Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 14


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR Ioab, figliuolo di Seruia, conoscendo che il cuor del re era inverso Absalom, mandò in Tecoa,1 Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.
2 e ne fece venire una donna accorta, alla quale disse: Deh! infigniti di far duolo, e vestiti di vestimenti da cordoglio, e non ungerti di olio; anzi sii a guisa di una donna, che già da molti giorni faccia cordoglio di un morto;2 Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ' εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα?
3 ed entra dal re, e digli tali e tali cose. E Ioab le mise le parole in bocca.3 και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.
4 Quella donna Tecoita adunque andò a parlare al re, e si gittò in terra sopra la sua faccia, e si prosternò, e disse: Salvami, o re.4 Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.
5 E il re le disse: Che hai? Ed ella disse: Certo io sono una donna vedova, e il mio marito è morto.5 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου?
6 Ora la tua servente avea due figliuoli, i quali vennero a contesa fuori a’ campi; e, non essendovi fra loro chi li spartisse, l’uno percosse l’altro, e l’uccise.6 και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ' επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον?
7 Ed ecco, tutto il parentado si è levato contro alla tua servente, dicendo: Dacci colui che ha percosso il suo fratello, acciocchè lo facciamo morire, per la vita del suo fratello ch’egli ha ucciso, e lo sterminiamo; benchè egli sia l’erede; e così spegneranno il carbone acceso che mi è rimasto, senza lasciare al mio marito alcun nome, nè alcun rimanente sopra la faccia della terra.7 και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον? και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.
8 E il re disse alla donna: Vattene a casa tua, ed io darò ordine intorno al fatto tuo.8 Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.
9 E la donna Tecoita disse al re: O re, mio signore, l’iniquità sia sopra me, e sopra la casa di mio padre; e sia innocente il re e il suo trono.9 Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ' εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου? ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.
10 E il re le disse: Se alcuno parla contro a te, fallo venire a me, ed egli non ti toccherà più.10 Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.
11 Ed ella disse: Deh! mentovi il re il Signore Iddio suo, che tu non lascerai che il vendicatore del sangue passi misura per uccidere; e che non istermineranno il mio figliuolo. Ed egli le disse: Come vive il Signore, non caderà pure un capello del tuo figliuolo a terra.11 Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.
12 E la donna disse: Deh! lascia che la tua servente dica una parola al re, mio signore. Ed egli le disse: Parla.12 Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.
13 E la donna disse: Perchè dunque hai tu pensato una cosa simile a questa contro al popolo di Dio? e il re parlando in questa maniera, è in certo modo colpevole, non facendo tornar colui ch’egli ha cacciato.13 Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.
14 Perciocchè noi per certo morremo, e saremo simili ad acqua sparsa in terra, la qual non si può raccogliere; e Iddio non ha riguardo ad alcuna persona; pensi adunque il re alcun modo, che colui ch’è cacciato non rimanga scacciato da lui.14 Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν? και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ' εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ' αυτου.
15 Ed ora ciò che io son venuta per parlare di questa cosa al re, mio signore, è stato perchè il popolo mi ha fatto paura; onde la tua servente ha detto: Ora io parlerò col re; forse il re farà ciò che la sua servente gli dirà.15 Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε? και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα? ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.
16 Se il re acconsente di liberar la sua servente dalla mano di colui che vuole sterminar me, e insieme il mio figliuolo, dall’eredità del Signore; la tua servente ha anche detto:16 Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.
17 Or sarà la parola del re, mio signore, a tranquillità; perciocchè il re, mio signore, è come un angelo di Dio, per udire il bene e il male; e il Signore Iddio tuo sarà teco.17 Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος? διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον? και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.
18 E il re rispose, e disse alla donna: Deh! non celarmi ciò che io ti domanderò. E la donna disse: Parli pure il re, mio signore.18 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ' εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.
19 E il re disse: Non ha Ioab tenuto mano a farti far tutto questo? E la donna rispose, e disse: Come l’anima tua vive, o re, mio signore, ei non si può sfuggire nè a destra, nè a sinistra, di cosa alcuna che il re, mio signore, ha detta; perciocchè Ioab, tuo servitore, è quel che mi ha ordinato questo; ed egli stesso ha poste in bocca alla tua servente tutte queste parole.19 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα? διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου?
20 Ioab, tuo servitore, ha fatto questo per trasformare il negozio; ma il mio signore è savio come un angelo di Dio, per conoscer tutto quello che si fa in terra20 ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου? και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.
21 Allora il re disse a Ioab: Ecco, ora tu hai condotto questo affare; va’ dunque, e fa’ ritornare il giovane Absalom.21 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο? υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.
22 E Ioab si gittò in terra sopra la sua faccia, e si prosternò, e benedisse il re, e disse: Oggi conosce il tuo servitore che io ho trovata grazia appo te, o re, mio signore; poichè il re ha fatto ciò che il suo servitore gli ha detto.22 Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα? και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.
23 Ioab adunque si levò, e andò in Ghesur, e ne menò Absalom in Gerusalemme.23 Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.
24 E il re disse: Riducasi a casa sua, e non vegga la mia faccia. Absalom adunque si ridusse a casa sua, e non vide la faccia del re.24 Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.
25 Ora in tutto Israele non vi era uomo alcuno che fosse pari ad Absalom in eccellente bellezza; non vi era in lui alcun difetto, dalla pianta del piè fino alla sommità del capo.25 Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ? απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα?
26 E, quando egli si facea tondere il capo, il che facea ogni anno, perciocchè gli pesava troppo, egli pesava le chiome del suo capo, ed erano di peso di dugento sicli a peso del re.26 και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην? επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα? εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.
27 E nacquero ad Absalom tre figliuoli, e una figliuola, il cui nome era Tamar; e fu una bella donna27 Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ? αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.
28 Ed Absalom dimorò in Gerusalemme due anni, senza vedere la faccia del re.28 Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.
29 Ed Absalom mandò per Ioab, per mandarlo al re. Ma egli non volle venire a lui. Ed Absalom mandò per lui ancora la seconda volta; ma egli non volle venire.29 Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα? πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον? απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.
30 Ed Absalom disse a’ suoi servitori: Ecco il campo di Ioab, ch’è presso del mio, dove egli ha dell’orzo; andate, e mettetevi il fuoco. E i servitori di Absalom misero il fuoco in quel campo.30 Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει? υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι? και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.
31 E Ioab si levò, e venne ad Absalom in casa, e gli disse: Perchè hanno i tuoi servitori messo il fuoco nel mio campo?31 Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;
32 Ed Absalom disse a Ioab: Ecco, io ti avea mandato a dire: Vieni qua, ed io ti manderò al re, a dirgli: Perchè sono io venuto di Ghesur? meglio sarebbe per me che io vi fossi ancora; ora dunque fa’ che io vegga la faccia del re; e se in me vi è alcuna iniquità, facciami morire.32 Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι' εμε να ημην ετι εκει? τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως? και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.
33 Ioab adunque venne al re, e gli rapportò la cosa. E il re chiamò Absalom; ed egli venne a lui, e si prosternò in terra davanti a lui sopra la sua faccia. E il re baciò Absalom33 Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον? και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως? και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.