1 (LA VOCE DELLA CHIESA ELETTA DELLE GENTI) Nello letticciuolo mio per le notti cercai colui che la mia anima ama; cercai per lui, e non lo trovai. | 1 Την νυκτα επι της κλινης μου εζητησα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
2 Leverommi, e attornierò la cittade; per li borghi e per le piazze cercheroe colui che ama l'anima mia; cercai per lui, e non lo trovai. | 2 Θελω σηκωθη τωρα και περιελθει την πολιν, εν ταις αγοραις και εν ταις πλατειαις? θελω ζητησει εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον. |
3 Le guardie che custodiscono la città mi trovorono.(PARLA LA CHIESA DI CRISTO)Io dissi loro: or vedeste voi colui che ama l'anima mia? | 3 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν. Μη ειδετε εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου; |
4 E conciò fusse cosa che io un poco li avessi trapassati, trovai colui il quale l'anima mia ama; io il presi, e non lo lasciai, infino che io il menai nella casa della madre mia, e nella camera di colei che mi generò.(LA VOCE DI CRISTO) | 4 Αφου ολιγον επερασα απ' αυτων, ευρηκα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου? επιασα αυτον και δεν αφηκα αυτον, εωσου εισηγαγον αυτον εις τον οικον της μητρος μου, και εις τον κοιτωνα της συλλαβουσης με. |
5 Io vi scongiuro, figliuole di Ierusalem, per le capriole e per li cervi delli campi, che voi non sdormentiate nè risvegliate la diletta mia, insino ch' ella vuole dormire.(PARLA LA SINAGOGA DELLA CHIESA) | 5 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση. |
6 Chi è costei che sale per lo deserto, sì come virgula di fumo delli odori della mirra, e dello incenso, e di ciascuna polvere di confezioni?(LA VOCE DELLA CHIESA) | 6 Τις αυτη, η αναβαινουσα απο της ερημου ως στυλοι καπνου, τεθυμιαμενη με σμυρναν και λιβανον, με πασαν αρωματικην σκονην του μυρεψου; |
7 Ecco il letticciuolo di Salamone, che LX forti uomini lo cerchiano, de' più forti d' Israel. | 7 Ιδου, η κλινη του Σολομωντος? εξηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι περι αυτην, εκ των δυνατων του Ισραηλ? |
8 Li quali tutti tengono le spade, e sono dottissimi a guerre; la spada di ciascuno sta sopra il fianco suo, per le paure della notte.(PARLASI DI CRISTO) | 8 Παντες ουτοι κρατουσι ρομφαιαν, δεδιδαγμενοι πολεμον? εκαστος εχει την ρομφαιαν αυτου επι τον μηρον αυτου δια νυκτερινους φοβους. |
9 Mensa si fece Salomone del legno di Libano. | 9 Ο βασιλευς Σολομων εκαμεν εις εαυτον φορειον εκ ξυλων του Λιβανου? |
10 E le colonne fece d'ariento, e il richinatoio d'oro; e lo ascenso ad essa fece di porpora; e nel mezzo ornolla di carità per le figliuole di Ierusalem.(PARLA LA CHIESA DI CRISTO) | 10 τους στυλους αυτου εκαμεν εξ αργυρου, το ανακλιντηριον αυτου εκ χρυσου, την στρωμνην αυτου εκ πορφυρας? το μεσον αυτου ητο εγκεκοσμημενον ερασμιως υπο των θυγατερων της Ιερουσαλημ. |
11 Uscite fuori, figliuole di Sion, e vedete il re Salomone nella corona, che il coronoe la madre sua nel dì del suo sposamento, nel die della letizia del cuore suo. | 11 Εξελθετε και ιδετε, θυγατερες Σιων, τον βασιλεα Σολομωντα εν τω διαδηματι, με το οποιον εστειλεν αυτον η μητηρ αυτου εν τη ημερα της νυμφευσεως αυτου και εν τη ημερα της ευφροσυνης της καρδιας αυτου. |