ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 108
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 εις το τελος τω δαυιδ ψαλμος ο θεος την αινεσιν μου μη παρασιωπησης | 1 In finem. Psalmus David. |
2 οτι στομα αμαρτωλου και στομα δολιου επ' εμε ηνοιχθη ελαλησαν κατ' εμου γλωσση δολια | 2 Deus, laudem meam ne tacueris, quia os peccatoris et os dolosi super me apertum est. |
3 και λογοις μισους εκυκλωσαν με και επολεμησαν με δωρεαν | 3 Locuti sunt adversum me lingua dolosa, et sermonibus odii circumdederunt me : et expugnaverunt me gratis. |
4 αντι του αγαπαν με ενδιεβαλλον με εγω δε προσευχομην | 4 Pro eo ut me diligerent, detrahebant mihi ; ego autem orabam. |
5 και εθεντο κατ' εμου κακα αντι αγαθων και μισος αντι της αγαπησεως μου | 5 Et posuerunt adversum me mala pro bonis, et odium pro dilectione mea. |
6 καταστησον επ' αυτον αμαρτωλον και διαβολος στητω εκ δεξιων αυτου | 6 Constitue super eum peccatorem, et diabolus stet a dextris ejus. |
7 εν τω κρινεσθαι αυτον εξελθοι καταδεδικασμενος και η προσευχη αυτου γενεσθω εις αμαρτιαν | 7 Cum judicatur, exeat condemnatus ; et oratio ejus fiat in peccatum. |
8 γενηθητωσαν αι ημεραι αυτου ολιγαι και την επισκοπην αυτου λαβοι ετερος | 8 Fiant dies ejus pauci, et episcopatum ejus accipiat alter. |
9 γενηθητωσαν οι υιοι αυτου ορφανοι και η γυνη αυτου χηρα | 9 Fiant filii ejus orphani, et uxor ejus vidua. |
10 σαλευομενοι μεταναστητωσαν οι υιοι αυτου και επαιτησατωσαν εκβληθητωσαν εκ των οικοπεδων αυτων | 10 Nutantes transferantur filii ejus et mendicent, et ejiciantur de habitationibus suis. |
11 εξερευνησατω δανειστης παντα οσα υπαρχει αυτω διαρπασατωσαν αλλοτριοι τους πονους αυτου | 11 Scrutetur f?nerator omnem substantiam ejus, et diripiant alieni labores ejus. |
12 μη υπαρξατω αυτω αντιλημπτωρ μηδε γενηθητω οικτιρμων τοις ορφανοις αυτου | 12 Non sit illi adjutor, nec sit qui misereatur pupillis ejus. |
13 γενηθητω τα τεκνα αυτου εις εξολεθρευσιν εν γενεα μια εξαλειφθητω το ονομα αυτου | 13 Fiant nati ejus in interitum ; in generatione una deleatur nomen ejus. |
14 αναμνησθειη η ανομια των πατερων αυτου εναντι κυριου και η αμαρτια της μητρος αυτου μη εξαλειφθειη | 14 In memoriam redeat iniquitas patrum ejus in conspectu Domini, et peccatum matris ejus non deleatur. |
15 γενηθητωσαν εναντι κυριου δια παντος και εξολεθρευθειη εκ γης το μνημοσυνον αυτων | 15 Fiant contra Dominum semper, et dispereat de terra memoria eorum : |
16 ανθ' ων ουκ εμνησθη του ποιησαι ελεος και κατεδιωξεν ανθρωπον πενητα και πτωχον και κατανενυγμενον τη καρδια του θανατωσαι | 16 pro eo quod non est recordatus facere misericordiam, |
17 και ηγαπησεν καταραν και ηξει αυτω και ουκ ηθελησεν ευλογιαν και μακρυνθησεται απ' αυτου | 17 et persecutus est hominem inopem et mendicum, et compunctum corde, mortificare. |
18 και ενεδυσατο καταραν ως ιματιον και εισηλθεν ως υδωρ εις τα εγκατα αυτου και ωσει ελαιον εν τοις οστεοις αυτου | 18 Et dilexit maledictionem, et veniet ei ; et noluit benedictionem, et elongabitur ab eo. Et induit maledictionem sicut vestimentum ; et intravit sicut aqua in interiora ejus, et sicut oleum in ossibus ejus. |
19 γενηθητω αυτω ως ιματιον ο περιβαλλεται και ωσει ζωνη ην δια παντος περιζωννυται | 19 Fiat ei sicut vestimentum quo operitur, et sicut zona qua semper præcingitur. |
20 τουτο το εργον των ενδιαβαλλοντων με παρα κυριου και των λαλουντων πονηρα κατα της ψυχης μου | 20 Hoc opus eorum qui detrahunt mihi apud Dominum, et qui loquuntur mala adversus animam meam. |
21 και συ κυριε κυριε ποιησον μετ' εμου ελεος ενεκεν του ονοματος σου οτι χρηστον το ελεος σου | 21 Et tu, Domine, Domine, fac mecum propter nomen tuum, quia suavis est misericordia tua. |
22 ρυσαι με οτι πτωχος και πενης εγω ειμι και η καρδια μου τεταρακται εντος μου | 22 Libera me, quia egenus et pauper ego sum, et cor meum conturbatum est intra me. |
23 ωσει σκια εν τω εκκλιναι αυτην αντανηρεθην εξετιναχθην ωσει ακριδες | 23 Sicut umbra cum declinat ablatus sum, et excussus sum sicut locustæ. |
24 τα γονατα μου ησθενησαν απο νηστειας και η σαρξ μου ηλλοιωθη δι' ελαιον | 24 Genua mea infirmata sunt a jejunio, et caro mea immutata est propter oleum. |
25 και εγω εγενηθην ονειδος αυτοις ειδοσαν με εσαλευσαν κεφαλας αυτων | 25 Et ego factus sum opprobrium illis ; viderunt me, et moverunt capita sua. |
26 βοηθησον μοι κυριε ο θεος μου σωσον με κατα το ελεος σου | 26 Adjuva me, Domine Deus meus ; salvum me fac secundum misericordiam tuam. |
27 και γνωτωσαν οτι η χειρ σου αυτη και συ κυριε εποιησας αυτην | 27 Et sciant quia manus tua hæc, et tu, Domine, fecisti eam. |
28 καταρασονται αυτοι και συ ευλογησεις οι επανιστανομενοι μοι αισχυνθητωσαν ο δε δουλος σου ευφρανθησεται | 28 Maledicent illi, et tu benedices : qui insurgunt in me confundantur ; servus autem tuus lætabitur. |
29 ενδυσασθωσαν οι ενδιαβαλλοντες με εντροπην και περιβαλεσθωσαν ωσει διπλοιδα αισχυνην αυτων | 29 Induantur qui detrahunt mihi pudore, et operiantur sicut diploide confusione sua. |
30 εξομολογησομαι τω κυριω σφοδρα εν τω στοματι μου και εν μεσω πολλων αινεσω αυτον | 30 Confitebor Domino nimis in ore meo, et in medio multorum laudabo eum : |
31 οτι παρεστη εκ δεξιων πενητος του σωσαι εκ των καταδιωκοντων την ψυχην μου | 31 quia astitit a dextris pauperis, ut salvam faceret a persequentibus animam meam. |