Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 6


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR Davide adunò di nuovo tutti gli uomini scelti d’Israele in numero di trentamila.1 Και παλιν συνηθροισεν ο Δαβιδ παντας τους εκλεκτους εκ του Ισραηλ, τριακοντα χιλιαδας.
2 E Davide, con tutto quel popolo ch’era con lui, si mosse di Baale-Giuda, e andò per trasportar di là l’Arca di Dio, la quale si chiama del Nome del Signore degli eserciti, che siede sopra i Cherubini.2 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγε, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, απο Βααλ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον του Θεου, εις την οποιαν επικαλειται το Ονομα, το ονομα του Κυριου των δυναμεων, του καθημενου υπερανω αυτης επι των χερουβειμ.
3 E posero l’Arca di Dio sopra un carro nuovo, e la menarono via dalla casa di Abinadab, ch’era in sul colle; ed Uzza, ed Ahio, figliuoli di Abinadab, guidavano il carro nuovo.3 Και επεβιβασαν την κιβωτον του Θεου επι νεας αμαξης και εσηκωσαν αυτην εκ του οικου του Αβιναδαβ, του εν τω βουνω? ωδηγησαν δε την αμαξαν την νεαν ο Ουζα και Αχιω, υιοι του Αβιναδαβ.
4 Così menarono via l’Arca di Dio dalla casa di Abinadab, ch’era in sul colle, accompagnandola; e Ahio andava davanti all’Arca.4 Και εσηκωσαν αυτην απο του οικου του Αβιναδαβ, του εν τω βουνω, μετα της κιβωτου του Θεου? και ο Αχιω προεπορευετο της κιβωτου.
5 E Davide e tutta la casa d’Israele facevano festa davanti al Signore, sonando d’ogni sorta di strumenti fatti di legno d’abete, con cetere, e con salteri, e con tamburi, e con sistri, e con cembali5 Ο δε Δαβιδ και πας ο οικος του Ισραηλ επαιζον εμπροσθεν του Κυριου παν ειδος οργανων απο ξυλου ελατης και κιθαρας και ψαλτηρια και τυμπανα και σειστρα και κυμβαλα.
6 Ora, quando furono giunti infino all’aia di Nacon, Uzza stese la mano verso l’Arca di Dio, e la ritenne; perciocchè i buoi l’aveano smossa.6 Και οτε ηλθον εως του αλωνιου του Ναχων, εξηπλωσεν ο Ουζα την χειρα αυτου εις την κιβωτον του Θεου και εκρατησεν αυτην? διοτι εσεισαν αυτην οι βοες.
7 E l’ira del Signore si accese contro ad Uzza; e Iddio lo percosse quivi per la sua temerità; ed egli morì quivi presso all’Arca di Dio.7 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ουζα? και επαταξεν αυτον ο Θεος εκει δια την προπετειαν αυτου? και απεθανεν εκει παρα την κιβωτον του Θεου.
8 E Davide si attristò, per ciò che il Signore avea fatto rottura in Uzza; e chiamò quel luogo Peres-Uzza, il qual nome dura infino a questo giorno.8 Και ελυπηθη ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον εις τον Ουζα? και εκαλεσε το ονομα του τοπου Φαρες-ουζα, εως της ημερας ταυτης.
9 E Davide ebbe in quel dì paura del Signore, e disse: Come entrerebbe l’Arca del Signore appresso di me?9 Και εφοβηθη ο Δαβιδ τον Κυριον την ημεραν εκεινην και ειπε, πως θελει εισελθει προς εμε η κιβωτος του Κυριου;
10 E Davide non volle condurre l’Arca del Signore appresso di sè, nella Città di Davide; ma la fece ridurre dentro alla casa di Obed-Edom Ghitteo.10 Και δεν ηθελησεν ο Δαβιδ να μετακινηση την κιβωτον του Κυριου προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην ο Δαβιδ εις τον οικον Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.
11 E l’Arca del Signore dimorò tre mesi nella casa di Obed-Edom Ghitteo; e il Signore benedisse Obed-Edom, e tutta la sua casa11 Και εκαθησεν η κιβωτος του Κυριου εν τω οικω Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου τρεις μηνας? και ευλογησεν ο Κυριος τον Ωβηδ-εδωμ και παντα τον οικον αυτου.
12 E fu rapportato e detto al re Davide: Il Signore ha benedetta la casa di Obed-Edom, e tutto quello ch’è suo, per cagione dell’Arca di Dio. Laonde Davide andò, e fece portare l’Arca di Dio dalla casa di Obed-Edom nella città di Davide, con allegrezza.12 Και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Κυριος ευλογησε τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα τα υπαρχοντα αυτου ενεκα της κιβωτου του Θεου. Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ και ανεβιβασε την κιβωτον του Θεου εκ του οικου του Ωβηδ-εδωμ εις την πολιν Δαβιδ εν ευφροσυνη.
13 E, quando quelli che portavano l’Arca del Signore erano camminati sei passi, Davide sacrificava un bue e un montone grasso.13 Και οτε εβαδιζον οι βασταζοντες την κιβωτον του Κυριου εξ βηματα, εθυσιαζον βουν και σιτευτον.
14 E Davide saltava di tutta forza davanti al Signore, essendo cinto d’un Efod di lino.14 Και εχορευεν ο Δαβιδ ενωπιον του Κυριου εξ ολης δυναμεως? και ητο ο Δαβιδ περιεζωσμενος λινουν εφοδ.
15 Così Davide e tutta la casa d’Israele conducevano l’Arca del Signore, con grida di allegrezza, e con suono di trombe.15 Και ο Δαβιδ και πας ο οικος Ισραηλ ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου εν αλαλαγμω και εν φωνη σαλπιγγος.
16 Or avvenne che, come l’Arca del Signore entrava nella città di Davide, Mical, figliuola di Saulle, riguardò dalla finestra, e vide il re Davide che saltava di forza in presenza del Signore; e lo sprezzò nel cuor suo.16 Ενω δε η κιβωτος του Κυριου εισηρχετο εις την πολιν Δαβιδ, Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, εκυψε δια της θυριδος, και ιδουσα τον βασιλεα Δαβιδ ορχουμενον και χορευοντα ενωπιον του Κυριου, εξουδενωσεν αυτον εν τη καρδια αυτης.
17 Condussero adunque l’Arca del Signore, e la posero nel suo luogo, in mezzo d’un padiglione che Davide le avea teso. E Davide offerse olocausti e sacrificii da render grazie, in presenza del Signore.17 Και εφεραν την κιβωτον του Κυριου και εθεσαν αυτην εις τον τοπον αυτης, εις το μεσον της σκηνης την οποιαν εστησε δι' αυτην ο Δαβιδ? και προσεφερεν ο Δαβιδ ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας ενωπιον του Κυριου.
18 E, quando Davide ebbe finito di offerire olocausti e sacrificii da render grazie, benedisse il popolo nel Nome del Signore degli eserciti.18 Και αφου ετελειωσεν ο Δαβιδ προσφερων τα ολοκαυτωματα και τας ειρηνικας προσφορας, ευλογησε τον λαον εν ονοματι του Κυριου των δυναμεων.
19 E spartì a tutto il popolo, a tutta la moltitudine d’Israele, così agli uomini come alle donne, una focaccia di pane, ed un pezzo di carne, ed un fiasco di vino per uno. Poi tutto il popolo se ne andò, ciascuno a casa sua19 Και διεμοιρασεν εις παντα τον λαον, εις απαν το πληθος του Ισραηλ, απο ανδρος εως γυναικος, εις εκαστον ανθρωπον εν ψωμιον και εν τμημα κρεατος και μιαν φιαλην οινου. Τοτε πας ο λαος ανεχωρησεν, εκαστος εις την οικιαν αυτου.
20 Davide ancora se ne ritornò per benedir la sua casa. E Mical, figliuola di Saulle, gli uscì incontro, e disse: Quant’è egli stato oggi onorevole al re d’Israele d’essersi oggi scoperto davanti agli occhi delle serventi de’ suoi servitori, non altrimenti che si scoprirebbe un uomo da nulla!20 Και επεστρεψεν ο Δαβιδ δια να ευλογηση τον οικον αυτου. Και εξελθουσα Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, εις συναντησιν του Δαβιδ, ειπε, Ποσον ενδοξος ητο σημερον ο βασιλευς του Ισραηλ, οστις εγυμνωθη σημερον εις τους οφθαλμους των θεραπαινιδων των δουλων αυτου, καθως γυμνονεται αναισχυντως εις των μηδαμινων ανθρωπων.
21 E Davide disse a Mical: Sì, nel cospetto del Signore, il quale ha eletto me, anzi che tuo padre, e che alcuno di tutta la sua famiglia, per costituirmi conduttore sopra il suo popolo, sopra Israele; per ciò farò festa nel cospetto del Signore.21 Και ειπεν ο Δαβιδ προς την Μιχαλ, Ενωπιον του Κυριου, οστις με εξελεξεν υπερ τον πατερα σου και υπερ παντα τον οικον αυτου, ωστε να με καταστηση ηγεμονα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ, ναι, ενωπιον του Κυριου επαιξα?
22 E mi avvilirò per ciò ancora più di questo, e mi terrò più basso; e pur sarò onorato appo quelle serventi, delle quali tu hai parlato.22 και θελω εξευτελισθη ετι περισσοτερον και θελω ταπεινωθη εις τους οφθαλμους μου? και μετα των θεραπαινιδων, περι των οποιων συ ελαλησας, μετ' αυτων θελω δοξασθη.
23 E Mical, figliuola di Saulle, non ebbe figliuoli, fino al giorno della sua morte23 Δια τουτο η Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, δεν εγεννησε τεκνον εως της ημερας του θανατου αυτης.