| 1 Και εμβας εις το πλοιον, διεπερασε και ηλθεν εις την εαυτου πολιν. | 1 On wsiadł do łodzi, przeprawił się z powrotem i przyszedł do swego miasta. |
| 2 Και ιδου, εφερον προς αυτον παραλυτικον κειμενον επι κλινης? και ιδων ο Ιησους την πιστιν αυτων, ειπε προς τον παραλυτικον? Θαρρει, τεκνον? συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου. | 2 I oto przynieśli Mu paralityka, leżącego na łożu. Jezus, widząc ich wiarę, rzekł do paralityka: Ufaj, synu! Odpuszczają ci się twoje grzechy. |
| 3 Και ιδου, τινες εκ των γραμματεων ειπον καθ' εαυτους? Ουτος βλασφημει. | 3 Na to pomyśleli sobie niektórzy z uczonych w Piśmie: On bluźni. |
| 4 Και ιδων ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, ειπε? Δια τι σεις διαλογιζεσθε πονηρα εν ταις καρδιαις σας; | 4 A Jezus, znając ich myśli, rzekł: Dlaczego złe myśli nurtują w waszych sercach? |
| 5 Διοτι τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω, Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Εγερθητι και περιπατει; | 5 Cóż bowiem jest łatwiej powiedzieć: Odpuszczają ci się twoje grzechy, czy też powiedzieć: Wstań i chodź! |
| 6 Αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο Υιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας, τοτε λεγει προς τον παραλυτικον? Εγερθεις σηκωσον την κλινην σου και υπαγε εις τον οικον σου. | 6 Otóż żebyście wiedzieli, iż Syn Człowieczy ma na ziemi władzę odpuszczania grzechów - rzekł do paralityka: Wstań, weź swoje łoże i idź do domu! |
| 7 Και εγερθεις ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου. | 7 On wstał i poszedł do domu. |
| 8 Ιδοντες δε οι οχλοι, εθαυμασαν και εδοξασαν τον Θεον, οστις εδωκε τοιαυτην εξουσιαν εις τους ανθρωπους. | 8 A tłumy ogarnął lęk na ten widok, i wielbiły Boga, który takiej mocy udzielił ludziom. |
| 9 Και διαβαινων ο Ιησους εκειθεν ειδεν ανθρωπον καθημενον εις το τελωνιον, Ματθαιον λεγομενον, και λεγει προς αυτον? Ακολουθει μοι. Και σηκωθεις ηκολουθησεν αυτον. | 9 Odchodząc stamtąd, Jezus ujrzał człowieka imieniem Mateusz, siedzącego w komorze celnej, i rzekł do niego: Pójdź za Mną! On wstał i poszedł za Nim. |
| 10 Και ενω εκαθητο εις την τραπεζαν εν τη οικια, ιδου, πολλοι τελωναι και αμαρτωλοι ελθοντες συνεκαθηντο μετα του Ιησου και των μαθητων αυτου. | 10 Gdy Jezus siedział w domu za stołem, przyszło wielu celników i grzeszników i siedzieli wraz z Jezusem i Jego uczniami. |
| 11 Και ιδοντες οι Φαρισαιοι ειπον προς τους μαθητας αυτου? Δια τι ο Διδασκαλος σας τρωγει μετα των τελωνων και αμαρτωλων; | 11 Widząc to, faryzeusze mówili do Jego uczniów: Dlaczego wasz Nauczyciel jada wspólnie z celnikami i grzesznikami? |
| 12 Ο δε Ιησους ακουσας ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες. | 12 On, usłyszawszy to, rzekł: Nie potrzebują lekarza zdrowi, lecz ci, którzy się źle mają. |
| 13 Υπαγετε δε και μαθετε τι ειναι, Ελεον θελω και ουχι θυσιαν. Διοτι δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν. | 13 Idźcie i starajcie się zrozumieć, co znaczy: Chcę raczej miłosierdzia niż ofiary. Bo nie przyszedłem powołać sprawiedliwych, ale grzeszników . |
| 14 Τοτε ερχονται προς αυτον οι μαθηται του Ιωαννου, λεγοντες? Δια τι ημεις και οι Φαρισαιοι νηστευομεν πολλα, οι δε μαθηται σου δεν νηστευουσι; | 14 Wtedy podeszli do Niego uczniowie Jana i zapytali: Dlaczego my i faryzeusze dużo pościmy, Twoi zaś uczniowie nie poszczą? |
| 15 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Μηπως δυνανται οι υιοι του νυμφωνος να πενθωσιν, ενοσω ειναι μετ' αυτων ο νυμφιος; θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος, και τοτε θελουσι νηστευσει. | 15 Jezus im rzekł: Czy goście weselni mogą się smucić, dopóki pan młody jest z nimi? Lecz przyjdzie czas, kiedy zabiorą im pana młodego, a wtedy będą pościć. |
| 16 Και ουδεις βαλλει επιρραμμα αγναφου πανιου επι ιματιον παλαιον? διοτι αφαιρει το αναπληρωμα αυτου απο του ιματιου, και γινεται σχισμα χειροτερον. | 16 Nikt nie przyszywa łaty z surowego sukna do starego ubrania, gdyż łata obrywa ubranie, i gorsze robi się przedarcie. |
| 17 Ουδε βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους παλαιους? ει δε μη, σχιζονται οι ασκοι, και ο οινος εκχεεται και οι ασκοι φθειρονται? αλλα βαλλουσιν οινον νεον εις ασκους νεους, και αμφοτερα διατηρουνται. | 17 Nie wlewa się też młodego wina do starych bukłaków. W przeciwnym razie bukłaki pękają, wino wycieka, a bukłaki się psują. Raczej młode wino wlewa się do nowych bukłaków, a tak jedno i drugie się zachowuje . |
| 18 Ενω αυτος ελαλει ταυτα προς αυτους, ιδου, αρχων τις ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων οτι η θυγατηρ μου ετελευτησε προ ολιγου? αλλα ελθε και βαλε την χειρα σου επ' αυτην και θελει ζησει. | 18 Gdy to mówił do nich, pewien zwierzchnik /synagogi/ przyszedł do Niego i, oddając pokłon, prosił: Panie, moja córka dopiero co skonała, lecz przyjdź i włóż na nią rękę, a żyć będzie . |
| 19 Και σηκωθεις ο Ιησους ηκολουθησεν αυτον και οι μαθηται αυτου. | 19 Jezus wstał i wraz z uczniami poszedł za nim. |
| 20 Και ιδου, γυνη αιμορροουσα δωδεκα ετη, πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου? | 20 Wtem jakaś kobieta, która dwanaście lat cierpiała na krwotok, podeszła z tyłu i dotknęła się frędzli Jego płaszcza. |
| 21 διοτι ελεγε καθ' εαυτην, Εαν μονον εγγισω το ιματιον αυτου, θελω σωθη. | 21 Bo sobie mówiła: żebym się choć Jego płaszcza dotknęła, a będę zdrowa. |
| 22 Ο δε Ιησους επιστραφεις και ιδων αυτην ειπε? Θαρρει, θυγατερ? η πιστις σου σε εσωσε. Και εσωθη η γυνη απο της ωρας εκεινης. | 22 Jezus obrócił się, i widząc ją, rzekł: Ufaj, córko! Twoja wiara cię ocaliła. I od tej chwili kobieta była zdrowa. |
| 23 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του αρχοντος και ιδων τους αυλητας και τον οχλον θορυβουμενον, | 23 Gdy Jezus przyszedł do domu zwierzchnika i zobaczył fletnistów oraz tłum zgiełkliwy, |
| 24 λεγει προς αυτους? Αναχωρειτε? διοτι δεν απεθανε το κορασιον, αλλα κοιμαται. Και κατεγελων αυτον. | 24 rzekł: Usuńcie się, bo dziewczynka nie umarła, tylko śpi. A oni wyśmiewali Go. |
| 25 Οτε δε εξεβληθη ο οχλος, εισελθων επιασε την χειρα αυτης, και εσηκωθη το κορασιον. | 25 Skoro jednak usunięto tłum, wszedł i ujął ją za rękę, a dziewczynka wstała. |
| 26 Και διεδοθη η φημη αυτη εις ολην την γην εκεινην. | 26 Wieść o tym rozeszła się po całej tamtejszej okolicy. |
| 27 Και ενω ανεχωρει εκειθεν ο Ιησους, ηκολουθησαν αυτον δυο τυφλοι, κραζοντες και λεγοντες? Ελεησον ημας, υιε του Δαβιδ. | 27 Gdy Jezus odchodził stamtąd, szli za Nim dwaj niewidomi którzy wołali głośno: Ulituj się nad nami, Synu Dawida! |
| 28 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, επλησιασαν εις αυτον οι τυφλοι, και λεγει προς αυτους ο Ιησους? Πιστευετε οτι δυναμαι να καμω τουτο; Λεγουσι προς αυτον? Ναι, Κυριε. | 28 Gdy wszedł do domu, niewidomi przystąpili do Niego, a Jezus ich zapytał: Wierzycie, że mogę to uczynić? Oni odpowiedzieli Mu: Tak, Panie! |
| 29 Τοτε ηγγισε τους οφθαλμους αυτων, λεγων? Κατα την πιστιν σας ας γεινη εις εσας. | 29 Wtedy dotknął ich oczu, mówiąc: Według wiary waszej niech wam się stanie! |
| 30 Και ηνοιχθησαν αυτων οι οφθαλμοι? προσεταξε δε αυτους εντονως ο Ιησους, λεγων? Προσεχετε, ας μη εξευρη τουτο μηδεις. | 30 I otworzyły się ich oczy, a Jezus surowo im przykazał: Uważajcie, niech się nikt o tym nie dowie! |
| 31 Αλλ' εκεινοι εξελθοντες διεφημισαν αυτον εν ολη τη γη εκεινη. | 31 Oni jednak, skoro tylko wyszli, roznieśli wieść o Nim po całej tamtejszej okolicy. |
| 32 Ενω δε αυτοι εξηρχοντο, ιδου, εφεραν προς αυτον ανθρωπον κωφον δαιμονιζομενον? | 32 Gdy ci wychodzili, oto przyprowadzono Mu niemowę opętanego. |
| 33 και αφου εξεβληθη το δαιμονιον, ελαλησεν ο κωφος, και εθαυμασαν οι οχλοι, λεγοντες οτι ποτε δεν εφανη τοιουτον εν τω Ισραηλ. | 33 Po wyrzuceniu złego ducha niemy odzyskał mowę, a tłumy pełne podziwu wołały: Jeszcze się nigdy nic podobnego nie pojawiło w Izraelu! |
| 34 Οι δε Φαρισαιοι ελεγον? Δια του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια. | 34 Lecz faryzeusze mówili: Wyrzuca złe duchy mocą ich przywódcy . |
| 35 Και περιηρχετο ο Ιησους τας πολεις πασας και τας κωμας, διδασκων εν ταις συναγωγαις αυτων και κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας και θεραπευων πασαν νοσον και πασαν ασθενειαν εν τω λαω. | 35 Tak Jezus obchodził wszystkie miasta i wioski. Nauczał w tamtejszych synagogach, głosił Ewangelię królestwa i leczył wszystkie choroby i wszystkie słabości. |
| 36 Ιδων δε τους οχλους, εσπλαγχνισθη δι' αυτους, διοτι ησαν εκλελυμενοι και εσκορπισμενοι ως προβατα μη εχοντα ποιμενα. | 36 A widząc tłumy ludzi, litował się nad nimi, bo byli znękani i porzuceni, jak owce nie mające pasterza. |
| 37 Τοτε λεγει προς τους μαθητας αυτου? Ο μεν θερισμος πολυς, οι δε εργαται ολιγοι? | 37 Wtedy rzekł do swych uczniów: żniwo wprawdzie wielkie, ale robotników mało. |
| 38 παρακαλεσατε λοιπον τον κυριον του θερισμου, δια να αποστειλη εργατας εις τον θερισμον αυτου. | 38 Proście Pana żniwa, żeby wyprawił robotników na swoje żniwo. |