impius Deum ?
dixit enim in corde suo : Non requiret.
35 βλεπεις οτι συ πονον και θυμον κατανοεις του παραδουναι αυτους εις χειρας σου σοι ουν εγκαταλελειπται ο πτωχος ορφανω συ ησθα βοηθων35 Vides, quoniam tu laborem et dolorem consideras,
ut tradas eos in manus tuas.
Tibi derelictus est pauper ;
orphano tu eris adjutor.
36 συντριψον τον βραχιονα του αμαρτωλου και πονηρου ζητηθησεται η αμαρτια αυτου και ου μη ευρεθη δι' αυτην36 Contere brachium peccatoris et maligni ;
quæretur peccatum illius, et non invenietur.
37 βασιλευσει κυριος εις τον αιωνα και εις τον αιωνα του αιωνος απολεισθε εθνη εκ της γης αυτου37 Dominus regnabit in æternum, et in sæculum sæculi ;
peribitis, gentes, de terra illius.
38 την επιθυμιαν των πενητων εισηκουσεν κυριος την ετοιμασιαν της καρδιας αυτων προσεσχεν το ους σου38 Desiderium pauperum exaudivit Dominus ;
præparationem cordis eorum audivit auris tua :
39 κριναι ορφανω και ταπεινω ινα μη προσθη ετι του μεγαλαυχειν ανθρωπος επι της γης39 judicare pupillo et humili,
ut non apponat ultra magnificare se homo super terram.