Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Apocalisse 19


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 E DOPO queste cose, io udii nel cielo come una gran voce d’una grossa moltitudine, che diceva: Alleluia! la salute, e la potenza, e la gloria, e l’onore, appartengono al Signore Iddio nostro.1 Και μετα ταυτα ηκουσα ως φωνην μεγαλην οχλου πολλου εν τω ουρανω, λεγοντος? Αλληλουια? η σωτηρια και η δοξα και η τιμη και η δυναμις ανηκουσιν εις Κυριον τον Θεον ημων,
2 Percioccchè veraci e giusti sono i suoi giudicii; poichè egli ha fatto giudicio della gran meretrice, che ha corrotta la terra con la sua fornicazione, ed ha vendicato il sangue de’ suoi servitori, ridomandandolo dalla mano di essa.2 διοτι αληθιναι και δικαιαι ειναι αι κρισεις αυτου? διοτι εκρινε την πορνην την μεγαλην, ητις εφθειρε την γην με την πορνειαν αυτης, και εξεδικησεν εκ της χειρος αυτης το αιμα των δουλων αυτου.
3 E disse la seconda volta: Alleluia! e il fumo d’essa sale ne’ secoli de’ secoli.3 Και εκ δευτερου ειπον? Αλληλουια? και ο καπνος αυτης αναβαινει εις τους αιωνας των αιωνων.
4 E i ventiquattro vecchi e i quattro animali, si gettarono giù, e adorarono Iddio, sedente in sul trono, dicendo: Amen, Alleluia!4 Και επεσον οι εικοσιτεσσαρες πρεσβυτεροι και τα τεσσαρα ζωα και προσεκυνησαν τον Θεον τον καθημενον επι του θρονου λεγοντες? Αμην, αλληλουια.
5 Ed una voce procedette dal trono, dicendo: Lodate l’Iddio nostro, voi tutti i suoi servitori, e voi che lo temete, piccoli e grandi.5 Και εξηλθεν εκ του θρονου φωνη, λεγουσα? Αινειτε τον Θεον ημων, παντες οι δουλοι αυτου και οι φοβουμενοι αυτον και οι μικροι και οι μεγαλοι.
6 Poi io udii come la voce d’una gran moltitudine, e come il suono di molte acque, e come il romore di forti tuoni, che dicevano: Alleluia! perciocchè il Signore Iddio nostro, l’Onnipotente, ha preso a regnare.6 Και ηκουσα ως φωνην οχλου πολλου, και ως φωνην υδατων πολλων, και ως φωνην βροντων ισχυρων, λεγοντων? Αλληλουια? διοτι εβασιλευσε Κυριος ο Θεος ο παντοκρατωρ.
7 Rallegriamoci, e giubiliamo, e diamo a lui la gloria; perciocchè son giunte le nozze dell’Agnello, e la sua moglie s’è apparecchiata.7 Ας χαιρωμεν και ας αγαλλιωμεθα και ας δωσωμεν την δοξαν εις αυτον, διοτι ηλθεν ο γαμος του Αρνιου, και η γυνη αυτου ητοιμασεν εαυτην.
8 E le è stato dato d’esser vestita di bisso risplendente e puro; perciocchè il bisso son le opere giuste de’ santi.8 Και εδοθη εις αυτην να ενδυθη βυσσινον καθαρον και λαμπρον? διοτι το βυσσινον ειναι τα δικαιωματα των αγιων.
9 E quella voce mi disse: Scrivi: Beati coloro che son chiamati alla cena delle nozze dell’Agnello. Mi disse ancora: Queste sono le veraci parole di Dio.9 Και λεγει προς εμε? Γραψον, Μακαριοι οι κεκλημενοι εις το δειπνον του γαμου του Αρνιου. Και λεγει προς εμε? Ουτοι ειναι οι αληθινοι λογοι του Θεου.
10 Ed io mi gettai davanti a lui a’ suoi piedi, per adorarlo. Ma egli mi disse: Guardati che tu nol faccia; io son conservo tuo, e de’ tuoi fratelli, che hanno la testimonianza di Gesù; adora Iddio; perciocchè la testimonianza di Gesù è lo spirito della profezia10 Και επεσον εμπροσθεν των ποδων αυτου, δια να προσκυνησω αυτον. Και λεγει μοι? Προσεχε μη καμης τουτο? εγω ειμαι συνδουλος σου και των αδελφων σου, οιτινες εχουσι την μαρτυριαν του Ιησου? τον Θεον προσκυνησον? διοτι η μαρτυρια του Ιησου ειναι το πνευμα της προφητειας.
11 POI vidi il cielo aperto; ed ecco un caval bianco; e colui che lo cavalcava si chiama il Fedele, e il Verace; ed egli giudica, e guerreggia in giustizia.11 Και ειδον τον ουρανον ανεωγμενον, και ιδου ιππος λευκος, και ο καθημενος επ' αυτον εκαλειτο Πιστος και Αληθινος, και κρινει και πολεμει εν δικαιοσυνη.
12 E i suoi occhi erano come fiamma di fuoco, e in su la sua testa v’eran molti diademi; ed egli avea un nome scritto, il qual niuno conosce, se non egli;12 Οι δε οφθαλμοι αυτου ησαν ως φλοξ πυρος, και επι της κεφαλης αυτου διαδηματα πολλα, και ειχεν ονομα γεγραμμενον, το οποιον ουδεις γνωριζει ειμη αυτος,
13 ed era vestito d’una vesta tinta in sangue; e il suo nome si chiama: La Parola di Dio.13 και ητο ενδεδυμενος ιματιον βεβαμμενον με αιμα, και καλειται το ονομα αυτου? ο Λογος του Θεου.
14 E gli eserciti che son nel cielo lo seguitavano in su cavalli bianchi, vestiti di bisso bianco e puro.14 Και τα στρατευματα τα εν τω ουρανω ηκολουθουν αυτον εφ' ιππων λευκων, ενδεδυμενοι βυσσινον λευκον και καθαρον.
15 E dalla bocca d’esso usciva una spada a due tagli, acuta, da percuoter con essa le genti; ed egli le reggerà con una verga di ferro, ed egli stesso calcherà il tino del vino dell’indegnazione, e dell’ira dell’Iddio onnipotente.15 Και εκ του στοματος αυτου εξερχεται ρομφαια κοπτερα, δια να κτυπα με αυτην τα εθνη? και αυτος θελει ποιμανει αυτους εν ραβδω σιδηρα? και αυτος πατει τον ληνον του οινου του θυμου και της οργης του Θεου του παντοκρατορος?
16 Ed egli avea in su la sua vesta, e sopra la coscia, questo nome scritto: IL RE DEI RE, E IL SIGNOR DE’ SIGNORI.16 και επι το ιματιον και επι τον μηρον αυτου εχει γεγραμμενον το ονομα, Βασιλευς βασιλεων και Κυριος κυριων.
17 Poi vidi un angelo in piè nel sole, il qual gridò con gran voce, dicendo a tutti gli uccelli che volano in mezzo del cielo: Venite, raunatevi al gran convito di Dio;17 Και ειδον ενα αγγελον ισταμενον εν τω ηλιω, και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, λεγων προς παντα τα ορνεα τα πετωμενα εις το μεσουρανημα? Ελθετε και συναγεσθε εις το δειπνον του μεγαλου Θεου,
18 per mangiar carni di re, e carni di capitani, e carni d’uomini prodi, e carni di cavalli, e di coloro che li cavalcano; e carni d’ogni sorte di genti, franchi e servi, piccoli e grandi.18 δια να φαγητε σαρκας βασιλεων και σαρκας χιλιαρχων και σαρκας ισχυρων και σαρκας ιππων και των καθημενων επ' αυτων και σαρκας παντων ελευθερων και δουλων και μικρων και μεγαλων.
19 Ed io vidi la bestia, e i re della terra, e i loro eserciti, raunati per far guerra con colui che cavalcava quel cavallo, e col suo esercito.19 Και ειδον το θηριον και τους βασιλεις της γης και τα στρατευματα αυτων συνηγμενα, δια να καμωσι πολεμον με τον καθημενον επι του ιππου και με το στρατευμα αυτου.
20 Ma la bestia fu presa, e con lei il falso profeta, che avea fatti i segni davanti ad essa, co’ quali egli avea sedotti quelli che aveano preso il marchio della bestia, e quelli che aveano adorata la sua immagine; questi due furon gettati vivi nello stagno del fuoco ardente di zolfo.20 Και επιασθη το θηριον και μετα τουτου ο ψευδοπροφητης, οστις εκαμε τα σημεια ενωπιον αυτου, με τα οποια επλανησε τους λαβοντας το χαραγμα του θηριου και τους προσκυνουντας την εικονα αυτου? ζωντες ερριφθησαν οι δυο εις την λιμνην του πυρος, την καιομενην με το θειον.
21 E il rimanente fu ucciso con la spada di colui che cavalcava il cavallo, la quale usciva dalla sua bocca; e tutti gli uccelli furono satollati delle lor carni21 Και οι λοιποι εφονευθησαν με την ρομφαιαν του καθημενου επι του ιππου, την εξερχομενην εκ του στοματος αυτου? και παντα τα ορνεα εχορτασθησαν εκ των σαρκων αυτων.