SCRUTATIO

Sabato, 15 novembre 2025 - Sant' Alberto Magno ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 11


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Εν δε τω ακολουθω ετει, καθ' ον καιρον εκστρατευουσιν οι βασιλεις, απεστειλεν ο Δαβιδ τον Ιωαβ και τους δουλους αυτου μετ' αυτου και παντα τον Ισραηλ? και κατεστρεψαν τους υιους Αμμων και επολιορκησαν την Ραββα. Ο δε Δαβιδ εμεινεν εν Ιερουσαλημ.1 На початку року, коли царі звичайно виступають у похід, послав Давид Йоава й своїх слуг, з ним і всього Ізраїля: вони розбили аммоніїв і обложили Раббу, а Давид зоставсь у Єрусалимі.
2 Και προς το εσπερας, οτε ο Δαβιδ εσηκωθη απο της κλινης αυτου, περιεπατει επι του δωματος του βασιλικου οικου? και ειδεν απο του δωματος γυναικα λουομενην? και η γυνη ητο ωραια την οψιν σφοδρα.2 Одного дня під вечір Давид, уставши з своєї постелі й проходжуючись по покрівлі царської палати, побачив із даху жінку, що купалась. Була та жінка вельми гарна.
3 Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ηρευνησε περι της γυναικος. Και ειπε τις, Δεν ειναι αυτη Βηθ-σαβεε, η θυγατηρ του Ελιαμ, η γυνη Ουριου του Χετταιου;3 І послав Давид розпитатись, хто та жінка. І йому відповіли: «Це Ветсавія, дочка Еліяма, жінка Урії, хеттита.»
4 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας και ελαβεν αυτην? και οτε ηλθε προς αυτον, εκοιμηθη μετ' αυτης, διοτι ειχε καθαρισθη απο της ακαθαρσιας αυτης? και επεστρεψεν εις τον οικον αυτης.4 Тоді Давид послав за нею посланців, і як вона прийшла до нього, він зліг з нею. І очистившися від своєї нечистоти, повернулася додому.
5 Και συνελαβεν η γυνη? και αποστειλασα απηγγειλε προς τον Δαβιδ και ειπεν, Εγκυος ειμαι.5 Зачала жінка й послала Давидові сказати: «Я — вагітна.»
6 Και απεστειλεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ, λεγων, Αποστειλον μοι Ουριαν τον Χετταιον. Και απεστειλεν ο Ιωαβ τον Ουριαν προς τον Δαβιδ.6 Тоді Давид послав до Йоава: «Пришли до мене Урію, хеттита.» І прислав Йоав Урію до Давида.
7 Και οτε ηλθε προς αυτον ο Ουριας, ηρωτησεν ο Δαβιδ πως εχει ο Ιωαβ και πως εχει ο λαος και πως εχουσι τα του πολεμου.7 І коли прибув Урія до нього, Давид спитав його, як ведеться Йоавові, як ведеться військові, й про справи з війною.
8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Καταβα εις τον οικον σου και νιψον τους ποδας σου? και εξηλθεν ο Ουριας εκ του οικου του βασιλεως? και κατοπιν αυτου ηλθε μεριδιον απο της τραπεζης του βασιλεως.8 Потім Давид сказав Урії: «Йди до свого дому та помий собі ноги.» Вийшов Урія з царського палацу, а за ним понесено дарунок від царя.
9 Αλλ' ο Ουριας εκοιμηθη παρα την θυραν του οικου του βασιλεως, μετα παντων των δουλων του κυριου αυτου και δεν κατεβη εις τον οικον αυτου.9 Але Урія ліг спати коло входу в царський палац з усіма слугами свого пана й не пішов до свого дому.
10 Και οτε απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν κατεβη ο Ουριας εις τον οικον αυτου, ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Συ δεν ερχεσαι εξ οδοιποριας; δια τι δεν κατεβης εις τον οικον σου;10 Давидові сказали: «Урія не пішов додому.» Тоді Давид спитав Урію: «Хіба ти не прийшов із дороги? Чому не йдеш додому?»
11 Και ειπεν ο Ουριας προς τον Δαβιδ, Η κιβωτος και ο Ισραηλ και ο Ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις, και ο κυριος μου Ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου, ειναι εστρατοπεδευμενοι επι το προσωπον της πεδιαδος? και εγω θελω υπαγει εις τον οικον μου, δια να φαγω και να πιω και να κοιμηθω μετα της γυναικος μου; ζης και ζη η ψυχη σου, δεν θελω καμει το πραγμα τουτο.11 Урія ж відповів Давидові: «Ковчег, Ізраїль і Юда перебувають у наметах; мій пан Йоав і слуги мого пана таборяться в чистім полі, а я мав би йти додому, щоб їсти й пити та коло жінки спати? Як жив Господь і як ти сам живий, того я не зроблю!»
12 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ουριαν, Μεινε ενταυθα και σημερον, και αυριον θελω σε εξαποστειλει. Και εμεινεν ο Ουριας εν Ιερουσαλημ την ημεραν εκεινην και την επαυριον.12 Тоді Давид сказав Урії: «Отже залишися сьогодні тут, а завтра я тебе відішлю.» Та й зоставсь Урія того дня в Єрусалимі.
13 Και εκαλεσεν αυτον ο Δαβιδ, και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν? και εμεθυσεν αυτον? και το εσπερας εξηλθε να κοιμηθη επι της κλινης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου, πλην εις τον οικον αυτου δεν κατεβη.13 На другий день Давид його закликав, щоб їв і пив перед ним, і він упоїв його, та ввечорі він вийшов спати на своїй постелі з слугами свого пана, до свого ж дому не пішов.
14 Και το πρωι εγραψεν ο Δαβιδ επιστολην προς τον Ιωαβ, και εστειλεν αυτην δια χειρος του Ουριου.14 Другого дня вранці Давид написав Йоавові листа й послав через Урію.
15 Και εγραψεν εν τη επιστολη, λεγων, Θεσατε τον Ουριαν απεναντι της σκληροτερας μαχης? επειτα συρθητε απ' αυτου, δια να κτυπηθη και να αποθανη.15 А в листі написав так: «Постав Урію в найгарячішому бою спереду, і відступіть від нього, щоб він був убитий і вмер.»
16 Και αφου παρετηρησε την πολιν ο Ιωαβ, διωρισε τον Ουριαν εις θεσιν, οπου ηξευρεν οτι ησαν ανδρες δυναμεως.16 Під час облоги міста поставив Йоав Урію на такім місці, де знав, що там були сильні відділи.
17 Και εξηλθον οι ανδρες της πολεως, και επολεμησαν μετα του Ιωαβ? και επεσον εκ του λαου τινες των δουλων του Δαβιδ? εθανατωθη δε και Ουριας ο Χετταιος.17 І коли вирвались мужі, що були в місті, і билися з Йоавом, то дехто з Давидового війська поліг, а між убитими був теж хеттит Урія.
18 Και απεστειλεν ο Ιωαβ και ανηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα τα περι του πολεμου.18 Йоав послав і оповістив Давидові ввесь перебіг бою.
19 Και προσεταξε τον μηνυτην, λεγων, Αφου τελειωσης λαλων προς τον βασιλεα παντα τα περι του πολεμου,19 Він дав посланцеві такий наказ: «Коли ти скінчиш оповідати цареві про ввесь перебіг бою,
20 εξαφθη ο θυμος του βασιλεως, και ειπη προς σε, Δια τι επλησιασατε εις την πολιν μαχομενοι; δεν ηξευρετε οτι ηθελον τοξευσει απο του τειχους;20 і цар закипить гнівом і тебе спитає: Чого ж ви так близько підійшли під місто битись; чи ж не знали, що з муру стріляють;
21 τις επαταξεν Αβιμελεχ τον υιον του Ιερουβεσεθ; γυνη τις δεν ερριψεν επ' αυτον τμημα μυλοπετρας απο του τειχους, και απεθανεν εν Θαιβαις; δια τι επλησιασατε εις το τειχος; τοτε ειπε, Απεθανε και ο δουλος σου Ουριας ο Χετταιος.21 хто вбив Авімелеха, сина Єрувваала? Хіба не баба скинула верхнє жорно з муру на нього, так що він помер у Тевеці; чому ж, отже, так близько підійшли до муру? — тоді ти скажеш: Також і твій слуга хеттит Урія згинув.»
22 Υπηγε λοιπον ο μηνυτης και ελθων, απηγγειλε προς τον Δαβιδ παντα εκεινα, δια τα οποια απεστειλεν αυτον ο Ιωαβ.22 Пустився посланець в дорогу, й як прибув, оповів Давидові все, що йому наказав Йоав, і ввесь перебіг бою. Тут Давид скипів гнівом на Йоава й мовив посланцеві: «Чого ж було підходити під саме місто битись? Чи ви ж не знали, що з муру будуть вас бити? Хто вбив Авімелеха, сина Єрувваала? Чи не якась жінка скинула з муру на нього верхнє жорно, і він знайшов смерть у Тевеці? Чого було вам так близько підходити до муру?»
23 Και ειπεν ο μηνυτης προς τον Δαβιδ, οτι υπερισχυσαν καθ' ημων οι ανδρες και εξηλθον προς ημας εις την πεδιαδα, και κατεδιωξαμεν αυτους μεχρι της εισοδου της πυλης?23 А по, сланець відповів Давидові: «Люди ті перемогли нас і вийшли проти нас у чисте поле, й ми їх відкинули аж до самого входу в браму,
24 αλλ' οι τοξοται ετοξευσαν απο του τειχους επι τους δουλους σου? και τινες των δουλων του βασιλεως απεθανον, και ο δουλος σου ετι Ουριας ο Χετταιος απεθανε.24 та з муру стали лучники на твоїх слуг стріляти, і деякі зо слуг царських згинули, — якихось вісімнадцять чоловік, — і твій слуга Урія хеттит, теж поліг там.»
25 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον μηνυτην, Ουτω θελεις ειπει προς τον Ιωαβ? Μη σε ανησυχη τουτο το πραγμα? διοτι η ρομφαια κατατρωγει ποτε μεν ενα, ποτε δε αλλον? ενισχυσον την μαχην σου εναντιον της πολεως και καταστρεψον αυτην? και συ ενθαρρυνε αυτον.25 Тоді Давид сказав посланцеві: «Скажеш Йоавові: Не журись тим, бо меч пожирає то тут, то там. Посиль свій наступ на місто й зруйнуй його. Так ти підбадьориш його.»
26 Οτε δε ηκουσεν η γυνη του Ουριου, οτι Ουριας ο ανηρ αυτης απεθανεν, επενθησε δια τον ανδρα αυτης.26 Довідавшись жінка Урії, що її чоловік Урія поліг, заходилась оплакувати свого мужа.
27 Και αφου επερασε το πενθος, απεστειλεν ο Δαβιδ και παρελαβεν αυτην εις τον οικον αυτου? και εγεινε γυνη αυτου και εγεννησεν εις αυτον υιον? το πραγμα ομως το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Κυριου.27 А як пройшла жалоба, Давид послав за нею й узяв до свого дому, й вона стала йому за жінку й вродила йому сина. Та вчинок, якого допустився Давид, не сподобався Господеві.