SCRUTATIO

Giovedi, 11 dicembre 2025 - San Damaso I papa ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 30


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 νυνι δε κατεγελασαν μου ελαχιστοι νυν νουθετουσιν με εν μερει ων εξουδενουν πατερας αυτων ους ουχ ηγησαμην ειναι αξιους κυνων των εμων νομαδων1 A teraz śmieją się ze mnie wiekiem ode mnie młodsi. Ich ojców umieścić nie chciałem z psami przy mojej trzodzie:
2 και γε ισχυς χειρων αυτων ινα τι μοι επ' αυτους απωλετο συντελεια2 bo cóż mi po pracy ich rąk, gdy siły ich opuściły,
3 εν ενδεια και λιμω αγονος οι φευγοντες ανυδρον εχθες συνοχην και ταλαιπωριαν3 wynędzniali z biedy i głodu? Zrywają rośliny pustyni, ziemi od dawna jałowej.
4 οι περικλωντες αλιμα επι ηχουντι οιτινες αλιμα ην αυτων τα σιτα ατιμοι δε και πεφαυλισμενοι ενδεεις παντος αγαθου οι και ριζας ξυλων εμασωντο υπο λιμου μεγαλου4 Żywią się malwą i liśćmi krzewów. Chlebem ich - korzeń jałowca.
5 επανεστησαν μοι κλεπται5 Społeczność się ich wyrzeka, krzyczy się na nich jak na złodzieja,
6 ων οι οικοι αυτων ησαν τρωγλαι πετρων6 mieszkają na brzegu rzeki, w jamach podziemnych i skałach.
7 ανα μεσον ευηχων βοησονται οι υπο φρυγανα αγρια διητωντο7 Między krzewami zawodzą, stłoczeni, nocują pod cierniem;
8 αφρονων υιοι και ατιμων ονομα και κλεος εσβεσμενον απο γης8 jak synów przestępcy i głupca wypędza się ich z ojczyzny.
9 νυνι δε κιθαρα εγω ειμι αυτων και εμε θρυλημα εχουσιν9 A teraz jestem przedmiotem ich fraszek i tematem wesołych pieśni,
10 εβδελυξαντο δε με αποσταντες μακραν απο δε προσωπου μου ουκ εφεισαντο πτυελον10 brzydzą się, omijają z dala, nie wstydzą się pluć mi w twarz.
11 ανοιξας γαρ φαρετραν αυτου εκακωσεν με και χαλινον του προσωπου μου εξαπεστειλαν11 Cięciwę mą On zluźnił, zwalił mnie, wytrącił mi wodze z ust moich.
12 επι δεξιων βλαστου επανεστησαν ποδα αυτων εξετειναν και ωδοποιησαν επ' εμε τριβους απωλειας αυτων12 Motłoch mi stanął po prawej stronie, nogom mym odejść rozkazał, na zgubne skierował mnie drogi.
13 εξετριβησαν τριβοι μου εξεδυσεν γαρ μου την στολην13 Zniszczył mą ścieżkę, starał się o moją zagładę, nie było żadnego sprzeciwu.
14 βελεσιν αυτου κατηκοντισεν με κεχρηται μοι ως βουλεται εν οδυναις πεφυρμαι14 Wszedł poprzez wyłom szeroki, wpadł jak zawierucha.
15 επιστρεφονται δε μου αι οδυναι ωχετο μου η ελπις ωσπερ πνευμα και ωσπερ νεφος η σωτηρια μου15 Nagły strach mnie ogarnął, jak burza porwał mi szczęście. Uciecha minęła jak chmura.
16 και νυν επ' εμε εκχυθησεται η ψυχη μου εχουσιν δε με ημεραι οδυνων16 We łzach rozpływa się dusza, zgnębiły mnie dni niedoli,
17 νυκτι δε μου τα οστα συγκεκαυται τα δε νευρα μου διαλελυται17 nocą kości me jak piec rozpalone, cierpienie moje nie milknie.
18 εν πολλη ισχυι επελαβετο μου της στολης ωσπερ το περιστομιον του χιτωνος μου περιεσχεν με18 Suknia mocno do mnie przywarła, szczelnie przylega tunika,
19 ηγησαι δε με ισα πηλω εν γη και σποδω μου η μερις19 gwałtownie do błota On mnie wrzucił, podobny jestem do pyłu i piasku.
20 κεκραγα δε προς σε και ουκ εισακουεις μου εστησαν και κατενοησαν με20 Ciebie błagam o pomoc. Bez echa. Stałem, a nie zważałeś na mnie.
21 επεβης δε μοι ανελεημονως χειρι κραταια με εμαστιγωσας21 Stałeś się dla mnie okrutny. Uderzasz potężną prawicą.
22 εταξας δε με εν οδυναις και απερριψας με απο σωτηριας22 Porywasz, zezwalasz unosić wichrowi, rozwiewasz moją nadzieję.
23 οιδα γαρ οτι θανατος με εκτριψει οικια γαρ παντι θνητω γη23 Wiem, że mnie prowadzisz do śmierci, wspólnego miejsca żyjących.
24 ει γαρ οφελον δυναιμην εμαυτον χειρωσασθαι η δεηθεις γε ετερου και ποιησει μοι τουτο24 Czy zniszczonemu nie podaje się ręki? W nieszczęściu nie woła się o pomoc?
25 εγω δε επι παντι αδυνατω εκλαυσα εστεναξα δε ιδων ανδρα εν αναγκαις25 Czy nie płakałem z innym w dzień smutku? Współczuła z biedakiem ma dusza.
26 εγω δε επεχων αγαθοις ιδου συνηντησαν μοι μαλλον ημεραι κακων26 Czekałem na szczęście - a przyszło zło, szukałem światła - a nastał mrok.
27 η κοιλια μου εξεζεσεν και ου σιωπησεται προεφθασαν με ημεραι πτωχειας27 Wnętrze mi kipi, nie milczy, bo spadły na mnie dni klęski.
28 στενων πεπορευμαι ανευ φιμου εστηκα δε εν εκκλησια κεκραγως28 Chodzę sczerniały, spalony od słońca, powstaję w gromadzie, by krzyczeć.
29 αδελφος γεγονα σειρηνων εταιρος δε στρουθων29 Stałem się bratem szakali i sąsiadem młodych strusiów:
30 το δε δερμα μου εσκοτωται μεγαλως τα δε οστα μου απο καυματος30 Ma skóra nad piec rozpalona, a kości me - nad wiatr piekący,
31 απεβη δε εις παθος μου η κιθαρα ο δε ψαλμος μου εις κλαυθμον εμοι31 stąd gra mi harfa żałobnie, a głos piszczałki posmętniał.