ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 34
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Ψαλμος του Δαβιδ, οτε μετεβαλε τον τροπον αυτου εμπροσθεν του Αβιμελεχ? ουτος δε απελυσεν αυτον, και απηλθε.>> Θελω ευλογει τον Κυριον εν παντι καιρω? η αινεσις αυτου θελει εισθαι διαπαντος εν τω στοματι μου. | 1 Ipsi David. Judica, Domine, nocentes me ; expugna impugnantes me. |
2 Εις τον Κυριον θελει καυχασθαι η ψυχη μου? οι ταπεινοι θελουσιν ακουσει, και θελουσι χαρη. | 2 Apprehende arma et scutum, et exsurge in adjutorium mihi. |
3 Μεγαλυνατε τον Κυριον μετ' εμου, και ας υψωσωμεν ομου το ονομα αυτου. | 3 Effunde frameam, et conclude adversus eos qui persequuntur me ; dic animæ meæ : Salus tua ego sum. |
4 Εξεζητησα τον Κυριον, και επηκουσε μου, και εκ παντων των φοβων μου με ηλευθερωσεν. | 4 Confundantur et revereantur quærentes animam meam ; avertantur retrorsum et confundantur cogitantes mihi mala. |
5 Απεβλεψαν προς αυτον και εφωτισθησαν, και τα προσωπα αυτων δεν κατησχυνθησαν. | 5 Fiant tamquam pulvis ante faciem venti, et angelus Domini coarctans eos. |
6 Ουτος ο πτωχος εκραξε, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτου εσωσεν αυτον. | 6 Fiat via illorum tenebræ et lubricum, et angelus Domini persequens eos. |
7 Αγγελος Κυριου στρατοπεδευει κυκλω των φοβουμενων αυτον και ελευθερονει αυτους. | 7 Quoniam gratis absconderunt mihi interitum laquei sui ; supervacue exprobraverunt animam meam. |
8 Γευθητε και ιδετε οτι αγαθος ο Κυριος? μακαριος ο ανθρωπος ο ελπιζων επ' αυτον. | 8 Veniat illi laqueus quem ignorat, et captio quam abscondit apprehendat eum, et in laqueum cadat in ipsum. |
9 Φοβηθητε τον Κυριον, οι αγιοι αυτου? διοτι δεν υπαρχει στερησις εις τους φοβουμενους αυτον. | 9 Anima autem mea exsultabit in Domino, et delectabitur super salutari suo. |
10 Οι πλουσιοι πτωχευουσι και πεινωσιν? αλλ' οι εκζητουντες τον Κυριον δεν στερουνται ουδενος αγαθου. | 10 Omnia ossa mea dicent : Domine, quis similis tibi ? eripiens inopem de manu fortiorum ejus ; egenum et pauperem a diripientibus eum. |
11 Ελθετε, τεκνα, ακουσατε μου? τον φοβον του Κυριου θελω σας διδαξει. | 11 Surgentes testes iniqui, quæ ignorabam interrogabant me. |
12 Τις ειναι ο ανθρωπος οστις θελει ζωην, αγαπα ημερας, δια να ιδη καλον; | 12 Retribuebant mihi mala pro bonis, sterilitatem animæ meæ. |
13 Φυλαττε την γλωσσαν σου απο κακου, και τα χειλη σου απο του να λαλωσι δολον? | 13 Ego autem, cum mihi molesti essent, induebar cilicio ; humiliabam in jejunio animam meam, et oratio mea in sinu meo convertetur. |
14 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον? ζητει ειρηνην και κυνηγει αυτην. | 14 Quasi proximum et quasi fratrem nostrum sic complacebam ; quasi lugens et contristatus sic humiliabar. |
15 Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι επι τους δικαιους, και τα ωτα αυτου εις την κραυγην αυτων. | 15 Et adversum me lætati sunt, et convenerunt ; congregata sunt super me flagella, et ignoravi. |
16 Το προσωπον του Κυριου ειναι κατα των πραττοντων κακον, δια να αφανιση απο της γης το μνημοσυνον αυτων. | 16 Dissipati sunt, nec compuncti ; tentaverunt me, subsannaverunt me subsannatione ; frenduerunt super me dentibus suis. |
17 Εκραξαν οι δικαιοι, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτων ελευθερωσεν αυτους. | 17 Domine, quando respicies ? Restitue animam meam a malignitate eorum ; a leonibus unicam meam. |
18 Ο Κυριος ειναι πλησιον των συντετριμμενων την καρδιαν, και σωζει τους ταπεινους το πνευμα. | 18 Confitebor tibi in ecclesia magna ; in populo gravi laudabo te. |
19 Πολλαι αι θλιψεις του δικαιου, αλλ' εκ πασων τουτων θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος. | 19 Non supergaudeant mihi qui adversantur mihi inique, qui oderunt me gratis, et annuunt oculis. |
20 Αυτος φυλαττει παντα τα οστα αυτου? ουδεν εκ τουτων θελει συντριφθη. | 20 Quoniam mihi quidem pacifice loquebantur ; et in iracundia terræ loquentes, dolos cogitabant. |
21 Η κακια θελει θανατωσει τον αμαρτωλον? και οι μισουντες τον δικαιον θελουσιν απολεσθη. | 21 Et dilataverunt super me os suum ; dixerunt : Euge, euge ! viderunt oculi nostri. |
22 Ο Κυριος λυτρονει την ψυχην των δουλων αυτου, και δεν θελουσιν απολεσθη παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον. | 22 Vidisti, Domine : ne sileas ; Domine, ne discedas a me. |
23 Exsurge et intende judicio meo, Deus meus ; et Dominus meus, in causam meam. | |
24 Judica me secundum justitiam tuam, Domine Deus meus, et non supergaudeant mihi. | |
25 Non dicant in cordibus suis : Euge, euge, animæ nostræ ; nec dicant : Devoravimus eum. | |
26 Erubescant et revereantur simul qui gratulantur malis meis ; induantur confusione et reverentia qui magna loquuntur super me. | |
27 Exsultent et lætentur qui volunt justitiam meam ; et dicant semper : Magnificetur Dominus, qui volunt pacem servi ejus. | |
28 Et lingua mea meditabitur justitiam tuam ; tota die laudem tuam. |