Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 31


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου? και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;1 I made a covenant with my eyes, that I would not so much as think upon a virgin.
2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων;2 For what part should God from above have in me, and what inheritance the Almighty from on high?
3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας;3 Is not destruction to the wicked, and aversion to them that work iniquity?
4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;4 Doth not he consider my ways, and number all my steps?
5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον,5 If I have walked in vanity, and my foot hath made haste to deceit:
6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου?6 Let him weigh me in a just balance, and let God know my simplicity.
7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου?7 If my step hath turned out of the way, and if my heart hath followed my eyes, and if a spot hath cleaved to my hands:
8 να σπειρω, και αλλος να φαγη? και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου.8 Then let me sow and let another eat: and let my offspring be rooted out.
9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,9 If my heart hath been deceived upon a woman, and if I have laid wait at my friend's door:
10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην.10 Let my wife be the harlot of another, and let other men lie with her.
11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον?11 For this is a heinous crime, and a most grievous iniquity.
12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου.12 It is a fire that devoureth even to destruction, and rooteth up all things that spring.
13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε,13 If I have despised to abide judgment with my manservant, or my maidservant, when they had any controversy against me:
14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;14 For what shall I do when God shall rise to judge? and when he shall examine, what shall I answer him?
15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;15 Did not he that made me in the womb make him also: and did not one and the same form me in the womb?
16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας,16 If I have denied to the poor what they desired, and have made the eyes of the widow wait:
17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου?17 If I have eaten my morsel alone, and the fatherless hath not eaten thereof:
18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα?18 (For from my infancy mercy grew up with me: and it came out with me from my mother's womb :)
19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος,19 If I have despised him that was perishing for want of clothing, and the poor man that had no covering:
20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου,20 If his sides have not blessed me, and if he were not warmed with the fleece of my sheep:
21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη,21 If I have lifted up my hand against the fatherless, even when I saw myself superior in the gate:
22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος.22 Let my shoulder fall from its joint, and let my arm with its bones be broken.
23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω.23 For I have always feared God as waves swelling over me, and his weight I was not able to bear.
24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,24 If I have thought gold my strength, and have said to fine gold: My confidence:
25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,25 If I have rejoiced over my great riches, and because my hand had gotten much.
26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,26 If I beheld the sun when it shined, and the moon going in brightness:
27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου,27 And my heart in secret hath rejoiced, and I have kissed my hand with my mouth:
28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον? διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον.28 Which is a very great iniquity, and a denial against the most high God.
29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον?29 If I have been glad at the downfall of him that hated me, and have rejoiced that evil had found him.
30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου?30 For I have not given my mouth to sin, by wishing a curse to his soul.
31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου;31 If the men of my tabernacle have not said: Who will give us of his flesh that we may be filled?
32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω? ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον?32 The stranger did not stay without, my door was open to the traveller.
33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου?33 If as a man I have hid my sin, and have concealed my iniquity in my bosom.
34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας;34 If I have been afraid at a very great multitude, and the contempt of kinsmen hath terrified me: and I have not rather held my peace, and not gone out of the door.
35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον.35 Who would grant me a hearer, that the Almighty may hear my desire; and that he himself that judgeth would write a book,
36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε?36 That I may carry it on my shoulder, and put it about me as a crown?
37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου? ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον.37 At every step of mine I would pronounce it, and offer it as to a prince.
38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου,38 If my land cry against me, and with it the furrows thereof mourn:
39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου,39 If I have eaten the fruits thereof without money, and have afflicted the soul of the tillers thereof:
40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.40 Let thistles grow up to me instead of wheat, and thorns instead of barley.