SCRUTATIO

Venerdi, 14 novembre 2025 - Sant' Agostina (Livia) Pietrantoni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 22


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Μετα δε τα πραγματα ταυτα ο Θεος εδοκιμασε τον Αβρααμ, και ειπε προς αυτον, Αβρααμ? ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.1 Після того Бог випробував Авраама. Отож сказав до нього: Аврааме! Той же відповів: Я тут!
2 Και ειπε, Λαβε τωρα τον υιον σου τον μονογενη, τον οποιον ηγαπησας, τον Ισαακ, και υπαγε εις τον τοπον Μορια, και προσφερε αυτον εκει εις ολοκαυτωμα, επι ενος των ορεων, το οποιον θελω σοι ειπει.2 Бог сказав: Візьми сина твого, твого єдиного, якого любиш, Ісаака, і піди в Морія-край та й принеси його там у всепалення на одній з гір, що її я тобі вкажу.
3 Σηκωθεις δε Αβρααμ ενωρις το πρωι, εσαμαρωσε την ονον αυτου και ελαβε μεθ' εαυτου δυο εκ των δουλων αυτου και Ισαακ τον υιον αυτου? και σχισας ξυλα δια την ολοκαυτωσιν, εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.3 Встав Авраам рано-вранці, осідлав свого осла, взяв із собою двох слуг та Ісаака, сина свого, наколов дров на всепалення і пішов на місце, що призначив йому Бог.
4 Την δε τριτην ημεραν υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον τοπον μακροθεν.4 На третій день підвів Авраам свої очі й, побачивши здалека те місце,
5 Και ειπεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου, Σεις καθισατε αυτου μετα της ονου? εγω δε και το παιδαριον θελομεν υπαγει εως εκει? και αφου προσκυνησωμεν, θελομεν επιστρεψει προς εσας.5 сказав своїм слугам: Побудьте тут з ослом, а я з хлоп’ям підемо аж он туди та, поклонившись Богові, повернемося до вас.
6 Και λαβων ο Αβρααμ τα ξυλα της ολοκαυτωσεως, επεθεσεν επι τον Ισαακ τον υιον αυτου? και ελαβεν εις την χειρα αυτου το πυρ, και την μαχαιραν, και υπηγον οι δυο ομου.6 Тож узяв Авраам дрова всепалення та й поклав на Ісаака, сина свого; сам же взяв у руки вогонь і ніж, і пішли вони обидва вкупі.
7 Τοτε ελαλησεν ο Ισαακ προς Αβρααμ τον πατερα αυτου και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω, τεκνον μου. Και ειπεν ο Ισαακ, Ιδου, το πυρ και τα ξυλα? αλλα που το προβατον δια την ολοκαυτωσιν;7 Тоді Ісаак заговорив до Авраама, батька свого, кажучи: Батьку! — А той: Що тобі, сину? Ось, каже він, вогонь і дрова; а де ягня на всепалення?
8 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ο Θεος, τεκνον μου, θελει προβλεψει εις εαυτον το προβατον δια την ολοκαυτωσιν. Και επορευοντο οι δυο ομου.8 Авраам же: Бог подбає собі ягня на всепалення, сину. І йшли вони обидва разом.
9 Αφου δε εφθασαν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος, ωκοδομησεν εκει ο Αβρααμ το θυσιαστηριον και διεθεσε τα ξυλα, και δεσας τον Ισαακ τον υιον αυτου εβαλεν αυτον επι το θυσιαστηριον επανω των ξυλων?9 Як же прийшли на місце, про яке сказав йому Бог, то спорудив Авраам жертовник, розклав дрова і, зв’язавши Ісаака, сина свого, поклав його на жертовник, зверху на дровах.
10 και εκτεινας ο Αβρααμ την χειρα αυτου, ελαβε την μαχαιραν δια να σφαξη τον υιον αυτου.10 Тоді простягнув Авраам свою руку й узяв ножа, щоб принести в жертву сина свого.
11 Αγγελος δε Κυριου εφωνησε προς αυτον εκ του ουρανου και ειπεν, Αβρααμ, Αβρααμ. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.11 Та ангел Господній кликнув до нього з неба і сказав: Аврааме, Аврааме! Той відповів: Я тут!
12 Και ειπε, Μη επιβαλης την χειρα σου επι το παιδαριον, και μη πραξης εις αυτο μηδεν? διοτι τωρα εγνωρισα οτι συ φοβεισαι τον Θεον, επειδη δεν ελυπηθης τον υιον σου τον μονογενη δι' εμε.12 І сказав (Бог): Не простягай руки твоєї на хлопця, не чини йому нічого! Тепер бо знаю, що ти боїшся Бога, що ти не пощадив свого сина, свого єдиного, для мене.
13 Και υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου ειδε? και ιδου, κριος οπισθεν αυτου, κρατουμενος απο των κερατων αυτου εις φυτον πυκνοκλαδον? και ελθων ο Αβρααμ, ελαβε τον κριον και προσεφερεν αυτον εις ολοκαυτωμα αντι του υιου αυτου.13 Коли Авраам підвів очі свої й дивиться — аж ось позаду (нього) баран, заплутаний у кущах рогами. Пішов Авраам, узяв того барана і приніс його у всепалення замість свого сина.
14 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του τοπου εκεινου Ιεοβα-ιρε? ως λεγεται και την σημερον, Εν τω ορει ο Κυριος θελει εμφανισθη.14 І назвав Авраам те місце Господь явився, як то й посьогодні кажуть: На горі, де Господь явився.
15 Και εφωνησε δευτερον ο αγγελος του Κυριου προς τον Αβρααμ εκ του ουρανου,15 Ангел же Господній кликнув до Авраама вдруге з неба;
16 και ειπεν, Ωμοσα εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι, επειδη επραξας το πραγμα τουτο και δεν ελυπηθης τον υιον σου, τον μονογενη σου,16 і сказав: Клянуся мною самим — слово Господнє: за те, що ти вчинив це і не пощадив сина твого, твого єдиного,
17 οτι ευλογων θελω σε ευλογησει, και πληθυνων θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου και ως την αμμον την παρα το χειλος της θαλασσης? και το σπερμα σου θελει κυριευσει τας πυλας των εχθρων αυτου?17 я поблагословлю тебе вельми й дуже розмножу твоє потомство, як зорі на небі і як пісок, що на березі моря. Твої потомки займуть міста своїх ворогів.
18 και εν τω σπερματι σου θελουσιν ευλογηθη παντα τα εθνη της γης? διοτι υπηκουσας εις την φωνην μου.18 У твоєму потомстві благословляться всі народи землі, тому що ти послухав мого голосу.
19 Και επεστρεψεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου? και σηκωθεντες, υπηγον ομου εις Βηρ-σαβεε? και κατωκησεν ο Αβρααμ Ενβηρ-σαβεε.19 Тоді Авраам повернувся до своїх слуг, і вони підвелись та й пішли разом до Версавії. І там у Версавії Авраам оселився.
20 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ανηγγειλαν προς τον Αβρααμ λεγοντες, Ιδου, η Μελχα εγεννησε και αυτη υιους εις τον Ναχωρ τον αδελφον σου?20 І сталося, що після того сповіщено Авраама так: Он і Мілка, вона теж породила синів Нахорові, твоєму братові:
21 τον Ουζ πρωτοτοκον αυτου, και τον Βουζ αδελφον αυτου, και τον Κεμουηλ τον πατερα του Αραμ,21 Уца, його первородного, і Буза, його брата, Кемуела, батька Араму;
22 και τον Κεσεδ, και τον Αζαυ, και τον Φαλδες, και τον Ιελδαφ, και τον Βαθουηλ.22 Кеседа, Хазо, Пілдаша, їдлафа та Бетуела.
23 Ο δε Βαθουηλ εγεννησε την Ρεβεκκαν? τους οκτω τουτους εγεννησεν η Μελχα εις τον Ναχωρ τον αδελφον του Αβρααμ.23 Бетуел же мав Ревеку. Вісім оцих синів вродила Мілка Нахорові, Авраамовому братові.
24 Και η παλλακη αυτου, η ονομαζομενη Ρευμα, εγεννησε και αυτη τον Ταβεκ και τον Γααμ και τον Ταχας και τον Μααχα.24 А його наложниця, на ім’я Реума, теж породила — Теваха, Гахама, Тахаша й Мааху.