Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 37


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.1 E QUANDO il re Ezechia ebbe intese queste cose, stracciò le sue vesti, e si coprì di un sacco ed entrò nella Casa del Signore.
2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως?2 E mandò Eliachim, mastro del palazzo, e Sebna, segretario, e i più vecchi de’ sacerdoti, coperti di sacchi, al profeta Isaia, figliuolo di Amos.
3 και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας, η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?3 Ed essi gli dissero: Così ha detto Ezechia: Questo è un giorno di angoscia, di rimprovero, e di bestemmia; perciocchè i figliuoli son venuti fino all’apritura della matrice, ma non vi è forza da partorire.
4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.4 Forse che il Signore Iddio tuo avrà intese le parole di Rab-sache, il quale il re di Assiria, suo signore, ha mandato, per oltraggiar l’Iddio vivente, e per fargli rimprovero con le parole che il Signore Iddio tuo ha udite; perciò mettiti a fare orazione per lo rimanente del popolo che si ritrova.
5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.5 Così i servitori del re Ezechia vennero ad Isaia.
6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων, τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?6 Ed Isaia disse loro: Dite così al vostro signore: Così ha detto il Signore: Non temere per le parole che tu hai udite, con le quali i servitori del re degli Assiri mi hanno oltraggiato.
7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε ακουσας θορυβον θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.7 Ecco, io di presente metterò un tale spirito in lui, che, avendo inteso un certo grido, egli ritornerà al suo paese, ed io ho farò cader per la spada nel suo paese
8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.8 Or essendosene Rab-sache ritornato, e andato a trovare il re di Assiria, che combatteva Libna perciocchè egli avea inteso ch’egli s’era partito di Lachis;
9 Και ο βασιλευς ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Εξηλθε να σε πολεμηση. Και οτε ηκουσε τουτο, απεστειλε πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,9 esso ebbe novelle di Tirhaca, re di Etiopia, che dicevano: Egli è uscito fuori per darti battaglia. Ed avendo ciò udito, mandò messi ad Ezechia, dicendo:
10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.10 Dite così ad Ezechia, re di Giuda: Il tuo Dio, nel qual tu ti confidi, non t’inganni, dicendo: Gerusalemme non sarà data nelle mani del re di Assiria.
11 Ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;11 Ecco, tu hai inteso quello che i re degli Assiri hanno fatto a tutti gli altri paesi, distruggendoli; e tu scamperesti?
12 Μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν, τους εν Τελασσαρ;12 Gl’Iddii delle genti, che i miei padri distrussero, cioè: di Gozan, di Haran, di Resef, e de’ figliuoli di Eden, che sono in Telasar, le hanno essi liberate?
13 Που ο βασιλευς της Αιμαθ και ο βασιλευς της Αρφαδ και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;13 Dove è il re di Hamat, e il re di Arpad, e il re della città di Sefarvaim, di Hena, e di Ivva?
14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.14 Quando Ezechia ebbe ricevute quelle lettere, per mano di que’ messi, e le ebbe lette, salì alla Casa del Signore, e le spiegò davanti al Signore.
15 Και προσηυχηθη εις τον Κυριον ο Εζεκιας λεγων,15 Ed Ezechia fece orazione al Signore, dicendo:
16 Κυριε των δυναμεων, Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην.16 O Signore degli eserciti, Iddio d’Israele, che siedi sopra i Cherubini, tu solo sei l’Iddio di tutti i regni della terra; tu hai fatto il cielo e la terra.
17 Κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον παντας τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον.17 O Signore, inchina il tuo orecchio, e odi; o Signore, apri i tuoi occhi, e vedi; ed ascolta tutte le parole di Sennacherib, ch’egli ha mandate a dire, per oltraggiar l’Iddio vivente.
18 Αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν παντα τα εθνη και τους τοπους αυτων,18 Egli è vero, Signore, che i re degli Assiri hanno distrutti tutti que’ paesi, e le lor terre;
19 και ερριψαν εις το πυρ τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους.19 ed hanno gettati nel fuoco gl’iddii loro; perciocchè non erano dii, anzi opera di mani d’uomini, pietra, e legno; onde li hanno distrutti.
20 Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι ο Κυριος, ο μονος.20 Ma ora, o Signore Iddio nostro, liberaci dalla sua mano; acciocchè tutti i regni della terra conoscano che tu solo sei il Signore
21 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ, βασιλεως της Ασσυριας.21 Allora Isaia, figliuolo di Amos, mandò a dire ad Ezechia: Così ha detto il Signore Iddio d’Israele: Quant’è a ciò, di che tu mi hai fatta orazione intorno a Sennacherib, re degli Assiri;
22 Ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν η παρθενος, θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.22 questa è la parola, che il Signore ha pronunziata contro a lui: La vergine, figliuola di Sion, ti ha sprezzato, e ti ha beffato; la figliuola di Gerusalemme ha scossa la testa dietro a te.
23 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; κατα του Αγιου του Ισραηλ.23 Chi hai tu schernito ed oltraggiato? e contro a chi hai tu alzata la voce, e levati in alto gli occhi tuoi? contro al Santo d’Israele.
24 Τον Κυριον ωνειδισας δια των δουλων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις το υψος των ακρων αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?24 Tu hai schernito il Signore per li tuoi servitori; ed hai detto; Con la moltitudine de’ miei carri, io son salito in cima de’ monti fino al sommo del Libano; io taglierò i suoi più alti cedri, e i suoi più scelti abeti; e perverrò infino all’alto della sua cima, al bosco del suo Carmel.
25 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.25 Io ho cavati dei pozzi, e ne ho bevute le acque; ed ho asciutti con le piante de’ miei piedi tutti i rivi de’ luoghi assediati.
26 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους?26 Non hai tu inteso che già da lungo tempo io ho fatto questo, e l’ho formato ab antico? ed ora l’ho fatto venire, ed è stato per desolare, e per ridurre in mucchi di ruine le città forti.
27 δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.27 E gli abitanti di esse, scemi di forza, sono stati spaventati e confusi; sono stati come l’erba de’ campi, e come la verzura dell’erbetta, e come il fieno de’ tetti, e come le biade riarse, avanti che sieno salite in ispiga.
28 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.28 Ma io conosco il tuo stare, e il tuo uscire, e il tuo andare, e il tuo furore contro a me.
29 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.29 Perciocchè tu sei infuriato contro a me, e il tuo romoreggiare è salito a’ miei orecchi; io ti metterò il mio raffio nelle nari, e il mio freno nelle mascelle; e ti farò ritornare indietro per la via stessa, per la quale sei venuto.
30 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.30 E questo, o Ezechia, te ne sarà il segno: Quest’anno si mangerà quel che sarà nato de’ granelli caduti nella ricolta precedente; e l’anno seguente quello che sarà nato da sè stesso; ma l’anno terzo voi seminerete, e mieterete; e pianterete vigne, e mangerete del frutto loro.
31 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.31 E quello che sarà restato della casa di Giuda, e sarà scampato, continuerà a far radici di sotto, ed a portar frutto di sopra.
32 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.32 Perciocchè di Gerusalemme uscirà un rimanente, e del monte di Sion un residuo. La gelosia del Signore degli eserciti farà questo.
33 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην, ουδε θελει τοξευσει εκει βελος, ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδας, ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα?33 Perciò, il Signore ha detto così intorno al re degli Assiri: Egli non entrerà in questa città, e non vi tirerà dentro alcuna saetta, e non verrà all’assalto contro ad essa con iscudi, e non farà alcun argine contro ad essa.
34 δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει ο Κυριος?34 Egli se ne ritornerà per la medesima via, per la quale è venuto, e non entrerà in questa città, dice il Signore.
35 διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.35 Ed io sarà protettor di questa città, per salvarla, per amor di me stesso, e di Davide, mio servitore.
36 Τοτε εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.36 Or un Angelo del Signore uscì, e percosse centottantacinquemila uomini nel campo degli Assiri; e quando si furono levati la mattina, ecco non si vedeva altro che corpi morti.
37 Και εσηκωθη και εφυγε και επεστρεψε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας και κατωκησεν εν Νινευη.37 E Sennacherib, re degli Assiri, si partì, e se ne andò, e ritornò in Ninive, e vi dimorò.
38 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα, αυτοι δε εφυγον εις γην Αρμενιας? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.38 Ed avvenne che mentre egli adorava nella casa di Nisroc, suo dio, Adrammelec, e Sareser, suoi figliuoli lo percossero con la spada, e poi scamparono nel paese di Ararat. Ed Esar-haddon, suo figliuolo, regnò in luogo suo