| 1 Ο δε Αδαμ εγνωρισεν Ευαν την γυναικα αυτου? και συνελαβε, και εγεννησε τον Καιν? και ειπεν, Απεκτησα ανθρωπον δια του Κυριου. | 1 Адам спізнав Єву, свою жінку: вона зачала й породила Каїна та й сказала: «Я придбала людину з Господньої ласки». |
| 2 Και προσετι εγεννησε τον αδελφον αυτου τον Αβελ. Και ητο ο Αβελ ποιμην προβατων, ο δε Καιν ητο γεωργος. | 2 Потім вродила також брата його Авеля. Авель був вівчар, а Каїн порав землю. |
| 3 Και μεθ' ημερας προσεφερεν ο Καιν απο των καρπων της γης προσφοραν προς τον Κυριον. | 3 По якомусь часі Каїн приніс Господеві жертву з плодів ріллі. |
| 4 Και ο Αβελ προσεφερε και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου, και απο των στεατων αυτων. Και επεβλεψε με ευμενειαν Κυριος επι τον Αβελ και επι την προσφοραν αυτου? | 4 Та й Авель приніс жертву — з первістків свого дрібного скоту, і то з найгладкіших. І споглянув Господь на Авеля і на його жертву, |
| 5 επι δε τον Καιν και επι την προσφοραν αυτου δεν επεβλεψε. Και ηγανακτησεν ο Καιν σφοδρα, και εκατηφιασε το προσωπον αυτου | 5 на Каїна ж і на його жертву не споглянув. Розсердився Каїн вельми і похмурнів. |
| 6 Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Δια τι ηγανακτησας; και δια τι εκατηφιασε το προσωπον σου; | 6 І сказав Господь до Каїна: «Чого ти розсердився? Чому похмурнів? |
| 7 αν συ πραττης καλως, δεν θελεις εισθαι ευπροσδεκτος; και εαν δεν πραττης καλως, εις την θυραν κειται η αμαρτια. Αλλ' εις σε θελει εισθαι η επιθυμια αυτου, και συ θελεις εξουσιαζει επ' αυτου. | 7 Коли чиниш добре, будь погідний, а коли ні — гріх на порозі чигає: він і так оволодів тобою, але мусиш над ним панувати». |
| 8 Και ειπεν ο Καιν προς Αβελ τον αδελφον αυτου, Ας υπαγωμεν εις την πεδιαδα? και ενω ησαν εν τη πεδιαδι, σηκωθεις ο Καιν κατα του αδελφου αυτου Αβελ εφονευσεν αυτον. | 8 І сказав Каїн до Авеля, свого брата: «Ходімо-но в поле». І коли вони були в полі, Каїн напав на Авеля, свого брата, й убив його. |
| 9 Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Που ειναι Αβελ ο αδελφος σου; Ο δε ειπε, Δεν εξευρω? μη φυλαξ του αδελφου μου ειμαι εγω; | 9 Тоді Господь сказав до Каїна: Де Авель, брат твій? Той відповів: «Не знаю. Хіба я сторож брата мого?» |
| 10 Και ειπεν ο Θεος, Τι εκαμες; η φωνη του αιματος του αδελφου σου βοα προς εμε εκ της γης? | 10 А Господь промовив: «Що ти вчинив? Ось голос крови брата твого кличе до мене з землі. |
| 11 και τωρα επικαταρατος να ησαι απο της γης, ητις ηνοιξε το στομα αυτης δια να δεχθη το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου? | 11 Тепер же проклятий ти від землі, що відкрила свої уста, щоб прийняти кров брата твого з твоєї руки. |
| 12 οταν εργαζησαι την γην, δεν θελει εις το εξης σοι δωσει τον καρπον αυτης? πλανητης και φυγας θελεις εισθαι επι της γης. | 12 Коли оброблятимеш землю, вона вже більше не дасть тобі свого врожаю. Втікачем і волоцюгою будеш на землі». |
| 13 Και ειπεν ο Καιν προς τον Κυριον, Η αμαρτια μου ειναι μεγαλητερα παρ' ωστε να συγχωρηθη? | 13 І сказав Каїн до Господа: «Кара гріху мого занадто велика, щоб її винести! |
| 14 ιδου, με διωκεις σημερον απο προσωπου της γης, και απο του προσωπου σου θελω κρυφθη, και θελω εισθαι πλανητης και φυγας επι της γης? και πας οστις με ευρη, θελει με φονευσει. | 14 Проганяєш оце мене сьогодні з цієї землі, й від лиця твого мушу ховатись і втікачем та волоцюгою маю бути на землі; і перший, хто мене зустріне, вб’є мене». |
| 15 Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος, δια τουτο, πας οστις φονευση τον Καιν, επταπλασιως θελει τιμωρηθη. Και εβαλεν ο Κυριος σημειον εις τον Καιν, δια να μη φονευση αυτον πας οστις ευρη αυτον. | 15 Тоді Господь сказав до нього: «Якщо хтось уб’є Каїна, то зазнає помсти всемеро». Та й поклав Господь на Каїні знак, щоб не вбивав його той, хто зустріне його. |
| 16 Και εξηλθεν ο Καιν απο προσωπου του Κυριου, και κατωκησεν εν τη γη Νωδ, προς ανατολας της Εδεμ. | 16 І відійшов Каїн від лиця Господа й оселився в краю Нод, на схід від Едему. |
| 17 Εγνωρισε δε ο Καιν την γυναικα αυτου, και συνελαβε, και εγεννησε τον Ενωχ? εκτισε δε πολιν, και εκαλεσε το ονομα της πολεως κατα το ονομα του υιου αυτου, Ενωχ. | 17 Каїн спізнав свою жінку, і вона зачала й вродила Еноха; він збудував також місто й назвав це місто іменем свого сина — Енох. |
| 18 Εγεννηθη δε εις τον Ενωχ ο Ιραδ? και Ιραδ εγεννησε τον Μεχουιαηλ? και Μεχουιαηλ εγεννησε τον Μεθουσαηλ? και Μεθουσαηλ εγεννησε τον Λαμεχ. | 18 В Еноха ж народився Ірад; Ірад породив Мегуяела; Мегуяел породив Матусаїла; Матусаїл породив Ламеха. |
| 19 Και ελαβεν εις εαυτον ο Λαμεχ δυο γυναικας? το ονομα της μιας, Αδα, και το ονομα της αλλης, Σιλλα. | 19 Ламех узяв собі дві жінки: одній було на ім’я Ада, а ім’я другій Цілла. |
| 20 Και εγεννησεν η Αδα τον Ιαβαλ? ουτος ητο πατηρ των κατοικουντων εν σκηναις και τρεφοντων κτηνη. | 20 Ада породила Явала. Він був батько тих, що живуть у шатрах і випасають худобу. |
| 21 Και το ονομα του αδελφου αυτου ητο Ιουβαλ? ουτος ητο πατηρ παντων των παιζοντων κιθαραν και αυλον. | 21 Ім’я брата його Ювал. Цей був батьком усіх гуслярів та дударів. |
| 22 Η Σιλλα δε και αυτη εγεννησε τον Θουβαλ-καιν, χαλκεα παντος εργαλειου χαλκου και σιδηρου? αδελφη δε του Θουβαλ-καιν ητο η Νααμα. | 22 Цілла ж і собі породила Тувал-Каїна, що кував з міді й заліза всяке знаряддя. Сестра Тувал-Каїна була Наама. |
| 23 Και ειπεν ο Λαμεχ προς τας γυναικας εαυτου, Αδα και Σιλλα, Ακουσατε την φωνην μου? γυναικες του Λαμεχ, ακροασθητε τους λογους μου? επειδη ανδρα εφονευσα εις πληγην μου? και νεον εις μαστιγα μου? | 23 Ламех сказав своїм жінкам: «Адо й Цілло, слухайте мій голос. Жінки Ламехові, зважайте на моє слово; бо я забив чоловіка за мою рану, а дитя (у відплату) за синяк. |
| 24 διοτι ο μεν Καιν επταπλασιως θελει εκδικηθη? ο δε Λαμεχ εβδομηκοντακις επτα. | 24 Як за Каїна була всемеро помста, то за Ламеха в сімдесят сім разів». |
| 25 Εγνωρισε δε παλιν ο Αδαμ την γυναικα αυτου, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηθ, λεγουσα, Οτι εδωκεν εις εμε ο Θεος αλλο σπερμα αντι του Αβελ, τον οποιον εφονευσεν ο Καιν. | 25 Тоді Адам знову спізнав свою жінку, й вона вродила сина й назвала його Сет, бо, мовляв, Бог дав мені другого нащадка замість Авеля, що його вбив Каїн. |
| 26 Και εις τον Σηθ ομοιως εγεννηθη υιος? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ενως. Τοτε εγεινεν αρχη να ονομαζωνται με το ονομα του Κυριου. | 26 У Сета теж народився син, і він дав йому ім’я Енос. І тоді почали закликати ім’я Господнє. |