Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 5


font
LXXBIBBIA CEI 2008
1 και εγενετο οτε ηκουσαν τα εθνη κυκλοθεν οτι ωκοδομηθη το θυσιαστηριον και ενεκαινισθη το αγιασμα ως το προτερον και ωργισθησαν σφοδρα1 I popoli vicini, quando sentirono che era stato ricostruito l’altare e rinnovato il santuario come prima, fremettero di rabbia
2 και εβουλευσαντο του αραι το γενος ιακωβ τους οντας εν μεσω αυτων και ηρξαντο του θανατουν εν τω λαω και εξαιρειν2 e decisero di eliminare quelli della stirpe di Giacobbe che si trovavano in mezzo a loro, e cominciarono a uccidere e a sopprimere gente in mezzo al popolo.
3 και επολεμει ιουδας προς τους υιους ησαυ εν τη ιδουμαια την ακραβαττηνην οτι περιεκαθηντο τον ισραηλ και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και συνεστειλεν αυτους και ελαβεν τα σκυλα αυτων3 Allora Giuda mosse guerra ai figli di Esaù nell’Idumea e nell’Acrabattene, perché assediavano Israele; inflisse loro un grave colpo, li umiliò e s’impadronì delle loro spoglie.
4 και εμνησθη της κακιας υιων βαιαν οι ησαν τω λαω εις παγιδα και σκανδαλον εν τω ενεδρευειν αυτους εν ταις οδοις4 Si ricordò poi della perfidia dei figli di Bean, che erano stati di laccio e d’inciampo per il popolo, tendendo insidie nelle vie.
5 και συνεκλεισθησαν υπ' αυτου εις τους πυργους και παρενεβαλεν επ' αυτους και ανεθεματισεν αυτους και ενεπυρισε τους πυργους αυτης εν πυρι συν πασιν τοις ενουσιν5 Egli li rinchiuse nelle torri, si accampò contro di loro, li votò allo sterminio e diede fuoco alle torri con tutti coloro che vi erano dentro.
6 και διεπερασεν επι τους υιους αμμων και ευρεν χειρα κραταιαν και λαον πολυν και τιμοθεον ηγουμενον αυτων6 Poi passò agli Ammoniti e vi trovò un forte contingente e un popolo numeroso al comando di Timòteo.
7 και συνηψεν προς αυτους πολεμους πολλους και συνετριβησαν προ προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους7 Organizzò contro di loro molte azioni di guerra e furono sconfitti e annientati.
8 και προκατελαβετο την ιαζηρ και τας θυγατερας αυτης και ανεστρεψεν εις την ιουδαιαν8 Conquistò anche Iazer e le sue dipendenze e ritornò in Giudea.
9 και επισυνηχθησαν τα εθνη τα εν τη γαλααδ επι τον ισραηλ τους οντας επι τοις οριοις αυτων του εξαραι αυτους και εφυγον εις δαθεμα το οχυρωμα9 Anche i pagani di Gàlaad si coalizzarono contro gli Israeliti che erano nel loro territorio per eliminarli; ma questi fuggirono a Dàtema, nella fortezza,
10 και απεστειλαν γραμματα προς ιουδαν και τους αδελφους αυτου λεγοντες επισυνηγμενα εστιν εφ' ημας τα εθνη κυκλω ημων του εξαραι ημας10 e inviarono questa lettera a Giuda e ai suoi fratelli: «Contro di noi si sono riuniti i pagani dei dintorni per eliminarci
11 και ετοιμαζονται ελθειν και προκαταλαβεσθαι το οχυρωμα εις ο κατεφυγομεν και τιμοθεος ηγειται της δυναμεως αυτων11 e si preparano a venire a espugnare la fortezza dove siamo rifugiati; Timòteo è a capo del loro esercito.
12 νυν ουν ελθων εξελου ημας εκ χειρος αυτων οτι πεπτωκεν εξ ημων πληθος12 Su, vieni a liberarci dalle mani di costoro, perché molti di noi sono caduti
13 και παντες οι αδελφοι ημων οι οντες εν τοις τουβιου τεθανατωνται και ηχμαλωτικασιν τας γυναικας αυτων και τα τεκνα και την αποσκευην και απωλεσαν εκει ωσει μιαν χιλιαρχιαν ανδρων13 e tutti i nostri fratelli che erano nel territorio di Tubia sono stati messi a morte, sono state condotte in schiavitù le loro mogli con i figli e con i loro beni, e sono periti circa un migliaio di uomini».
14 ετι αι επιστολαι ανεγιγνωσκοντο και ιδου αγγελοι ετεροι παρεγενοντο εκ της γαλιλαιας διερρηχοτες τα ιματια απαγγελλοντες κατα τα ρηματα ταυτα14 Stavano ancora leggendo la lettera, quand’ecco presentarsi altri messaggeri dalla Galilea con le vesti stracciate, che annunciavano le stesse cose.
15 λεγοντες επισυνηχθαι επ' αυτους εκ πτολεμαιδος και τυρου και σιδωνος και πασαν γαλιλαιαν αλλοφυλων του εξαναλωσαι ημας15 Dicevano: «Si sono uniti contro di noi gli abitanti di Tolemàide, Tiro e Sidone e tutta la Galilea degli stranieri per distruggerci».
16 ως δε ηκουσεν ιουδας και ο λαος τους λογους τουτους επισυνηχθη εκκλησια μεγαλη βουλευσασθαι τι ποιησωσιν τοις αδελφοις αυτων τοις ουσιν εν θλιψει και πολεμουμενοις υπ' αυτων16 Quando Giuda e il popolo ebbero udito queste cose, si raccolse una grande assemblea per decidere che cosa fare per i loro fratelli posti nella tribolazione e attaccati dai nemici.
17 και ειπεν ιουδας σιμωνι τω αδελφω αυτου επιλεξον σεαυτω ανδρας και πορευου και ρυσαι τους αδελφους σου τους εν τη γαλιλαια εγω δε και ιωναθαν ο αδελφος μου πορευσομεθα εις την γαλααδιτιν17 Giuda disse a Simone, suo fratello: «Scegliti degli uomini e corri a liberare i tuoi fratelli della Galilea; io e mio fratello Giònata andremo nella regione di Gàlaad».
18 και κατελιπεν ιωσηπον τον του ζαχαριου και αζαριαν ηγουμενον του λαου μετα των επιλοιπων της δυναμεως εν τη ιουδαια εις τηρησιν18 Lasciò Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria, capo del popolo, con il resto delle forze a presidiare la Giudea,
19 και ενετειλατο αυτοις λεγων προστητε του λαου τουτου και μη συναψητε πολεμον προς τα εθνη εως του επιστρεψαι ημας19 dando loro questa consegna: «Governate questo popolo, ma non attaccate battaglia contro i pagani fino al nostro ritorno».
20 και εμερισθησαν σιμωνι ανδρες τρισχιλιοι του πορευθηναι εις την γαλιλαιαν ιουδα δε ανδρες οκτακισχιλιοι εις την γαλααδιτιν20 Furono assegnati a Simone tremila uomini per la spedizione in Galilea, a Giuda ottomila uomini per la regione di Gàlaad.
21 και επορευθη σιμων εις την γαλιλαιαν και συνηψεν πολεμους πολλους προς τα εθνη και συνετριβη τα εθνη απο προσωπου αυτου21 Simone si recò in Galilea e sferrò molti attacchi contro i pagani, e questi rimasero sconfitti davanti a lui;
22 και εδιωξεν αυτους εως της πυλης πτολεμαιδος και επεσον εκ των εθνων εις τρισχιλιους ανδρας και ελαβεν τα σκυλα αυτων22 egli li inseguì fino alle porte di Tolemàide. Caddero tra i pagani circa tremila uomini e Simone portò via le loro spoglie.
23 και παρελαβεν τους εκ της γαλιλαιας και εν αρβαττοις συν ταις γυναιξιν και τοις τεκνοις και παντα οσα ην αυτοις και ηγαγεν εις την ιουδαιαν μετ' ευφροσυνης μεγαλης23 Prese poi gli Israeliti che erano in Galilea e in Arbatta con le donne, i figli e tutti i loro averi, e li condusse in Giudea con grande gioia.
24 και ιουδας ο μακκαβαιος και ιωναθαν ο αδελφος αυτου διεβησαν τον ιορδανην και επορευθησαν οδον τριων ημερων εν τη ερημω24 Da parte loro Giuda Maccabeo e il fratello Giònata passarono il Giordano e camminarono per tre giorni nel deserto.
25 και συνηντησαν τοις ναβαταιοις και απηντησαν αυτοις ειρηνικως και διηγησαντο αυτοις παντα τα συμβαντα τοις αδελφοις αυτων εν τη γαλααδιτιδι25 S’imbatterono nei Nabatei, che vennero loro incontro pacificamente e narrarono tutte le vicende dei loro fratelli nella regione di Gàlaad:
26 και οτι πολλοι εξ αυτων συνειλημμενοι εισιν εις βοσορρα και βοσορ εν αλεμοις χασφω μακεδ και καρναιν πασαι αι πολεις αυται οχυραι και μεγαλαι26 che molti di loro erano assediati a Bosra e Bosor, ad Àlema, a Casfo, a Maked e Karnàin, tutte città fortificate e grandi,
27 και εν ταις λοιπαις πολεσιν της γαλααδιτιδος εισιν συνειλημμενοι εις αυριον τασσονται παρεμβαλειν επι τα οχυρωματα και καταλαβεσθαι και εξαραι παντας τουτους εν ημερα μια27 che altri erano rinchiusi nelle altre città di Gàlaad, che per il giorno dopo era stabilito di dare l’assalto alle fortezze, di espugnarle e di eliminare tutti in un solo giorno.
28 και απεστρεψεν ιουδας και η παρεμβολη αυτου οδον εις την ερημον βοσορρα αφνω και κατελαβετο την πολιν και απεκτεινε παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και ελαβεν παντα τα σκυλα αυτων και ενεπρησεν αυτην πυρι28 Allora Giuda con il suo esercito tornò subito indietro per la via del deserto verso Bosra; prese la città e passò ogni maschio a fil di spada, s’impadronì di tutte le loro spoglie e incendiò la città.
29 και απηρεν εκειθεν νυκτος και επορευοντο εως επι το οχυρωμα29 Nella notte partì di là e marciarono fino alla fortezza.
30 και εγενετο εωθινη ηραν τους οφθαλμους αυτων και ιδου λαος πολυς ου ουκ ην αριθμος αιροντες κλιμακας και μηχανας καταλαβεσθαι το οχυρωμα και επολεμουν αυτους30 Verso il mattino alzarono gli occhi ed ecco una folla innumerevole che issava scale e macchine per espugnare la fortezza e stava attaccando.
31 και ειδεν ιουδας οτι ηρκται ο πολεμος και η κραυγη της πολεως ανεβη εως ουρανου σαλπιγξιν και κραυγη μεγαλη31 Giuda, vedendo che la battaglia era già incominciata e che le grida della città arrivavano al cielo, per il suono delle trombe e le urla altissime,
32 και ειπεν τοις ανδρασιν της δυναμεως πολεμησατε σημερον υπερ των αδελφων ημων32 disse ai suoi soldati: «Combattete oggi per i vostri fratelli».
33 και εξηλθεν εν τρισιν αρχαις εξοπισθεν αυτων και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν εν προσευχη33 Irruppero in tre schiere alle loro spalle, diedero fiato alle trombe e innalzarono grida e invocazioni.
34 και επεγνω η παρεμβολη τιμοθεου οτι μακκαβαιος εστιν και εφυγον απο προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και επεσον εξ αυτων εν εκεινη τη ημερα εις οκτακισχιλιους ανδρας34 L’esercito di Timòteo venne a sapere che c’era il Maccabeo; fuggirono davanti a lui, che inflisse loro una grave sconfitta; ne rimasero uccisi in quel giorno circa ottomila.
35 και απεκλινεν εις αλεμα και επολεμησεν αυτην και κατελαβετο αυτην και απεκτεινεν παν αρσενικον αυτης και ελαβεν τα σκυλα αυτης και ενεπρησεν αυτην εν πυρι35 Poi piegò su Àlema, l’assalì e la prese; ne uccise tutti i maschi, la saccheggiò e appiccò il fuoco.
36 εκειθεν απηρεν και προκατελαβετο την χασφω μακεδ και βοσορ και τας λοιπας πολεις της γαλααδιτιδος36 Tolse il campo di là e conquistò Casfo, Maked e Bosor e le altre città di Gàlaad.
37 μετα δε τα ρηματα ταυτα συνηγαγεν τιμοθεος παρεμβολην αλλην και παρενεβαλεν κατα προσωπον ραφων εκ περαν του χειμαρρου37 Dopo questi fatti Timòteo raccolse un altro esercito e si accampò di fronte a Rafon, al di là del torrente.
38 και απεστειλεν ιουδας κατασκοπευσαι την παρεμβολην και απηγγειλαν αυτω λεγοντες επισυνηγμενα εισιν προς αυτον παντα τα εθνη τα κυκλω ημων δυναμις πολλη σφοδρα38 Giuda mandò a esplorare il campo e gli riferirono: «Sono radunati con lui tutti i pagani che ci circondano: sono un esercito imponente.
39 και αραβας μεμισθωνται εις βοηθειαν αυτοις και παρεμβαλλουσιν περαν του χειμαρρου ετοιμοι του ελθειν επι σε εις πολεμον και επορευθη ιουδας εις συναντησιν αυτων39 Anche gli Arabi sono assoldati come suoi ausiliari; sono accampati al di là del torrente e sono pronti a venire a battaglia con te». Giuda si mosse per affrontarli.
40 και ειπεν τιμοθεος τοις αρχουσιν της δυναμεως αυτου εν τω εγγιζειν ιουδαν και την παρεμβολην αυτου επι τον χειμαρρουν του υδατος εαν διαβη προς ημας προτερος ου δυνησομεθα υποστηναι αυτον οτι δυναμενος δυνησεται προς ημας40 Timòteo disse ai comandanti del suo esercito, mentre Giuda e il suo esercito si avvicinavano al torrente: «Se passerà per primo contro di noi, non potremo resistergli, perché certamente ci vincerà.
41 εαν δε δειλανθη και παρεμβαλη περαν του ποταμου διαπερασομεν προς αυτον και δυνησομεθα προς αυτον41 Se invece si mostrerà titubante e porrà il campo al di là del fiume, andremo noi contro di lui e avremo la meglio».
42 ως δε ηγγισεν ιουδας επι τον χειμαρρουν του υδατος εστησεν τους γραμματεις του λαου επι του χειμαρρου και ενετειλατο αυτοις λεγων μη αφητε παντα ανθρωπον παρεμβαλειν αλλα ερχεσθωσαν παντες εις τον πολεμον42 Quando Giuda si fu avvicinato al corso d’acqua, dispose gli scribi del popolo lungo il torrente e comandò loro: «Non permettete che alcuno si fermi, ma vengano tutti a combattere».
43 και διεπερασεν επ' αυτους προτερος και πας ο λαος οπισθεν αυτου και συνετριβησαν προ προσωπου αυτων παντα τα εθνη και ερριψαν τα οπλα αυτων και εφυγον εις το τεμενος καρναιν43 Passò per primo contro i nemici e tutto il popolo dietro di lui. I pagani furono tutti travolti davanti a lui, gettarono le armi e fuggirono nel tempio di Karnàin.
44 και προκατελαβοντο την πολιν και το τεμενος ενεπυρισαν εν πυρι συν πασιν τοις εν αυτω και ετροπωθη καρναιν και ουκ ηδυναντο ετι υποστηναι κατα προσωπον ιουδου44 Conquistarono la città e appiccarono il fuoco al tempio con quanti vi erano dentro. Così Karnàin fu vinta e non poté più resistere di fronte a Giuda.
45 και συνηγαγεν ιουδας παντα ισραηλ τους εν τη γαλααδιτιδι απο μικρου εως μεγαλου και τας γυναικας αυτων και τα τεκνα αυτων και την αποσκευην παρεμβολην μεγαλην σφοδρα ελθειν εις γην ιουδα45 Giuda poi radunò tutti gli Israeliti che erano in Gàlaad, dal più piccolo al più grande, con le donne, i figli e i loro beni, una carovana molto grande, per andare nella Giudea.
46 και ηλθον εως εφρων και αυτη πολις μεγαλη επι της οδου οχυρα σφοδρα ουκ ην εκκλιναι απ' αυτης δεξιαν η αριστεραν αλλ' η δια μεσου αυτης πορευεσθαι46 Arrivarono a Efron, grande città posta sul percorso, particolarmente fortificata, che non era possibile evitare da nessuna parte e bisognava passarvi in mezzo.
47 και απεκλεισαν αυτους οι εκ της πολεως και ενεφραξαν τας πυλας λιθοις47 Gli abitanti della città avevano chiuso loro il passaggio barricando le porte con pietre.
48 και απεστειλεν προς αυτους ιουδας λογοις ειρηνικοις λεγων διελευσομεθα δια της γης σου του απελθειν εις την γην ημων και ουδεις κακοποιησει υμας πλην τοις ποσιν παρελευσομεθα και ουκ ηβουλοντο ανοιξαι αυτω48 Giuda mandò a far loro proposte pacifiche dicendo: «Attraverseremo il vostro paese solo per tornare al nostro; nessuno vi farà del male, non faremo altro che passare a piedi». Ma non vollero aprirgli.
49 και επεταξεν ιουδας κηρυξαι εν τη παρεμβολη του παρεμβαλειν εκαστον εν ω εστιν τοπω49 Giuda fece annunciare a tutta la truppa che ciascuno si accampasse dov’era.
50 και παρενεβαλον οι ανδρες της δυναμεως και επολεμησεν την πολιν ολην την ημεραν εκεινην και ολην την νυκτα και παρεδοθη η πολις εν χειρι αυτου50 I soldati si fermarono e diedero l’assalto alla città, tutto quel giorno e tutta la notte, e la città si consegnò nelle sue mani.
51 και απωλεσεν παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και εξερριζωσεν αυτην και ελαβεν τα σκυλα αυτης και διηλθεν δια της πολεως επανω των απεκταμμενων51 Giuda passò tutti i maschi a fil di spada, la distrusse totalmente, ne prese le spoglie e attraversò la città passando sopra i cadaveri.
52 και διεβησαν τον ιορδανην εις το πεδιον το μεγα κατα προσωπον βαιθσαν52 Poi attraversarono il Giordano verso la grande pianura di fronte a Bet-Sean.
53 και ην ιουδας επισυναγων τους εσχατιζοντας και παρακαλων τον λαον κατα πασαν την οδον εως ηλθεν εις γην ιουδα53 Giuda sollecitava quelli che rimanevano indietro e confortava il popolo durante tutto il viaggio, finché giunsero nella Giudea.
54 και ανεβησαν εις ορος σιων εν ευφροσυνη και χαρα και προσηγαγον ολοκαυτωματα οτι ουκ επεσεν εξ αυτων ουθεις εως του επιστρεψαι εν ειρηνη54 Salirono il monte Sion in letizia ed esultanza e offrirono olocausti, perché nessuno di loro era caduto, fino al loro ritorno in pace.
55 και εν ταις ημεραις εν αις ην ιουδας και ιωναθαν εν γη γαλααδ και σιμων ο αδελφος αυτου εν τη γαλιλαια κατα προσωπον πτολεμαιδος55 Nel tempo in cui Giuda e Giònata erano rimasti in Gàlaad, e Simone, loro fratello, in Galilea di fronte a Tolemàide,
56 ηκουσεν ιωσηφ ο του ζαχαριου και αζαριας αρχοντες της δυναμεως των ανδραγαθιων και του πολεμου οια εποιησαν56 Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria, comandanti dell’esercito, vennero a sapere delle imprese gloriose e delle battaglie che avevano compiute
57 και ειπον ποιησωμεν και αυτοι εαυτοις ονομα και πορευθωμεν πολεμησαι προς τα εθνη τα κυκλω ημων57 e dissero: «Facciamoci onore anche noi e usciamo a combattere contro i pagani che sono intorno a noi».
58 και παρηγγειλεν τοις απο της δυναμεως της μετ' αυτων και επορευθησαν επι ιαμνειαν58 Diedero ordine ai soldati che erano con loro e si diressero a Iàmnia.
59 και εξηλθεν γοργιας εκ της πολεως και οι ανδρες αυτου εις συναντησιν αυτοις εις πολεμον59 Ma Gorgia uscì dalla città con i suoi uomini incontro a loro per attaccarli.
60 και ετροπωθη ιωσηπος και αζαριας και εδιωχθησαν εως των οριων της ιουδαιας και επεσον εν τη ημερα εκεινη εκ του λαου ισραηλ εις δισχιλιους ανδρας60 Giuseppe e Azaria furono vinti e inseguiti fin nel territorio della Giudea, e in quel giorno caddero circa duemila uomini del popolo d’Israele.
61 και εγενηθη τροπη μεγαλη εν τω λαω οτι ουκ ηκουσαν ιουδου και των αδελφων αυτου οιομενοι ανδραγαθησαι61 Toccò questa grave sconfitta al popolo, perché non avevano ascoltato Giuda e i suoi fratelli, pensando di compiere gesta eroiche.
62 αυτοι δε ουκ ησαν εκ του σπερματος των ανδρων εκεινων οις εδοθη σωτηρια ισραηλ δια χειρος αυτων62 Costoro non erano della stirpe di quegli uomini, alle cui mani era stata affidata la salvezza d’Israele.
63 και ο ανηρ ιουδας και οι αδελφοι αυτου εδοξασθησαν σφοδρα εναντι παντος ισραηλ και των εθνων παντων ου ηκουετο το ονομα αυτων63 Il prode Giuda e i suoi fratelli crebbero in grande fama presso tutto Israele e presso tutti i popoli ai quali giungeva notizia del loro nome.
64 και επισυνηγοντο προς αυτους ευφημουντες64 Tutti si adunavano attorno a loro per acclamarli.
65 και εξηλθεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και επολεμουν τους υιους ησαυ εν τη γη τη προς νοτον και επαταξεν την χεβρων και τας θυγατερας αυτης και καθειλεν τα οχυρωματα αυτης και τους πυργους αυτης ενεπυρισεν κυκλοθεν65 Giuda con i suoi fratelli uscì ancora per combattere contro i figli di Esaù nella regione meridionale e colpì Ebron e le sue dipendenze, distrusse le sue fortezze e diede fuoco tutt’intorno alle sue torri.
66 και απηρεν του πορευθηναι εις γην αλλοφυλων και διεπορευετο την μαρισαν66 Poi levò il campo per andare nel paese dei Filistei e attraversò Maresà.
67 εν τη ημερα εκεινη επεσον ιερεις εν πολεμω βουλομενοι ανδραγαθησαι εν τω αυτους εξελθειν εις πολεμον αβουλευτως67 In quel giorno caddero in battaglia alcuni sacerdoti i quali, smaniosi di eroismi, erano usciti a combattere sconsideratamente.
68 και εξεκλινεν ιουδας εις αζωτον γην αλλοφυλων και καθειλεν τους βωμους αυτων και τα γλυπτα των θεων αυτων κατεκαυσεν πυρι και εσκυλευσεν τα σκυλα των πολεων και επεστρεψεν εις γην ιουδα68 Giuda piegò su Azoto, terra dei Filistei: distrusse i loro altari, bruciò le statue dei loro dèi, mise a sacco la loro città e fece ritorno in Giudea.