SCRUTATIO

Martedi, 14 ottobre 2025 - San Callisto I papa ( Letture di oggi)

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - Giosuè - Joshua 9


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Και οτε ηκουσαν παντες οι βασιλεις, οι εντευθεν του Ιορδανου, οι εν τη ορεινη και οι εν τη πεδινη και οι εν πασι τοις παραλιοις της θαλασσης της μεγαλης, εως κατεναντι του Λιβανου, οι Χετταιοι και οι Αμορραιοι, οι Χαναναιοι, οι Φερεζαιοι, οι Ευαιοι και οι Ιεβουσαιοι,1 Як же почули про те всі царі, що жили по тім боці Йордану, в горах та по долинах і вздовж берега Великого моря аж ген до Ливану: хеттити, аморії, ханааняни, перізії, хіввії і євусії,
2 συνηχθησαν παντες ομου, δια να πολεμησωσι τον Ιησουν και τον Ισραηλ.2 зібралися вони разом, щоб одностайно стати проти Ісуса й Ізраїля.
3 Οι δε κατοικοι της Γαβαων ηκουσαν ο, τι εκαμεν ο Ιησους εις την Ιεριχω και εις την Γαι,3 Мешканці ж Гівеону, почувши про те, що вчинив Ісус із Єрихоном та з Аї,
4 και επραξαν και ουτοι μετα πανουργιας, και υπηγον και ητοιμασθησαν με εφοδια, και ελαβον σακκους παλαιους επι των ονων αυτων και ασκους οινου παλαιους και κατεσχισμενους και δεδεμενους,4 взялись і собі на хитрощі: вони пішли й набрали харчів на дорогу, обвішали своїх ослів драними мішками та старими подертими й позшиваними бурдюками на вино.
5 και εις τους ποδας αυτων υποδηματα παλαια και εμβαλωμενα, και ιματια παλαια εφ' εαυτων? και ολος ο αρτος του εφοδιασμου αυτων ητο ξηρος και κατατεθρυμμενος.5 На ногах у них були старі полатані сандалі й на собі вони мали стару одіж, а ввесь харчовий хліб у них був черствий та покришений
6 Και ηλθον προς τον Ιησουν εις το στρατοπεδον εις Γαλγαλα, και ειπον προς αυτον και προς τους ανδρας του Ισραηλ, Απο γης μακρας ηλθομεν? τωρα λοιπον καμετε συνθηκην προς ημας.6 Отак прийшли вони до Ісуса в табір під Гілгал та й промовили до нього й до мужів ізраїльських; «З далекої землі прийшли ми, укладіть, отже, союз із нами.»
7 Και ειπον οι ανδρες του Ισραηλ προς τους Ευαιους τουτους, Σεις κατοικειτε ισως εν τω μεσω ημων, και πως θελομεν καμει συνθηκην προς εσας;7 Мужі Ізраїля відповіли хіввіям: «А може ви живете серед нас; як же нам тоді входити в союз із вами?»
8 Οι δε ειπον προς τον Ιησουν, Δουλοι σου ειμεθα. Ειπε δε προς αυτους ο Ιησους, Ποιοι εισθε; και ποθεν ερχεσθε;8 Та вони сказали до Ісуса: «Слуги твої — ми»; Ісус до них і каже: «Хто ви такі, звідкіля ви?»
9 Και ειπον προς αυτον, Απο πολυ μακρας γης ηλθον οι δουλοι σου δια το ονομα Κυριου του Θεου σου? διοτι ηκουσαμεν την φημην αυτου και παντα οσα εκαμεν εν Αιγυπτω,9 Ті ж йому: «З вельми далекої землі прибули твої слуги заради імени Господа, Бога твого, бо чули ми про нього й про все, що він учинив був у Єгипті,
10 και παντα οσα εκαμεν εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων βασιλεα της Εσεβων, και εις τον Ωγ βασιλεα της Βασαν, τον εν Ασταρωθ?10 і про все, що був учинив з двома царями аморійськими, що були по той бік Йордану, з Сихоном, царем хешбонським, та Огом, царем башанським, що в Аштароті.
11 δια τουτο ειπον προς ημας οι πρεσβυτεροι ημων και παντες οι κατοικοι της γης ημων, λεγοντες, Λαβετε εις εαυτους εφοδια δια την οδον, και υπαγετε εις συναντησιν αυτων και ειπατε προς αυτους, δουλοι σας ειμεθα? τωρα λοιπον καμετε συνθηκην προς ημας?11 Тому наші старші й усі мешканці землі нашої сказали нам: Візьміть із собою харчів на дорогу та й ідіть назустріч їм і скажіть їм: Ми — ваші слуги, тож укладіть союз з нами.
12 τον αρτον ημων τουτον ζεστον ελαβομεν εκ των οικιων ημων, καθ' ην ημεραν εξηλθομεν δια να ελθωμεν προς εσας? και τωρα, ιδου, ειναι ξηρος και κατατεθρυμμενος?12 Ось наш хліб. Взяли ми його на харчі гарячим з нашої домівки, коли вирушали до вас у дорогу; а тепер він почерствів і покришився.
13 και ουτοι οι ασκοι του οινου, τους οποιους εγεμισαμεν νεους, και ιδου, ειναι κατεσχισμενοι? και τα ιματια ημων ταυτα και τα υποδηματα ημων επαλαιωθησαν δια την πολυ μακραν οδον.13 А оце бурдюки на вино: були вони нові, як ми їх наливали, а тепер подрані. Ось одіж наша й взуття наше: повитирались у далекій дорозі.»
14 Και εδεχθησαν τους ανδρας εξ αιτιας των εφοδιων αυτων, και δεν ηρωτησαν τον Κυριον.14 І взяли мужі трохи харчів їхніх, не спитавши в Господа поради.
15 Και εκαμεν ο Ιησους ειρηνην προς αυτους και εκαμε συνθηκην προς αυτους, να φυλαξη την ζωην αυτων? και οι αρχοντες της συναγωγης ωμοσαν προς αυτους.15 Ісус уклав мир з ними й ухвалив угоду з ними, що зоставить їх живими. І поклялись їм князі громадські присягою.
16 Και μετα τρεις ημερας, αφου εκαμον συνθηκην προς αυτους, ηκουσαν οτι ησαν γειτονες αυτων και κατωκουν μεταξυ αυτων.16 Та ось по трьох днях після того, як увійшли з ними в союз, виявилось, що вони були зблизька, жили серед них.
17 Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ υπηγον εις τας πολεις αυτων την τριτην ημεραν? αι δε πολεις αυτων ησαν Γαβαων και Χεφειρα και Βηρωθ και Κιριαθ-ιαρειμ.17 Тоді сини Ізраїля рушили з табору в дорогу й на третій день прийшли до їхніх міст; міста ж ті були: Гівеон, Кефіра, Беерот і Кіріят-Єарім.
18 Και δεν επαταξαν αυτους οι υιοι Ισραηλ, διοτι οι αρχοντες της συναγωγης ειχον ομοσει προς αυτους τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ. Και εγογγυζε πασα η συναγωγη κατα των αρχοντων.18 Але сини Ізраїля не заподіяли їм ніякого лиха, бо князі громадські клялись їм Господом, Богом Ізраїля, у присязі. Вся ж громада нарікала на князів громадських.
19 Παντες ομως οι αρχοντες ειπον προς πασαν την συναγωγην, Ημεις ωμοσαμεν προς αυτους τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ? τωρα λοιπον δεν δυναμεθα να εγγισωμεν αυτους?19 Тоді князі промовили до всієї громади: «Ми заприсяглись їм Господом, Богом Ізраїля, тому й не можемо їх чіпати.
20 τουτο θελομεν καμει εις αυτους? θελομεν φυλαξει την ζωην αυτων, δια να μη ηναι οργη Θεου εφ' ημας, δια τον ορκον τον οποιον ωμοσαμεν προς αυτους.20 А зробимо їм ось що: нехай собі живуть, щоб не вдарив на нас гнів Божий за присягу, що ми заприсягли їм.»
21 Και οι αρχοντες ειπον προς αυτους, Ας ζωσι? πλην ας ηναι ξυλοκοποι και υδροφοροι εις πασαν συναγωγην? καθως οι αρχοντες υπεσχεθησαν προς αυτους.21 Промовили до них князі громадські: «Нехай собі живуть, але хай будуть дроворубами та водоносами для всієї громади, за вирішенням князів громадських.»
22 Και συνεκαλεσεν αυτους ο Ιησους και ειπε προς αυτους, λεγων, Δια τι ηπατησατε ημας λεγοντες, πολυ μακραν ειμεθα απο σας, ενω σεις κατοικειτε μεταξυ ημων;22 Тоді покликав їх Ісус і каже їм: «Чому ви нас ошукали, сказавши нам, що ви від нас далеко, коли ви живете посеред нас?
23 τωρα λοιπον επικαταρατοι εισθε, και δεν θελει λειψει απο σας δουλος και ξυλοκοπος και υδροφορος εις τον οικον του Θεου μου.23 Тож будьте прокляті, і нехай між вами ніколи не забракне раба, що буде дроворубом і водоносом для дому Бога мого.»
24 Και απεκριθησαν προς τον Ιησουν λεγοντες, Επειδη οι δουλοι σου εμαθον μετα πληροφοριας οσα Κυριος ο Θεος σου διεταξεν εις τον δουλον αυτου Μωυσην, να δωση εις εσας πασαν την γην και να εξολοθρευση εμπροσθεν σας παντας τους κατοικους της γης, δια τουτο εφοβηθημεν απο σας σφοδρα δια την ζωην ημων και εκαμομεν το πραγμα τουτο?24 І відповіли вони Ісусові: «Переказано було нам, слугам твоїм, що Господь, Бог твій, велів Мойсеєві, слузі своєму, віддати вам увесь край і винищити перед вами всіх мешканців його. Тому ми вельми налякались перед вами за наше життя й тому так і зробили.
25 και τωρα, ιδου, εις τας χειρας σου ειμεθα? ο, τι σοι φανη καλον και αρεστον να καμης εις ημας, καμε.25 Ось ми тепер у твоїх руках: чини з нами, що тобі здається добрим і справедливим.»
26 Και εκαμεν ουτως εις αυτους, και ηλευθερωσεν αυτους εκ της χειρος των υιων Ισραηλ, και δεν εφονευσαν αυτους.26 Так і вчинив Ісус з ними і врятував їх з рук синів Ізраїля, що вони їх не повбивали.
27 Και την ημεραν εκεινην εκαμεν αυτους ο Ιησους ξυλοκοπους και υδροφορους μεχρι τουδε, εις την συναγωγην και εις το θυσιαστηριον του Κυριου, εις τον τοπον οντινα εκλεξη.27 Але з того дня зробив їх Ісус дроворубами та водоносами для всієї громади й для Господнього жертовника, на тому місці, яке Господь собі вибрав би, аж по цей день.