SCRUTATIO

Mercoledi, 29 ottobre 2025 - Santi Simone e Giuda ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 9


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 και ηκουσεν δημητριος οτι επεσεν νικανωρ και η δυναμις αυτου εν πολεμω και προσεθετο τον βακχιδην και τον αλκιμον εκ δευτερου αποστειλαι εις γην ιουδα και το δεξιον κερας μετ' αυτων1 Demetriusz dowiedział się, że Nikanor poległ i jego wojsko w bitwie poniosło klęskę. Posłał więc drugi raz Bakchidesa i Alkimosa do ziemi judzkiej, a razem z nimi prawe skrzydło wojska.
2 και επορευθησαν οδον την εις γαλγαλα και παρενεβαλον επι μαισαλωθ την εν αρβηλοις και προκατελαβοντο αυτην και απωλεσαν ψυχας ανθρωπων πολλας2 Ci wyruszyli drogą w stronę Galilei, rozłożyli się obozem koło Masalot w Arbeli, zdobyli je i zabili wielu ludzi.
3 και του μηνος του πρωτου ετους του δευτερου και πεντηκοστου και εκατοστου παρενεβαλον επι ιερουσαλημ3 Następnie zaś w pierwszym miesiącu sto pięćdziesiątego drugiego roku rozłożyli się obozem koło Jerozolimy.
4 και απηραν και επορευθησαν εις βερεαν εν εικοσι χιλιασιν ανδρων και δισχιλια ιππω4 Potem jednak odstąpili i w dwadzieścia tysięcy piechoty i dwa tysiące konnicy poszli do Berei.
5 και ιουδας ην παρεμβεβληκως εν ελασα και τρισχιλιοι ανδρες μετ' αυτου εκλεκτοι5 Juda razem z trzema tysiącami wyborowych żołnierzy miał obóz rozbity w Elasa.
6 και ειδον το πληθος των δυναμεων οτι πολλοι εισιν και εφοβηθησαν σφοδρα και εξερρυησαν πολλοι απο της παρεμβολης ου κατελειφθησαν εξ αυτων αλλ' η οκτακοσιοι ανδρες6 Gdy zobaczyli oni ogromną ilość wojska, zlękli się bardzo i wielu uciekło z obozu. Pozostało z nich nie więcej jak ośmiuset żołnierzy.
7 και ειδεν ιουδας οτι απερρυη η παρεμβολη αυτου και ο πολεμος εθλιβεν αυτον και συνετριβη τη καρδια οτι ουκ ειχεν καιρον συναγαγειν αυτους7 Juda widział, że jego wojsko się rozbiegło, a bitwa była dla niego nieunikniona. Głęboka więc troska opanowała mu serce, bo nie miał czasu ich zebrać.
8 και εξελυθη και ειπεν τοις καταλειφθεισιν αναστωμεν και αναβωμεν επι τους υπεναντιους ημων εαν αρα δυνωμεθα πολεμησαι προς αυτους8 Pełen boleści powiedział do tych, którzy pozostali: Wstańmy i uderzmy na naszych nieprzyjaciół, a może uda się nam ich pobić.
9 και απεστρεφον αυτον λεγοντες ου μη δυνωμεθα αλλ' η σωζωμεν τας εαυτων ψυχας το νυν επιστρεψωμεν και οι αδελφοι ημων και πολεμησωμεν προς αυτους ημεις δε ολιγοι9 Ale oni odradzali mu słowami: To się nam nie uda. W tej chwili raczej ratujmy swoje własne życie! Później powrócimy razem z naszymi braćmi i przeciwko nim będziemy walczyli. Jest nas zbyt mało.
10 και ειπεν ιουδας μη γενοιτο ποιησαι το πραγμα τουτο φυγειν απ' αυτων και ει ηγγικεν ο καιρος ημων και αποθανωμεν εν ανδρεια χαριν των αδελφων ημων και μη καταλιπωμεν αιτιαν τη δοξη ημων10 Juda jednak odpowiedział: Przenigdy tego nie zrobię, abym miał przed nimi uciekać. Jeżeli na nas już czas, mężnie za naszych braci położymy swe życie. Nie pozwólmy niczego ująć z naszej chwały!
11 και απηρεν η δυναμις απο της παρεμβολης και εστησαν εις συναντησιν αυτοις και εμερισθη η ιππος εις δυο μερη και οι σφενδονηται και οι τοξοται προεπορευοντο της δυναμεως και οι πρωταγωνισται παντες οι δυνατοι βακχιδης δε ην εν τω δεξιω κερατι11 Wojsko wyruszyło z obozu i ustawiło się naprzeciwko nich. Konnica podzieliła się na dwie części, procarze i łucznicy szli przed wojskiem, a w pierwszym szeregu byli sami najbardziej waleczni. Bakchides zaś był na prawym skrzydle.
12 και ηγγισεν η φαλαγξ εκ των δυο μερων και εφωνουν ταις σαλπιγξιν και εσαλπισαν οι παρα ιουδου και αυτοι ταις σαλπιγξιν12 Zbliżały się jego falangi złożone z dwóch części, i grano na trąbach. Ci, którzy byli po stronie Judy, zagrali także na trąbach.
13 και εσαλευθη η γη απο της φωνης των παρεμβολων και εγενετο ο πολεμος συνημμενος απο πρωιθεν εως εσπερας13 Ziemia zadrżała od krzyku, jaki wydały wojska, bitwa trwała od rana aż do wieczora.
14 και ειδεν ιουδας οτι βακχιδης και το στερεωμα της παρεμβολης εν τοις δεξιοις και συνηλθον αυτω παντες οι ευψυχοι τη καρδια14 Wtedy Juda zauważył, że Bakchides i główna część wojska są po prawej stronie. Wszyscy odważni zebrali się koło niego
15 και συνετριβη το δεξιον μερος απ' αυτων και εδιωκεν οπισω αυτων εως αζωτου ορους15 i prawe skrzydło zostało przez nich starte. Ścigano ich aż do podnóża góry.
16 και οι εις το αριστερον κερας ειδον οτι συνετριβη το δεξιον κερας και επεστρεψαν κατα ποδας ιουδου και των μετ' αυτου εκ των οπισθεν16 Gdy ci, którzy byli na lewym skrzydle, zobaczyli, że prawe skrzydło zostało starte, odwrócili się i szli z tyłu, w ślad za Judą i jego żołnierzami.
17 και εβαρυνθη ο πολεμος και επεσον τραυματιαι πολλοι εκ τουτων και εκ τουτων17 Bitwa stała się jeszcze cięższa, a wielu zabitych padło po jednej i po drugiej stronie.
18 και ιουδας επεσεν και οι λοιποι εφυγον18 I Juda padł zabity, a inni pouciekali.
19 και ηρεν ιωναθαν και σιμων ιουδαν τον αδελφον αυτων και εθαψαν αυτον εν τω ταφω των πατερων αυτου εν μωδειν19 Jonatan zaś i Szymon zabrali Judę, swego brata, i pochowali go w rodzinnych swych grobach w Modin.
20 και εκλαυσαν αυτον και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθουν ημερας πολλας και ειπον20 Opłakiwano go, a cały Izrael bardzo go żałował. Przez długi czas trwała po nim żałoba. Mówiono:
21 πως επεσεν δυνατος σωζων τον ισραηλ21 Jak mógł paść bohater, który wybawiał Izraela?
22 και τα περισσα των λογων ιουδου και των πολεμων και των ανδραγαθιων ων εποιησεν και της μεγαλωσυνης αυτου ου κατεγραφη πολλα γαρ ην σφοδρα22 Reszta zaś tego, czego dokonywał Juda, jego walk, bohaterskich czynów i wielkości jego, nie została spisana. Była bowiem zbyt wielka.
23 και εγενετο μετα την τελευτην ιουδου εξεκυψαν οι ανομοι εν πασιν τοις οριοις ισραηλ και ανετειλαν παντες οι εργαζομενοι την αδικιαν23 Po śmierci Judy podnieśli się na wszystkich obszarach izraelskich bezbożnicy i powstali wszyscy złoczyńcy.
24 εν ταις ημεραις εκειναις εγενηθη λιμος μεγας σφοδρα και αυτομολησεν η χωρα μετ' αυτων24 W tym też czasie był bardzo wielki głód i cała kraina razem z nimi odpadła od Boga.
25 και εξελεξεν βακχιδης τους ασεβεις ανδρας και κατεστησεν αυτους κυριους της χωρας25 Bakchides wybrał bezbożnych ludzi i ustanowił ich panami krainy,
26 και εξεζητουν και ηρευνων τους φιλους ιουδου και ηγον αυτους προς βακχιδην και εξεδικα αυτους και ενεπαιζεν αυτοις26 a oni wyszukiwali i śledzili przyjaciół Judy, potem zaś prowadzili ich do Bakchidesa, a on mścił się i wyśmiewał się z nich.
27 και εγενετο θλιψις μεγαλη εν τω ισραηλ ητις ουκ εγενετο αφ' ης ημερας ουκ ωφθη προφητης αυτοις27 W ten sposób zaczęło się wielkie prześladowanie Izraela, takie, jakiego nie było od czasu ukazania się proroka.
28 και ηθροισθησαν παντες οι φιλοι ιουδου και ειπον τω ιωναθαν28 Wtedy przyjaciele Judy zebrali się i powiedzieli do Jonatana:
29 αφ' ου ο αδελφος σου ιουδας τετελευτηκεν και ανηρ ομοιος αυτω ουκ εστιν εξελθειν και εισελθειν προς τους εχθρους και βακχιδην και εν τοις εχθραινουσιν του εθνους ημων29 Umarł twój brat Juda. Od tego czasu nie ma nikogo, kto by był do niego podobny, kto by wyruszył przeciwko wrogom, przeciwko Bakchidesowi i przeciwko tym, którzy są nieprzyjaciółmi naszego narodu.
30 νυν ουν σε ηρετισαμεθα σημερον του ειναι αντ' αυτου ημιν εις αρχοντα και ηγουμενον του πολεμησαι τον πολεμον ημων30 Wobec tego dzisiaj na jego miejsce wybieramy ciebie. Bądź naszym zwierzchnikiem i wodzem! Prowadź wojnę w naszej sprawie!
31 και επεδεξατο ιωναθαν εν τω καιρω εκεινω την ηγησιν και ανεστη αντι ιουδου του αδελφου αυτου31 W tym więc czasie Jonatan objął dowództwo i stanął w miejsce swego brata Judy.
32 και εγνω βακχιδης και εζητει αυτον αποκτειναι32 Gdy Bakchides dowiedział się o tym, poszukiwał go, aby zamordować.
33 και εγνω ιωναθαν και σιμων ο αδελφος αυτου και παντες οι μετ' αυτου και εφυγον εις την ερημον θεκωε και παρενεβαλον επι το υδωρ λακκου ασφαρ33 Ale Jonatan, jego brat Szymon i wszyscy jego zwolennicy spostrzegli to, uciekli na pustynię Tekoa i rozłożyli się obozem przy wodzie cysterny Asfar.
34 και εγνω βακχιδης τη ημερα των σαββατων και ηλθεν αυτος και παν το στρατευμα αυτου περαν του ιορδανου34 Bakchides wiadomość o tym otrzymał w szabat. Osobiście więc wyruszył z całym swoim wojskiem na drugą stronę Jordanu.
35 και απεστειλεν τον αδελφον αυτου ηγουμενον του οχλου και παρεκαλεσεν τους ναβαταιους φιλους αυτου του παραθεσθαι αυτοις την αποσκευην αυτων την πολλην35 Wtedy Jonatan posłał swego brata, który był przełożonym nad ludem, i prosił przyjaciół swych, Nabatejczyków, aby u nich mogli przetrzymać swe tabory, których mieli wiele.
36 και εξηλθον οι υιοι ιαμβρι οι εκ μηδαβα και συνελαβον ιωαννην και παντα οσα ειχεν και απηλθον εχοντες36 Ale synowie Jambriego wyszli z Medeby, pochwycili Jana i odeszli razem ze wszystkim, co posiadał.
37 μετα τους λογους τουτους απηγγειλαν ιωναθαν και σιμωνι τω αδελφω αυτου οτι υιοι ιαμβρι ποιουσιν γαμον μεγαν και αγουσιν την νυμφην απο ναδαβαθ θυγατερα ενος των μεγαλων μεγιστανων χανααν μετα παραπομπης μεγαλης37 Po tych wydarzeniach Jonatanowi i jego bratu Szymonowi doniesiono, że synowie Jambriego urządzają wielkie wesele, a pannę młodą, córkę jednego z wielkich dostojników kananejskich, z wielkim orszakiem prowadzą z Nadabat.
38 και εμνησθησαν του αιματος ιωαννου του αδελφου αυτων και ανεβησαν και εκρυβησαν υπο την σκεπην του ορους38 Przypomnieli więc sobie krew swego brata Jana, poszli i skryli się w skalnej grocie.
39 και ηραν τους οφθαλμους αυτων και ειδον και ιδου θρους και αποσκευη πολλη και ο νυμφιος εξηλθεν και οι φιλοι αυτου και οι αδελφοι αυτου εις συναντησιν αυτων μετα τυμπανων και μουσικων και οπλων πολλων39 Kiedy podnieśli oczy, oto ujrzeli hałaśliwy orszak i dużą ilość podarunków. Wyszedł im naprzeciw pan młody, jego przyjaciele i bracia, z bębnami, muzyką i znaczną bronią.
40 και εξανεστησαν επ' αυτους απο του ενεδρου και απεκτειναν αυτους και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον εις το ορος και ελαβον παντα τα σκυλα αυτων40 Wtedy tamci wyskoczyli z zasadzki i pobili ich; padło wielu rannych, a pozostali uciekli na górę. Zwycięzcy zabrali wszystkie zdobyte na nich łupy,
41 και μετεστραφη ο γαμος εις πενθος και φωνη μουσικων αυτων εις θρηνον41 wesele zaś przemieniło się w płacz, a głos muzyki w żałobne narzekanie.
42 και εξεδικησαν την εκδικησιν αιματος αδελφου αυτων και απεστρεψαν εις το ελος του ιορδανου42 W ten sposób dokonali zemsty za krew swego brata i powrócili do mokradeł Jordanu.
43 και ηκουσεν βακχιδης και ηλθεν τη ημερα των σαββατων εως των κρηπιδων του ιορδανου εν δυναμει πολλη43 Na wiadomość o tym przyszedł Bakchides z licznym wojskiem w szabat aż do brzegów Jordanu.
44 και ειπεν ιωναθαν τοις παρ' αυτου αναστωμεν δη και πολεμησωμεν περι των ψυχων ημων ου γαρ εστιν σημερον ως εχθες και τριτην ημεραν44 Jonatan zaś powiedział do tych, którzy byli przy nim: Powstańmy i walczmy o swoje życie! Dziś bowiem jest inaczej, aniżeli było wczoraj czy przedwczoraj.
45 ιδου γαρ ο πολεμος εξ εναντιας και εξοπισθεν ημων το δε υδωρ του ιορδανου ενθεν και ενθεν και ελος και δρυμος ουκ εστιν τοπος του εκκλιναι45 Oto bowiem z przodu i z tyłu bitwa nam zagraża, wody Jordanu są z jednej i z drugiej strony, a ponadto mokradła i zarośla. Nie ma miejsca, którędy można by ustąpić.
46 νυν ουν κεκραξατε εις τον ουρανον οπως διασωθητε εκ χειρος των εχθρων ημων46 Wołajcie więc teraz do Nieba, abyście mogli być wybawieni z rąk naszych nieprzyjaciół.
47 και συνηψεν ο πολεμος και εξετεινεν ιωναθαν την χειρα αυτου παταξαι τον βακχιδην και εξεκλινεν απ' αυτου εις τα οπισω47 Bitwa się rozpoczęła. Jonatan wyciągnął rękę, aby uderzyć Bakchidesa, ale on się cofnął.
48 και ενεπηδησεν ιωναθαν και οι μετ' αυτου εις τον ιορδανην και διεκολυμβησαν εις το περαν και ου διεβησαν επ' αυτους τον ιορδανην48 Wtedy Jonatan razem ze swymi żołnierzami wskoczył do Jordanu i przepłynęli na drugą stronę rzeki, ale żołnierze Bakchidesa nie przeprawili się za nimi przez Jordan.
49 επεσον δε παρα βακχιδου τη ημερα εκεινη εις χιλιους ανδρας49 Tego zaś dnia ze strony Bakchidesa padło blisko tysiąc żołnierzy.
50 και επεστρεψεν εις ιερουσαλημ και ωκοδομησαν πολεις οχυρας εν τη ιουδαια το οχυρωμα το εν ιεριχω και την αμμαους και την βαιθωρων και την βαιθηλ και την θαμναθα φαραθων και την τεφων εν τειχεσιν υψηλοις και πυλαις και μοχλοις50 Potem powrócił Bakchides do Jerozolimy i w Judei odbudowywał obronne miasta: twierdzę w Jerychu, w Emmaus, w Bet-Choron, w Betel, w Tamnata, w Faraton i w Tefon; w każdej - wysokie mury, bramy i zasuwy,
51 και εθετο φρουραν εν αυτοις του εχθραινειν τω ισραηλ51 i pozostawił w nich załogę, która by po nieprzyjacielsku obchodziła się z Izraelem
52 και ωχυρωσεν την πολιν την βαιθσουραν και γαζαρα και την ακραν και εθετο εν αυταις δυναμεις και παραθεσεις βρωματων52 Ponadto umocnił jeszcze miasto Bet-Sur, Gezer i zamek, umieścił w nich wojsko i zapasy żywności,
53 και ελαβεν τους υιους των ηγουμενων της χωρας ομηρα και εθετο αυτους εν τη ακρα εν ιερουσαλημ εν φυλακη53 a synów ludzi przodujacych w kraju wziął jako zakładników i umieścił ich pod strażą na zamku w Jerozolimie.
54 και εν ετει τριτω και πεντηκοστω και εκατοστω τω μηνι τω δευτερω επεταξεν αλκιμος καθαιρειν το τειχος της αυλης των αγιων της εσωτερας και καθειλεν τα εργα των προφητων και ενηρξατο του καθαιρειν54 W drugim miesiącu sto pięćdziesiątego trzeciego roku Alkimos wydał rozkaz zburzenia muru wewnętrznego dziedzińca świątyni. W ten sposób niszczył on to, co prorocy budowali. Rozpoczęto już burzenie.
55 εν τω καιρω εκεινω επληγη αλκιμος και ενεποδισθη τα εργα αυτου και απεφραγη το στομα αυτου και παρελυθη και ουκ ηδυνατο ετι λαλησαι λογον και εντειλασθαι περι του οικου αυτου55 W tym jednak czasie Alkimos został porażony, a jego przedsięwzięcie unicestwione. Jego usta się zamknęły dotknięte paraliżem. Nie mógł już nic powiedzieć ani nawet wydać ostatnich rozporządzeń co do swego domu.
56 και απεθανεν αλκιμος εν τω καιρω εκεινω μετα βασανου μεγαλης56 Wtedy też Alkimos w wielkich boleściach zakończył swe życie.
57 και ειδεν βακχιδης οτι απεθανεν αλκιμος και επεστρεψεν προς τον βασιλεα και ησυχασεν η γη ιουδα ετη δυο57 Gdy Bakchides dowiedział się o śmierci Alkimosa, powrócił do króla. Na ziemi judzkiej zaś przez dwa lata trwał pokój.
58 και εβουλευσαντο παντες οι ανομοι λεγοντες ιδου ιωναθαν και οι παρ' αυτου εν ησυχια κατοικουσιν πεποιθοτες νυν ουν αναξομεν τον βακχιδην και συλλημψεται αυτους παντας εν νυκτι μια58 Wszyscy jednak bezbożnicy naradzali się, mówiąc: Oto Jonatan i jego stronnicy mieszkają spokojnie i bez troski. Przywołamy więc teraz Bakchidesa, a on ich wszystkich pochwyci w ciągu jednej nocy.
59 και πορευθεντες συνεβουλευσαντο αυτω59 Poszli więc i doradzili mu to,
60 και απηρεν του ελθειν μετα δυναμεως πολλης και απεστειλεν λαθρα επιστολας πασιν τοις συμμαχοις αυτου τοις εν τη ιουδαια οπως συλλαβωσιν τον ιωναθαν και τους μετ' αυτου και ουκ ηδυναντο οτι εγνωσθη η βουλη αυτων60 a on wyruszył w drogę z licznym wojskiem. Potajemnie wysłał też listy do swoich zwolenników, którzy mieszkali w Judei, ażeby pochwycili Jonatana i tych, którzy z nim trzymają. Nie udało im się to jednak, gdyż zamiary ich zostały odkryte.
61 και συνελαβον απο των ανδρων της χωρας των αρχηγων της κακιας εις πεντηκοντα ανδρας και απεκτειναν αυτους61 Natomiast tamci pochwycili w kraju blisko pięćdziesięciu ludzi spomiędzy tych, którzy byli przyczyną zła, i zabili ich.
62 και εξεχωρησεν ιωναθαν και σιμων και οι μετ' αυτου εις βαιθβασι την εν τη ερημω και ωκοδομησεν τα καθηρημενα αυτης και εστερεωσαν αυτην62 Jonatan zaś razem z Szymonem i tymi, którzy z nimi trzymali, usunął się do Bet-Basi na pustynię, odbudował to, co było w niej w ruinie, i wzmocnił ją.
63 και εγνω βακχιδης και συνηγαγεν παν το πληθος αυτου και τοις εκ της ιουδαιας παρηγγειλεν63 Gdy Bakchides dowiedział się o tym, zgromadził całe wojsko i przywołał nawet tych, którzy byli w Judei,
64 και ελθων παρενεβαλεν επι βαιθβασι και επολεμησεν αυτην ημερας πολλας και εποιησεν μηχανας64 potem zaś przybył, koło Bet-Basi rozłożył się obozem i przez długi czas zdobywał ją, budując machiny oblężnicze.
65 και απελιπεν ιωναθαν σιμωνα τον αδελφον αυτου εν τη πολει και εξηλθεν εις την χωραν και ηλθεν εν αριθμω65 Ale Jonatan zostawił w mieście swego brata Szymona, a z małą liczbą żołnierzy wyszedł w pole, poszedł
66 και επαταξεν οδομηρα και τους αδελφους αυτου και τους υιους φασιρων εν τω σκηνωματι αυτων και ηρξαντο τυπτειν και ανεβαινον εν ταις δυναμεσιν66 i pobił Odomera i jego braci, a tak samo synów Fazirona, którzy mieszkali w swych namiotach. Gdy zaczęli zwyciężać, wzrosły też ich wojska.
67 και σιμων και οι μετ' αυτου εξηλθον εκ της πολεως και ενεπυρισαν τας μηχανας67 Szymon zaś i jego żołnierze wypadli z miasta i spalili machiny oblężnicze,
68 και επολεμησαν προς τον βακχιδην και συνετριβη υπ' αυτων και εθλιβον αυτον σφοδρα οτι ην η βουλη αυτου και η εφοδος αυτου κενη68 a potem walczyli przeciwko Bakchidesowi i pobili go. Sprawili mu też wiele udręki, gdyż nie udał się jego zamiar wejścia do twierdzy.
69 και ωργισθη εν θυμω τοις ανδρασιν τοις ανομοις τοις συμβουλευσασιν αυτω ελθειν εις την χωραν και απεκτεινεν εξ αυτων πολλους και εβουλευσατο του απελθειν εις την γην αυτου69 Gniew swój więc wyładował na tych bezbożnych ludziach, którzy doradzali mu, by wyruszył do tej krainy. Wielu z nich zamordował, a potem miał zamiar powrócić do swej ojczyzny.
70 και επεγνω ιωναθαν και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις του συνθεσθαι προς αυτον ειρηνην και αποδουναι αυτοις την αιχμαλωσιαν70 Jonatan jednak dowiedział się o tym i wysłał do niego poselstwo, aby zawrzeć z nim pokój i uzyskać zwrot jeńców.
71 και επεδεξατο και εποιησεν κατα τους λογους αυτου και ωμοσεν αυτω μη εκζητησαι αυτω κακον πασας τας ημερας της ζωης αυτου71 Zgodził się on i uczynił według jego życzenia. Pod przysięgą też zapewnił, że przez całe swoje życie nie będzie knuł nic złego przeciw niemu.
72 και απεδωκεν αυτω την αιχμαλωσιαν ην ηχμαλωτευσεν το προτερον εκ γης ιουδα και αποστρεψας απηλθεν εις την γην αυτου και ου προσεθετο ετι ελθειν εις τα ορια αυτων72 Zwrócił także jeńców, których jeszcze przedtem z ziemi judzkiej wziął do niewoli. Potem wycofał się, odszedł do swojej ojczyzny i więcej już nie wstępował na ich ziemię.
73 και κατεπαυσεν ρομφαια εξ ισραηλ και ωκησεν ιωναθαν εν μαχμας και ηρξατο ιωναθαν κρινειν τον λαον και ηφανισεν τους ασεβεις εξ ισραηλ73 Tak ustąpił miecz spośród Izraela. Jonatan zamieszkał w Mikmas. Potem zaś Jonatan zaczął sądzić lud, a bezbożnych usunął z Izraela.