Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 20


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Benadad re della Siria, radunato tutto il suo esercito, con trentadue re e cavalli e carri, salì a combattere contro Samaria a cui pose l'assedio.1 Ο δε Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισε πασαν την δυναμιν αυτου? ησαν δε μετ' αυτου τριακοντα δυο βασιλεις και ιπποι και αμαξαι και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν και επολεμει αυτην.
2 Mandò poi dei messi in città, a dire ad Acab:2 Και απεστειλε μηνυτας προς Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ εις την πολιν και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει ο Βεν-αδαδ?
3 « Queste cose dice Benadad: Il tuo argento e il tuo oro è mio, le tue mogli e i tuoi figli più belli son miei ».3 το αργυριον σου και το χρυσιον σου ειναι εμου? και αι γυναικες σου και τα τεκνα σου τα ωραια ειναι εμου.
4 Il re d'Israele rispose: « E' proprio come tu dici, o re mio signore; io con tutte le mie cose sono tuo ».4 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπε, Κατα τον λογον σου, κυριε μου βασιλευ, σου ειμαι εγω και παντα οσα εχω.
5 I messi tornarono a dire: « Queste cose dice Benadad che ci ha mandati a te: Tu mi darai il tuo argento, il tuo oro, le tue mogli e i tuoi figli.5 Και επανηλθον οι μηνυται και ειπον, Ουτως αποκρινεται ο Βεν-αδαδ, λεγων? Επειδη απεστειλα προς σε, λεγων, Το αργυριον σου και το χρυσιον σου και τας γυναικας σου και τα τεκνα σου θελεις παραδωσει εις εμε,
6 Domani adunque, a questa medesima ora, manderò da te i miei servi, i quali, frugando la tua casa e quella dei tuoi servi, prenderanno e porterai! via ciò che loro piacerà ».6 αυριον βεβαιως περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει τους δουλους μου προς σε, και θελουσιν ερευνησει τον οικον σου και τους οικους των δουλων σου? και ο, τι ειναι επιθυμητον εις τους οφθαλμους σου, θελουσι βαλει εις τας χειρας αυτων και θελουσι λαβει αυτο.
7 Allora il re di Israele chiamò tutti gli anziani del paese e disse: « Se ben considerate, vedrete che egli ci tende insidie, perchè, avendo egli mandato da me per aver le mie mogli, i miei figli, il mio argento, il mio oro, io non rifiutai ».7 Τοτε εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ παντας τους πρεσβυτερους του τοπου και ειπε, Στοχασθητε, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος κακιαν ζητει? διοτι απεστειλε προς εμε δια τας γυναικας μου και δια τα τεκνα μου και δια το αργυριον μου και δια το χρυσιον μου, και δεν ηρνηθην ουδεν εις αυτον.
8 Tutti gli anziani e tutto il popolo gli risposero: « Non gli dare ascolto, non cedere ».8 Και ειπον προς αυτον παντες οι πρεσβυτεροι και πας ο λαος, Μη υπακουσης μηδε συγκατανευσης.
9 Acab allora rispose ai messi di Benadad: « Dite al re mio signore: tutto quello che da principio mandasti a dire a me tuo servo, lo farò; ma quest'altra cosa non posso farla».9 Ειπε λοιπον προς τους μηνυτας του Βεν-αδαδ, Ειπατε προς τον κυριον μου τον βασιλεα, Παντα οσα εμηνυσας προς τον δουλον σου κατ' αρχας, θελω καμει τουτο ομως το πραγμα δεν δυναμαι να καμω. Και οι μηνυται ανεχωρησαν και εφεραν προς αυτον την αποκρισιν.
10 I messi andaron a portar la risposta a Benadad, il quale li rimandò a dire: « Gli dèi mi facciano questo e peggio, se la polvere di Samaria basta per empire il pugno di tutta la gente che mi segue ».10 Και αναπεστειλεν ο Βεν-αδαδ προς αυτον, λεγων, Ουτω να καμωσιν εις εμε οι θεοι και ουτω να προσθεσωσιν, εαν το χωμα της Σαμαρειας αρκεση δια μιαν χεριαν εις παντα τον λαον, τον ακολουθουντα με.
11 Il re d'Israele gli mandò questa risposta: « Chi è armato non si glori!i come chi posa l'armi ».11 Και απεκριθη ο βασιλευς του Ισραηλ και ειπεν, Ειπατε προς αυτον, Οστις περιζωννυται τα οπλα, ας μη μεγαλαυχη ως ο εκδυομενος αυτα.
12 Quando Benadad, che era allora a bere cogli altri re nelle tende, sentì queste parole, disse ai suoi servi: « Circondate la città ». Ed essi la circondarono.12 Οτε δε ο Βεν-αδαδ ηκουσε τον λογον τουτον, ετυχε πινων, αυτος και οι βασιλεις οι μετ' αυτου εις τας σκηνας, και ειπε προς τους δουλους αυτου, Παραταχθητε. Και παρεταχθησαν κατα της πολεως.
13 Ed ecco un profeta accostarsi ad Acab re d'Israele e dirgli: « Cosi dice il Signore: Vedi tu questa immensa moltitudine? Ecco io oggi la darò nelle tue mani, affinchè tu conosca che io sono il Signore ».13 Και ιδου, προσηλθε προς τον Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ προφητης τις, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Βλεπεις απαν το πληθος τουτο το μεγα; ιδου, εγω παραδιδω αυτο εις την χειρα σου σημερον? και θελεις γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
14 Acab disse: « Per mezzo di chi? » L'altro rispose: « Così dice il Signore: per mezzo dei servi dei capi delle provincie ». Acab disse: « Chi comincerà la battaglia? » L'altro rispose: «Tu».14 Και ειπεν ο Αχααβ, Δια τινος; Ο δε απεκριθη, Ουτω λεγει Κυριος? Δια των θεραποντων των αρχοντων των επαρχιων. Τοτε ειπε, Τις θελει συγκροτησει την μαχην; Και απεκριθη, Συ.
15 Acab allora fece la rassegna dei servi dei capi delle provincie e ne trovò duecento trentadue; dopo di essi fece la rassegna del popolo dei figli d'Israele: sette mila.15 Τοτε ηριθμησε τους θεραποντας των αρχοντων των επαρχιων? και ησαν διακοσιοι τριακοντα δυο? και μετ' αυτους, ηριθμησεν απαντα τον λαον, παντας τους υιους Ισραηλ, επτα χιλιαδας.
16 Questi fecero una sortita sul mezzodì, mentre Benadad, già ubriaco, beveva nella sua tenda con i trentadue re ch'eran venuti in suo aiuto.16 Και εξηλθον περι την μεσημβριαν. Ο δε Βεν-αδαδ επινε και εμεθυεν εις τας σκηνας, αυτος και οι βασιλεις, οι τριακοντα δυο βασιλεις οι συμμαχοι αυτου.
17 I servi dei capi delle provincie uscirono in prima linea; Benadad mandò, e tornarono a dirgli: « Sono usciti degli uomini da Samaria ».17 Και εξηλθον πρωτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων? και απεστειλεν ο Βεν-αδαδ να μαθη? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ανδρες εξηλθον εκ της Σαμαρειας.
18 Egli disse: « Se vengono per la pace, prendeteli vivi; se per combattere, prendeteli vivi ».18 Ο δε ειπεν, Εαν εξηλθον ειρηνικως, συλλαβετε αυτους ζωντας? και εαν εξηλθον δια πολεμον, παλιν ζωντας συλλαβετε αυτους.
19 Ma i servi dei capi delle provincie, seguiti dal resto dell'esercito,19 Εξηλθον λοιπον εκ της πολεως ουτοι οι θεραποντες των αρχοντων των επαρχιων, και το στρατευμα το οποιον ηκολουθει αυτους.
20 COlpirono ciascuno che gli veniva contro, e i Siri fuggirono e Israele l'inseguì. Benadad stesso, re di Siria, se ne fuggì a cavallo coi suoi cavalieri.20 Και επαταξεν εκαστος τον ανθρωπον αυτου? και οι Συριοι εφυγον? και κατεδιωξεν αυτους ο Ισραηλ? ο δε Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας διεσωθη εφιππος μετα των ιππεων.
21 Il re d'Israele, essendo uscito a combattere, battè i cavalli e i carri, e inflisse alla Siria una grande sconfìtta.21 Και εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ και επαταξε τους ιππεις και τας αμαξας, και εκαμεν εις τους Συριους σφαγην μεγαλην.
22 Allora il profeta, accostatosi al re d'Israele, gli disse: « Orsù, fatti animo e pensa bene al da farsi, perchè l'anno venturo il re di Siria salirà contro di te ».22 Και προσηλθεν ο προφητης προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπε προς αυτον, Υπαγε, ενδυναμωθητι και σκεφθητι, και ιδε τι θελεις καμει διοτι εν τη επιστροφη του ετους ο βασιλευς της Συριας θελει αναβη εναντιον σου.
23 Or dunque dissero al re di Siria i suoi servi: « I loro dèi sono dèi delle montagne: ecco perchè ci han vinti, ma se noi sceglieremo di combattere contro di loro nelle pianure, li vinceremo.23 Ειπον δε προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως της Συριας, Ο θεος αυτων ειναι θεος των βουνων? δια τουτο υπερισχυσαν καθ' ημων? εαν δε πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων.
24 Tu dunque fa così: allontana tutti quei re dal tuo esercito, e metti al loro posto dei capitani;24 Καμε λοιπον το πραγμα τουτο? εκβαλε τους βασιλεις, εκαστον εκ του τοπου αυτου? και βαλε αντ' αυτων στρατηγους?
25 forma un esercito uguale a quello caduto, e fa lo stesso dei cavalli e dei carri; e noi combatteremo contro di loro nelle pianure, e vedrai che li vinceremo ». Egli diede ascolto e fece secondo il loro consiglio.25 συ δε συναθροισον εις σεαυτον στρατευμα, οσον στρατευμα εκ των μετα σου επεσε, και ιππον αντι ιππου και αμαξαν αντι αμαξης? και ας πολεμησωμεν αυτους εν τη πεδιαδι, και βεβαιως θελομεν υπερισχυσει κατ' αυτων. Και εισηκουσε της φωνης αυτων και εκαμεν ουτω.
26 Passato un anno, Benadad, fatta la rassegna dei Siri, salì in Afec per combattere contro Israele.26 Και εν τη επιστροφη του ετους ηριθμησεν ο Βεν-αδαδ τους Συριους και ανεβη εις Αφεκ, δια να πολεμηση κατα του Ισραηλ.
27 Fu fatta la rassegna anche dei figli d'Israele, i quali, presi dei viveri, andarono loro incontro, e, posto il campo di faccia ai nemici, parevano due piccoli greggi di capre, mentre i Siri riempivano il paese.27 Και οι υιοι Ισραηλ ηριθμηθησαν, και προπαρασκευασθεντες υπηγον εις συναντησιν αυτων? και εστρατοπεδευσαν οι υιοι Ισραηλ απεναντι αυτων, ως δυο μικρα ποιμνια αιγων? οι δε Συριοι εγεμισαν την γην.
28 Un uomo di Dio accostatosi al re d'Israele, gli disse: « Così dice il Signore: Perchè i Siri hanno detto: Il Signore è Dio dei monti, e non Dio delle valli, io darò tutta questa moltitudine nelle tue mani, e conoscerete che io sono il Signore ».28 Και προσηλθεν ο ανθρωπος του Θεου και ελαλησε προς τον βασιλεα του Ισραηλ, και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Επειδη οι Συριοι ειπον, Ο Κυριος ειναι Θεος των βουνων, αλλ' ουχι Θεος των κοιλαδων, δια τουτο θελω παραδωσει εις την χειρα σου απαν το μεγα τουτο πληθος, και θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος.
29 Per sette giorni i due eserciti stettero accampati l'un contro l'altro; al settimo giorno fu data battaglia, e i figli d'Israele uccisero in un sol giorno cento mila pedoni ai Siri.29 Και ησαν εστρατοπεδευμενοι αντικρυ αλληλων επτα ημερας. Και την εβδομην ημεραν συνεκροτηθη η μαχη? και επαταξαν οι υιοι Ισραηλ τους Συριους εκατον χιλιαδας πεζων εν ημερα μια.
30 Quelli scampati fuggirono nella città di Afec, ma il muro cadde sopra i ventisette mila uomini che eran rimasti. Benadad entrò fuggendo nella città, e si appiattò in una stanza che era dentro un'altra.30 Οι δε εναπολειφθεντες εφυγον εις Αφεκ, προς την πολιν? και επεσε το τειχος επι εικοσιεπτα χιλιαδας εκ των ανδρων των εναπολειφθεντων. Και εφυγεν ο Βεν-αδαδ και εισηλθεν εις την πολιν και εκρυφθη απο κοιτωνος εις κοιτωνα.
31 Ma i suoi servi gli dissero: « Ecco, abbiamo sentito dire che i re d'Israele sono clementi: mettiamoci adunque dei sacelli ai fianchi e delle corde al capo e andiamo incontro al re d'Israele; forse egli ci salverà la vita ».31 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι αυτου, Ιδου τωρα, ηκουσαμεν οτι οι βασιλεις του οικου Ισραηλ ειναι βασιλεις ελεημονες? ας βαλωμεν λοιπον σακκους επι τας οσφυας ημων και σχοινια επι τας κεφαλας ημων, και ας εξελθωμεν προς τον βασιλεα του Ισραηλ? ισως θελει σοι χαρισει την ζωην.
32 Si cinsero i fianchi coi sacchi, si posero le corde al capo, andarono dal re d'Israele e gli dissero: « Benadad tuo servo dice: Ti scongiuro, salvami la vita ». Ed egli disse: « Se è ancor vivo è mio fratello ».32 Περιεζωσθησαν λοιπον σακκους εις τας οσφυας αυτων και σχοινια εις τας κεφαλας αυτων, και ηλθον προς τον βασιλεα του Ισραηλ και ειπον, Ο δουλος σου Βεν-αδαδ λεγει, Ας ζηση η ψυχη μου, παρακαλω. Και ειπε, Ζη ακομη; αδελφος μου ειναι.
33 I Siri ebbero questo per buon augurio, e subito presolo in parola, dissero: « Benadad è tuo fratello ». Ed egli disse loro: « Amdate e conducetelo a me ». Benadad allora si presentò a lui, che lo fece salire sul suo carro.33 Και οι ανδρες ελαβον τουτο δια καλον οιωνον, και εσπευσαν να στερεωσωσι το εξελθον εκ του στοματος αυτου? και ειπον, Ο αδελφος σου Βεν-αδαδ. Και ειπεν, Υπαγετε, φερετε αυτον. Οτε δε ηλθε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, εκεινος ανεβιβασεν αυτον εις την αμαξαν αυτου.
34 Benadad gli disse: « Io restituirò le città che mio padre tolse a tuo padre, fatti pure delle piazze in Damasco, come il padre mio ne fece in Samaria, e io, fatta alleanza con te, me ne andrò ». Acab fece allora alleanza e lo rimandò.34 Και ειπε προς αυτον ο Βεν-αδαδ, τας πολεις, τας οποιας ελαβεν ο πατηρ μου παρα του πατρος σου, θελω αποδωσει και θελεις στησει εις σεαυτον οχυρωματα εν Δαμασκω, καθως εστησεν ο πατηρ μου εν Σαμαρεια. Και εγω, ειπεν ο Αχααβ, θελω σε εξαποστειλει επι ταυτη τη συνθηκη. Ουτως εκαμε συνθηκην μετ' αυτου και εξαπεστειλεν αυτον.
35 Allora un uomo dei figli dei profeti disse al suo compagno, colla parola del Signore: « Percuotimi ». Ma quello non volle percuoterlo.35 Ανθρωπος δε τις εκ των υιων των προφητων ειπε προς τον πλησιον αυτου εν λογω Κυριου, Κτυπησον με, παρακαλω. Αλλα δεν ηθελησεν ο ανθρωπος να κτυπηση αυτον.
36 Ed egli disse: « Perchè tu non hai ascoltata la voce del Signore, ecco, dopo che sarai partito da me, un leone ti ucciderà ». E quando quello si fu allontanato da lui un poco, un leone gli andò incontro e l'uccise.36 Και ειπε προς αυτον, Επειδη δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, ιδου, καθως αναχωρησης απ' εμου, λεων θελει σε θανατωσει. Και ως ανεχωρησεν απ' αυτου, ευρηκεν αυτον λεων και εθανατωσεν αυτον.
37 Avendo poi trovato un altro uomo gli disse: « Percuotimi ». E quello lo percosse da ferirlo.37 Ευρων επειτα αλλον ανθρωπον, ειπε, Κτυπησον με, παρακαλω. Και ο ανθρωπος εκτυπησεν αυτον, και κτυπησας επληγωσε.
38 Il profeta allora partì e andò a trovare il re, cambiando, coll'imbrattarsi di polvere, l'aspetto dei suoi occhi e della sua faccia.38 Τοτε ανεχωρησεν ο προφητης και εσταθη επι της οδου δια τον βασιλεα, μεταμεμορφωμενος με καλυμμα επι τους οφθαλμους αυτου.
39 Passato il re, gridò dietro a lui e disse: « Il tuo servo uscì a combattere nella mischia; ma, essendosi uno dato alla fuga, un altro lo condusse a me e disse: Custodisci quest'uomo: se lo farai scappare, la tua vita sarà per la sua, o almeno pagherai un talento d'argento.39 Και ως διεβαινεν ο βασιλευς αυτος εβοησε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Ο δουλος σου εξηλθεν εις το μεσον της μαχης? και ιδου, ανθρωπος στραφεις κατα μερος εφερε τινα προς εμε, και ειπε, Φυλαττε τον ανθρωπον τουτον? εαν ποτε φυγη, τοτε η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, η θελεις πληρωσει εν ταλαντον αργυριου?
40 Or mentre io, turbato, mi volgevo in qua e là, egli in un baleno disparve ». Il re d'Israele gli disse: « La tua condanna è quella stessa che tu hai pronunziata ».40 και ενω ο δουλος σου ησχολειτο εδω και εκει, αυτος εφυγε. Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ, αυτη ειναι η κρισις σου? αυτος συ απεφασισας αυτην.
41 Ma egli pulì dalla polvere la sua faccia, e il re d'Israele lo riconobbe per uno dei profeti.41 Τοτε εσπευσε και αφηρεσε το καλυμμα απο των οφθαλμων αυτου? και εγνωρισεν αυτον ο βασιλευς του Ισραηλ οτι ητο εκ των προφητων.
42 Allora egli disse al re: « Queste cose dice il Signore: Perchè ti sei lasciato sfuggire di mano un uomo degno di morte, la tua vita sarà per la sua, il tuo popolo per il suo popolo ».42 Και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει Κυριος? Επειδη συ εξαπεστειλας απο της χειρος σου ανθρωπον, τον οποιον εγω ειχον αποφασισει εις ολεθρον, δια τουτο η ζωη σου θελει εισθαι αντι της ζωης αυτου, και ο λαος σου αντι του λαου αυτου.
43 Il re d'Israele, sdegnando di sentire ancora, fece ritorno alla sua casa, e, pieno di furore, andò a Samaria.43 Και απηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος και ηλθεν εις την Σαμαρειαν.