Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 20


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Αφου δε επαυσεν ο θορυβος, προσκαλεσας ο Παυλος τους μαθητας και ασπασθεις, εξηλθε δια να υπαγη εις την Μακεδονιαν.1 And after the tumult was ceased, Paul calling to him the disciples, and exhorting them, took his leave, and set forward to go into Macedonia.
2 Και διαπερασας τα μερη εκεινα και προτρεψας αυτους δια λογων πολλων, ηλθεν εις την Ελλαδα?2 And when he had gone over those parts, and had exhorted them with many words, he came into Greece;
3 και αφου διετριψε τρεις μηνας, επειδη εγεινε κατ' αυτου επιβουλη υπο των Ιουδαιων, ενω εμελλε να αποπλευση εις την Συριαν, ενεκριθη να επιστρεψη δια της Μακεδονιας.3 Where, when he had spent three months, the Jews laid wait for him, as he was about to sail into Syria; so he took a resolution to return through Macedonia.
4 Συνηκολουθει δε αυτον μεχρι της Ασιας Σωπατρος ο Βεροιαιος και εκ των Θεσσαλονικεων Αρισταρχος και Σεκουνδος και Γαιος ο εκ Δερβης και ο Τιμοθεος, Ασιανοι δε ο Τυχικος και ο Τροφιμος.4 And there accompanied him Sopater the son of Pyrrhus, of Berea; and of the Thessalonians, Aristarchus, and Secundus, and Gaius of Derbe, and Timothy; and of Asia, Tychicus and Trophimus.
5 Ουτοι ελθοντες προτεροι περιεμενον ημας εις την Τρωαδα?5 These going before, stayed for us at Troas.
6 ημεις δε εξεπλευσαμεν απο Φιλιππων μετα τας ημερας των αζυμων και εις πεντε ημερας ηλθομεν προς αυτους εις την Τρωαδα, οπου διετριψαμεν ημερας επτα.6 But we sailed from Philippi after the days of the Azymes, and came to them to Troas in five days, where we abode seven days.
7 Και τη πρωτη ημερα της εβδομαδος ενω οι μαθηται ησαν συνηγμενοι δια την κλασιν του αρτου, ο Παυλος διελεγετο προς αυτους, μελλων να αναχωρηση τη επαυριον, και παρετεινε τον λογον μεχρι μεσονυκτιου.7 And on the first day of the week, when we were assembled to break bread, Paul discoursed with them, being to depart on the morrow: and he continued his speech until midnight.
8 Ησαν δε λαμπαδες ικαναι εις το ανωγεον, οπου ησαν συνηγμενοι.8 And there were a great number of lamps in the upper chamber where we were assembled.
9 Και νεανιας τις ονοματι Ευτυχος, καθημενος επι του παραθυρου, κατεφερετο εις υπνον βαθυν, ενω ο Παυλος διελεγετο εκτεταμενως, και κυριευθεις υπο του υπνου επεσε κατω απο του τριτου πατωματος και εσηκωσαν αυτον νεκρον.9 And a certain young man named Eutychus, sitting on the window, being oppressed with a deep sleep, (as Paul was long preaching,) by occasion of his sleep fell from the third loft down, and was taken up dead.
10 Καταβας δε ο Παυλος, επεσεν επ' αυτον και εναγκαλισθεις ειπε? Μη θορυβεισθε? διοτι η ψυχη αυτου ειναι εν αυτω.10 To whom, when Paul had gone down, he laid himself upon him, and embracing him, said: Be not troubled, for his soul is in him.
11 Αφου δε ανεβη και εκοψεν αρτον και εγευθη και ωμιλησεν ικανως μεχρι της αυγης? μετα ταυτα ανεχωρησε.11 Then going up, and breaking bread and tasting, and having talked a long time to them, until daylight, so he departed.
12 Τον δε νεον εφεραν ζωντα και παρηγορηθησαν καθ' υπερβολην.12 And they brought the youth alive, and were not a little comforted.
13 ημεις δε καταβαντες προτεροι εις το πλοιον, απεπλευσαμεν εις την Ασσον, μελλοντες να αναλαβωμεν εκειθεν τον Παυλον? επειδη ουτως ειχε διαταξει, μελλων αυτος να υπαγη πεζος.13 But we, going aboard the ship, sailed to Assos, being there to take in Paul; for so he had appointed, himself purposing to travel by land.
14 Και καθως συνηντησεν ημας εις την Ασσον, αναλαβοντες αυτον ηλθομεν εις Μιτυληνην?14 And when he had met with us at Assos, we took him in, and came to Mitylene.
15 και εκειθεν αποπλευσαντες κατηντησαμεν την επιουσαν αντικρυ Χιου? την δε αλλην εφθασαμεν εις Σαμον, και μειναντες εν τω Τρωγυλλιω την ακολουθον ημεραν ηλθομεν εις Μιλητον.15 And sailing thence, the day following we came over against Chios; and the next day we arrived at Samos; and the day following we came to Miletus.
16 Διοτι ο Παυλος εκρινε να παραπλευση την Εφεσον, δια να μη συμβη εις αυτον να χρονοτριβηση εν τη Ασια? διοτι εσπευδεν, αν ητο δυνατον εις αυτον, να ευρεθη την ημεραν της Πεντηκοστης εις Ιεροσολυμα.16 For Paul had determined to sail by Ephesus, lest he should be stayed any time in Asia. For he hasted, if it were possible for him, to keep the day of Pentecost at Jerusalem.
17 Πεμψας δε απο της Μιλητου εις Εφεσον, προσεκαλεσε τους πρεσβυτερους της εκκλησιας.17 And sending from Miletus to Ephesus, he called the ancients of the church.
18 Και οτε ηλθον προς αυτον, ειπε προς αυτους? Σεις εξευρετε, απο της πρωτης ημερας αφ' ης επατησα εις την Ασιαν, πως επερασα μεθ' υμων ολον τον χρονον,18 And when they were come to him, and were together, he said to them: You know from the first day that I came into Asia, in what manner I have been with you, for all the time,
19 δουλευων τον Κυριον μετα πασης ταπεινοφροσυνης και μετα πολλων δακρυων και πειρασμων, οιτινες μοι συνεβησαν εν ταις επιβουλαις των Ιουδαιων,19 Serving the Lord with all humility, and with tears, and temptations which befell me by the conspiracies of the Jews;
20 οτι δεν υπεκρυψα ουδεν των συμφεροντων, ωστε να μη αναγγειλω αυτο προς εσας και να σας διδαξω δημοσια και κατ' οικους,20 How I have kept back nothing that was profitable to you, but have preached it to you, and taught you publicly, and from house to house,
21 διαμαρτυρομενος προς Ιουδαιους τε και Ελληνας την εις τον Θεον μετανοιαν και την πιστιν την εις τον Κυριον ημων Ιησουν Χριστον.21 Testifying both to Jews and Gentiles penance towards God, and faith in our Lord Jesus Christ.
22 Και τωρα ιδου, εγω δεδεμενος τω πνευματι υπαγω εις Ιερουσαλημ, μη γνωριζων τα μελλοντα να συμβωσιν εις εμε εν αυτη,22 And now, behold, being bound in the spirit, I go to Jerusalem: not knowing the things which shall befall me there:
23 πλην οτι το Πνευμα το Αγιον μαρτυρει εν παση πολει λεγον, οτι δεσμα και θλιψεις με περιμενουσι.23 Save that the Holy Ghost in every city witnesseth to me, saying: That bands and afflictions wait for me at Jerusalem.
24 Δεν φροντιζω ομως περι ουδενος τουτων ουδε εχω πολυτιμον την ζωην μου, ως το να τελειωσω τον δρομον μου μετα χαρας και την διακονιαν, την οποιαν ελαβον παρα του Κυριου Ιησου, να διακηρυξω το ευαγγελιον της χαριτος του Θεου.24 But I fear none of these things, neither do I count my life more precious than myself, so that I may consummate my course and the ministry of the word which I received from the Lord Jesus, to testify the gospel of the grace of God.
25 Και τωρα ιδου, εγω εξευρω οτι πλεον δεν θελετε ιδει το προσωπον μου σεις παντες, μεταξυ των οποιων διηλθον κηρυττων την βασιλειαν του Θεου.25 And now behold, I know that all you, among whom I have gone preaching the kingdom of God, shall see my face no more.
26 Οθεν μαρτυρομαι προς εσας εν τη σημερον ημερα, οτι εγω ειμαι καθαρος απο του αιματος παντων?26 Wherefore I take you to witness this day, that I am clear from the blood of all men;
27 διοτι δεν συνεσταλην να αναγγειλω προς εσας πασαν την βουλην του Θεου.27 For I have not spared to declare unto you all the counsel of God.
28 Προσεχετε λοιπον εις εαυτους και εις ολον το ποιμνιον, εις το οποιον το Πνευμα το Αγιον σας εθεσεν επισκοπους, δια να ποιμαινητε την εκκλησιαν του Θεου, την οποιαν απεκτησε δια του ιδιου αυτου αιματος.28 Take heed to yourselves, and to the whole flock, wherein the Holy Ghost hath placed you bishops, to rule the church of God, which he hath purchased with his own blood.
29 Διοτι εγω εξευρω τουτο, οτι μετα την αναχωρησιν μου θελουσιν εισελθει εις εσας λυκοι βαρεις μη φειδομενοι του ποιμνιου?29 I know that, after my departure, ravening wolves will enter in among you, not sparing the flock.
30 και εξ υμων αυτων θελουσι σηκωθη ανθρωποι λαλουντες διεστραμμενα, δια να αποσπωσι τους μαθητας οπισω αυτων.30 And of your own selves shall arise men speaking perverse things, to draw away disciples after them.
31 Δια τουτο αγρυπνειτε, ενθυμουμενοι οτι τρια ετη νυκτα και ημεραν δεν επαυσα νουθετων μετα δακρυων ενα εκαστον.31 Therefore watch, keeping in memory, that for three years I ceased not, with tears to admonish every one of you night and day.
32 Και τωρα, αδελφοι, σας αφιερονω εις τον Θεον και εις τον λογον της χαριτος αυτου, οστις δυναται να εποικοδομηση και να δωση εις εσας κληρονομιαν μεταξυ παντων των ηγιασμενων.32 And now I commend you to God, and to the word of his grace, who is able to build up, and to give an inheritance among all the sanctified.
33 Αργυριον η χρυσιον η ιματιον ουδενος επεθυμησα?33 I have not coveted any man's silver, gold, or apparel, as
34 σεις δε αυτοι εξευρετε οτι εις τας χρειας μου και εις τους οντας μετ' εμου αι χειρες αυται υπηρετησαν.34 You yourselves know: for such things as were needful for me and them that are with me, these hands have furnished.
35 Κατα παντα υπεδειξα εις εσας οτι ουτω κοπιαζοντες πρεπει να βοηθητε τους ασθενεις και να ενθυμησθε τους λογους του Κυριου Ιησου, οτι αυτος ειπε? Μακαριον ειναι να διδη τις μαλλον παρα να λαμβανη.35 I have shewed you all things, how that so labouring you ought to support the weak, and to remember the word of the Lord Jesus, how he said: It is a more blessed thing to give, rather than to receive.
36 Και αφου ειπε ταυτα, γονατισας προσηυχηθη μετα παντων αυτων.36 And when he had said these things, kneeling down, he prayed with them all.
37 Εγεινε δε πολυς κλαυθμος παντων, και πεσοντες επι τον τραχηλον του Παυλου κατεφιλουν αυτον,37 And there was much weeping among them all; and falling on the neck of Paul, they kissed him,
38 υπερλυπουμενοι μαλιστα δια τον λογον τον οποιον ειπεν, οτι δεν θελουσιν ιδει πλεον το προσωπον αυτου. Και προεπεμπον αυτον εις το πλοιον.38 Being grieved most of all for the word which he had said, that they should see his face no more. And they brought him on his way to the ship.