Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 18


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 אַחַר כֵּן סָר פּוֹלוֹס מֵאַתִּינַס וַיָּבֹא אֶל־קוֹרִנְתּוֹס1 Μετα δε ταυτα αναχωρησας ο Παυλος εκ των Αθηνων, ηλθεν εις Κορινθον?
2 וַיִּמְצָא יְהוּדִי נוֹלָד בְּפוֹנְטוֹס וּשְׁמוֹ עֲקִילַס אֲשֶׁר זֶה מִקָּרוֹב בָּא מִן־אִיטַלְיָא הוּא וְאִשְׁתּוֹ פְּרִיסְקִילָה מִפְּנֵי אֲשֶׁר צִוָּה קְלוֹדְיוֹס אֶת־כָּל־הַיְּהוּדִים לָסוּר מֵעִיר רוֹמִי2 και ευρων τινα Ιουδαιον ονοματι Ακυλαν, γεγεννημενον εν Ποντω, νεωστι ελθοντα απο της Ιταλιας, και Πρισκιλλαν την γυναικα αυτου, διοτι ο Κλαυδιος ειχε διαταξει να αναχωρησωσι παντες οι Ιουδαιοι εκ της Ρωμης, προσηλθε προς αυτους,
3 וַיָּבֹא אֲלֵיהֶם וַיְהִי בִּהְיֹתָם בְּנֵי אָמָּנוּת אַחַת וַיֵּשֶׁב אִתָּם וַיַּעַשׂ מְלַאכְתּוֹ וְאָמָּנוּתָם עֲשׂוֹת יְרִיעוֹת אֹהָלִים3 και επειδη ητο ομοτεχνος, εμενε παρ' αυτοις και ειργαζετο? διοτι ησαν σκηνοποιοι την τεχνην.
4 וַיְדַבֵּר בְּבֵית הַכְּנֵסֶת בְּכָל־שַׁבָּת וְשַׁבָּת וַיּוֹכַח אֶת־הַיְּהוּדִים וְאֶת־הַיְּוָנִים4 Διελεγετο δε εν τη συναγωγη κατα παν σαββατον και επειθεν Ιουδαιους και Ελληνας.
5 וּכְבוֹא סִילָא וְטִימוֹתִיּוֹס מִמַּקְדּוֹנְיָא הָיָה פוֹלוֹס מִתְאַמֵּץ בָּרוּחַ לְהָעִיד אֶל־הַיְּהוּדִים כִּי יֵשׁוּעַ הוּא הַמָּשִׁיחַ5 Οτε δε κατεβησαν απο της Μακεδονιας ο τε Σιλας και ο Τιμοθεος, ο Παυλος συνεσφιγγετο κατα το πνευμα διαμαρτυρομενος προς τους Ιουδαιους οτι ο Ιησους ειναι ο Χριστος.
6 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר הִתְקוֹמְמוּ וְגִדְּפוּ וַיְנַעֵר אֶת־בְּגָדָיו וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם דַּמְכֶם בְּרָאשֵׁיכֶם וְאָנֹכִי נָקִי מֵעַתָּה אֵלְכָה־לִּי אֶל־הַגּוֹיִם6 Και επειδη αυτοι ηναντιουντο και εβλασφημουν, εκτιναξας τα ιματια αυτου ειπε προς αυτους? το αιμα σας επι την κεφαλην σας? εγω ειμαι καθαρος? απο του νυν θελω υπαγει εις τα εθνη.
7 וַיֵּלֶךְ מִשָּׁם וַיָּבֹא אֶל־בֵּית אִישׁ וּשְׁמוֹ יוּסְטוֹס אִישׁ יְרֵא אֱלֹהִים וּבֵיתוֹ סָמוּךְ לְבֵית הַכְּנֵסֶת7 Και μεταβας εκειθεν ηλθεν εις την οικιαν τινος ονομαζομενου Ιουστου, οστις εσεβετο τον Θεον, του οποιου η οικια συνειχετο με την συναγωγην.
8 וּקְרִיסְפּוֹס רֹאשׁ הַכְּנֵסֶת הֶאֱמִין בָּאָדוֹן הוּא וְכָל־בֵּיתוֹ וְגַם קוֹרִנְתִּים רַבִּים בְּשָׁמְעָם הֶאֱמִינוּ וַיִּטָּבֵלוּ8 Κρισπος δε ο αρχισυναγωγος επιστευσεν εις τον Κυριον μεθ' ολου του οικου αυτου, και πολλοι των Κορινθιων ακουοντες επιστευον και εβαπτιζοντο.
9 וּדְבַר הָאָדוֹן הָיָה אֶל־פּוֹלוֹס בַּמַּחֲזֶה בַלַּיְלָה לֵאמֹר אַל־תִּירָא כִּי אִם־דַּבֵּר וְאַל־תֶּחֱשֶׁה9 Και ο Κυριος ειπεν εν νυκτι προς τον Παυλον δι' οραματος? Μη φοβου, αλλα ομιλει και μη σιωπησης,
10 כִּי־עִמְּךָ אָנֹכִי וְאִישׁ אַל־יִגַּע בְּךָ לְהָרַע לָךְ כִּי־גוֹי גָּדוֹל לִי בָּעִיר הַזֹּאת10 διοτι εγω ειμαι μετα σου, και ουδεις θελει επιβαλει χειρα επι σε δια να σε κακοποιηση, διοτι εχω λαον πολυν εν τη πολει ταυτη.
11 וַיֵּשֶׁב שָׁם שָׁנָה וְשִׁשָּׁה חֳדָשִׁים וַיְלַמֵּד בָּהֶם אֵת דְּבַר הָאֱלֹהִים11 Και εκαθησεν εκει εν ετος και μηνας εξ, διδασκων μεταξυ αυτων τον λογον του Θεου.
12 וַיְהִי בִּהְיוֹת גַּלִּיּוֹן שַׂר מְדִינַת אֲכַיָּא וַיָּקוּמוּ הַיְּהוּדִים כֻּלָּם יַחְדָּו עַל־פּוֹלוֹס וַיְבִיאֻהוּ אֶל־כִּסֵּא הַמִּשְׁפָּט12 Οτε δε ο Γαλλιων ητο ανθυπατος της Αχαιας, οι Ιουδαιοι εσηκωθησαν ομοθυμαδον κατα του Παυλου και εφεραν αυτον εις το δικαστηριον,
13 וַיֹּאמְרוּ הָאִישׁ הַזֶּה מְפַתֶּה אֶת־בְּנֵי הָאָדָם לַעֲבֹד אֶת־אֱלֹהִים בְּלֹא כַתּוֹרָה13 λεγοντες οτι ουτος πειθει τους ανθρωπους να λατρευωσι τον Θεον παρα τον νομον.
14 וַיְהִי אַךְ־בִּקֵּשׁ פּוֹלוֹס לִפְתֹּחַ אֶת־פִּיו וְגַלִּיּוֹן אָמַר אֶל־הַיְּהוּדִים לֵאמֹר אִם־הָיָה דְבַר־פֶּשַׁע אוֹ־מַעֲשֵׂה נְבָלָה כִּי־עַתָּה נָשָׂאתִי וְשָׁמַעְתִּי אֶתְכֶם הַיְּהוּדִים כַּמִּשְׁפָּט14 Και οτε εμελλεν ο Παυλος να ανοιξη το στομα, ειπεν ο Γαλλιων προς τους Ιουδαιους? Εαν μεν ητο τι αδικημα η ραδιουργημα πονηρον, ω Ιουδαιοι, ευλογως ηθελον σας υποφερει?
15 אֲבָל אִם־הִיא שְׁאֵלָה עַל־מִלִּין וְשֵׁמוֹת וְהַדָּת שֶׁלָּכֶם רְאוּ אַתֶּם וַאֲנִי אֵין רְצוֹנִי לִהְיוֹת שֹׁפֵט עַל־דְּבָרִים כָּאֵלֶּה15 εαν δε ηναι ζητημα περι λεξεων και ονοματων και του νομου υμων, θεωρησατε σεις? διοτι εγω κριτης τουτων δεν θελω να γεινω.
16 וַיְגָרֶשׁ אֹתָם מִלִּפְנֵי כִּסֵּא הַמִּשְׁפָּט16 Και απεδιωξεν αυτους απο του δικαστηριου.
17 וַיֹּאחֲזוּ כָל־הַיְּוָנִים אֶת־סוֹסְתְּנִיס רֹאשׁ הַכְּנֵסֶת וַיַּכּוּהוּ לִפְנֵי־כִסֵּא הַמִּשְׁפָּט וְגַלִּיּוֹן לֹא־שָׁת לִבּוֹ גַּם־לָזֹאת17 Πιασαντες δε παντες οι Ελληνες Σωσθενην τον αρχισυναγωγον, ετυπτον εμπροσθεν του δικαστηριου? και παντελως δεν εμελε τον Γαλλιωνα περι τουτων.
18 וּפוֹלוֹס יָשַׁב שָׁם עוֹד יָמִים רַבִּים וַיִּפָּרֵד מִן־הָאַחִים וַיֵּרֶד בָּאֳנִיָּה לָלֶכֶת אֶל־סוּרְיָא וְאִתּוֹ פְּרִיסְקִילָה וַעֲקִילַס וַיְגַלַּח אֶת־רֹאשׁוֹ בְּקַנְכְּרַי כִּי נֶדֶר עָלָיו18 Ο δε Παυλος, αφου προσεμεινεν ετι ημερας ικανας, αποχαιρετησας τους αδελφους, εξεπλευσεν εις την Συριαν, και μετ' αυτου η Πρισκιλλα και ο Ακυλας, αφου εξυρισε την κεφαλην εν Κεγχρεαις? διοτι ειχεν ευχην.
19 וַיָּבֹאוּ אֶל־אֶפְסוֹס וַיַּעֲזֹב אֹתָם שָׁם וְהוּא הָלַךְ לְבֵית הַכְּנֵסֶת וַיְדַבֵּר עִם־הַיְּהוּדִים19 Και κατηντησεν εις Εφεσον, και αφηκεν εκεινους αυτου, αυτος δε εισελθων εις την συναγωγην, συνδιελεχθη μετα των Ιουδαιων.
20 וַיְבַקְשׁוּ מִמֶּנּוּ לְהַאֲרִיךְ יְמֵי שִׁבְתּוֹ אִתָּם וְלֹא אָבָה20 Και παρακαλουμενος υπ' αυτων να μεινη πλειοτερον καιρον παρ' αυτοις, δεν συγκατενευσεν,
21 כִּי אִם־נִפְרַד מֵהֶם בְּאָמְרוֹ מְחֻיָּב אֲנִי לָחֹג אֶת־הֶחָג הַבָּא בִּירוּשָׁלַיִם וְאַחֲרֵי־כֵן אָשׁוּבָה אֲלֵיכֶם אִם־יִרְצֶה יְהוָֹה וַיֵּלֶךְ־לוֹ בָאֳנִיָּה מִן־אֶפְסוֹס21 αλλα απεχαιρετησεν αυτους ειπων? Πρεπει εξαπαντος να καμω την ερχομενην εορτην εις Ιεροσολυμα, θελω δε επιστρεψει παλιν προς εσας, του Θεου θελοντος. Και απεπλευσεν απο της Εφεσου,
22 וַיָּבֹא אֶל־קִסְרִין וַיַּעַל וַיִּשְׁאַל לִשְׁלוֹם הַקְּהִלָּה וַיֵּרֶד אֶל־אַנְטְיוֹכְיָא22 και αποβας εις Καισαρειαν, ανεβη εις Ιερουσαλημ, και χαιρετησας την εκκλησιαν κατεβη εις Αντιοχειαν,
23 וַיֵּשֶׁב שָׁם יָמִים אֲחָדִים וַיֵּלֶךְ לְמַסָּעָיו וַיַּעֲבֹר בְּאֶרֶץ גָּלַטְיָא וּפְרוּגְיָא וַיְחַזֵּק אֶת־כָּל־הַתַּלְמִידִים23 και διατριψας καιρον τινα, εξηλθε και διηρχετο κατα σειραν την γην της Γαλατιας και την Φρυγιαν, επιστηριζων παντας τους μαθητας.
24 וְאִישׁ יְהוּדִי בָּא אֶל־אֶפְסוֹס וְעִיר מוֹלַדְתּוֹ אֲלֶכְסַנְדְּרִיָּא וּשְׁמוֹ אַפּוֹלוֹס אִישׁ דְּבָרִים וְנִמְרָץ בַּכְּתוּבִים24 Ιουδαιος δε τις ονοματι Απολλως, Αλεξανδρευς το γενος, ανηρ λογιος, κατηντησεν εις Εφεσον, οστις ητο δυνατος εν ταις γραφαις.
25 הוּא הָיָה מְלֻמָּד דֶּרֶךְ הָאָדוֹן וְהוּא מְדַבֵּר כְּחֹם רוּחוֹ וּמְלַמֵּד הֵיטֵב עַל־אֹדוֹת יֵשׁוּעַ וְלֹא יָדַע כִּי אִם־טְבִילַת יוֹחָנָן לְבַדָּהּ25 Ουτος ητο κατηχημενος την οδον του Κυριου, και ζεων κατα το πνευμα, ελαλει και εδιδασκεν ακριβως τα περι του Κυριου, γινωσκων μονον το βαπτισμα του Ιωαννου.
26 וְהוּא הֵחֵל לִקְרֹא בְּבֵית הַכְּנֵסֶת בְּבִטְחוֹן לֵבָב וַיִּשְׁמְעוּ אֹתוֹ עֲקִילַס וּפְרִיסְקִילָה וַיִּקָּחֻהוּ אֲלֵיהֶם וַיּוֹסִיפוּ לְהַגִּיד לוֹ אֶת־דֶּרֶךְ הָאֱלֹהִים בַּאֵר הֵיטֵב26 Και ουτος ηρχισε να λαλη μετα παρρησιας εν τη συναγωγη. Ακουσαντες δε αυτον ο Ακυλας και Πρισκιλλα, παρελαβον αυτον και εξεθεσαν εις αυτον ακριβεστερα την οδον του Θεου.
27 וַיַּחְפֹּץ לָלֶכֶת לַאֲכַיָּא וַיִּכְתְּבוּ הָאַחִים אֶל־הַתַּלְמִידִים וַיְעֹרְרוּ אֹתָם לְקַבְּלוֹ וַיָּבֹא שָׁמָּה וַיַּעֲזֹר הַרְבֵּה אֶת־הַמַּאֲמִינִים עַל־יְדֵי הֶחָסֶד27 Επειδη δε ηθελε να περαση εις την Αχαιαν, οι αδελφοι εγραψαν προς τους μαθητας, προτρεποντες να δεχθωσιν αυτον? οστις ελθων, ωφελησε πολυ τους πιστευσαντας δια της χαριτος?
28 כִּי־בְחָזְקָה הִתְוַכַּח עִם־הַיְּהוּדִים לִפְנֵי כָּל־הָעָם וַיַּרְאֵם מִן־הַמִּקְרָאוֹת כִּי יֵשׁוּעַ הוּא הַמָּשִׁיחַ28 διοτι εντονως εξηλεγχε τους Ιουδαιους, δημοσια αποδεικνυων δια των γραφων οτι ο Ιησους ειναι ο Χριστος.