Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 23


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 Tutta quell'assemblea si alzò e lo condussero davanti a Pilato.1 Τοτε εσηκωθη απαν το πληθος αυτων και εφεραν αυτον προς τον Πιλατον.
2 Là cominciarono ad accusarlo: "Quest'uomo l'abbiamo trovato mentre sobillava la nostra gente, proibiva di pagare i tributi a Cesare e affermava di essere il Cristo re".2 Και ηρχισαν να κατηγορωσιν αυτον, λεγοντες? Τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και εμποδιζοντα το να διδωσι φορους εις τον Καισαρα, λεγοντα εαυτον οτι ειναι Χριστος βασιλευς.
3 Allora Pilato lo interrogò: "Sei tu il re dei Giudei?". Egli rispose: "Tu lo dici".3 Ο δε Πιλατος ηρωτησεν αυτον, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις προς αυτον, ειπε? Συ λεγεις.
4 Pilato si rivolse ai sommi sacerdoti e alla folla e disse: "Non trovo nessun motivo di condanna in quest'uomo".4 Και ο Πιλατος ειπε προς τους αρχιερεις και τους οχλους? Ουδεν εγκλημα ευρισκω εν τω ανθρωπω τουτω.
5 Ma quelli insistevano: "Costui solleva il popolo, insegnando per tutta la Giudea, dopo aver cominciato dalla Galilea fino a qui".5 Οι δε επεμενον λεγοντες οτι Ταραττει τον λαον, διδασκων καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας εως εδω.
6 Quando Pilato udì ciò, domandò se quell'uomo fosse galileo,6 Ο δε Πιλατος ακουσας Γαλιλαιαν ηρωτησεν αν ο ανθρωπος ηναι Γαλιλαιος,
7 e venuto a sapere che apparteneva alla giurisdizione di Erode, lo fece condurre da Erode, che proprio in quei giorni si trovava a Gerusalemme.7 και μαθων οτι ειναι εκ της επικρατειας του Ηρωδου, επεμψεν αυτον προς τον Ηρωδην, οστις ητο και αυτος εν Ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις.
8 Quando vide Gesù, Erode se ne rallegrò molto. Da molto tempo infatti desiderava vederlo per averne sentito parlare e sperava di vederlo compiere qualche miracolo.8 Ο δε Ηρωδης, ιδων τον Ιησουν, εχαρη πολυ? διοτι ηθελε προ πολλου να ιδη αυτον, επειδη ηκουε πολλα περι αυτου και ηλπιζε να ιδη τι θαυμα γινομενον υπ' αυτου.
9 Lo interrogò con insistenza, ma Gesù non rispose nulla.9 Ηρωτα δε αυτον με λογους πολλους? πλην αυτος δεν απεκριθη προς αυτον ουδεν.
10 Intanto i sommi sacerdoti e i dottori della legge, che erano presenti, insistevano nell'accusarlo.10 Ισταντο δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις, κατηγορουντες αυτον εντονως.
11 Erode, insieme ai suoi soldati, lo schernì; gli mise addosso una veste bianca e lo rimandò a Pilato.11 Αφου δε ο Ηρωδης μετα των στρατευματων αυτου εξουθενησεν αυτον και ενεπαιξεν, ενεδυσεν αυτον λαμπρον ιματιον και επεμψεν αυτον παλιν προς τον Πιλατον.
12 Erode e Pilato, che prima erano nemici, da quel giorno diventarono amici.12 Εν αυτη δε τη ημερα ο Πιλατος και ο Ηρωδης εγειναν φιλοι μετ' αλληλων? διοτι προτερον ησαν εις εχθραν προς αλληλους.
13 Pilato, riuniti i sommi sacerdoti, le autorità e il popolo, disse loro:13 Ο δε Πιλατος, συγκαλεσας τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον,
14 "Mi avete presentato quest'uomo come sobillatore del popolo. Ebbene, l'ho esaminato alla vostra presenza, ma non ho trovato in lui nessuna delle colpe di cui l'accusate;14 ειπε προς αυτους? Εφερατε προς εμε τον ανθρωπον τουτον ως στασιαζοντα τον λαον, και ιδου, εγω ενωπιον σας ανακρινας δεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω ουδεν εγκλημα εξ οσων κατηγορειτε κατ' αυτου,
15 e neppure Erode, perché ce l'ha rimandato. Dunque egli non ha fatto nulla che meriti la morte.15 αλλ' ουδε ο Ηρωδης, διοτι σας επεμψα προς αυτον? και ιδου, ουδεν αξιον θανατου ειναι πεπραγμενον υπ' αυτου.
16 Perciò, dopo averlo fatto frustare, lo lascerò libero".16 Αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
17 Per la festa di Pasqua era necessario che egli mettesse loro in libertà qualcuno.17 Επρεπε δε αναγκαιως να απολυη εις αυτους ενα εν τη εορτη.
18 Tutti insieme si misero a gridare: "A morte costui! Vogliamo libero Barabba!".18 Παντες δε ομου ανεκραξαν, λεγοντες? Σηκωσον τουτον, απολυσον δε εις ημας τον Βαραββαν?
19 Questi era stato messo in prigione per una sommossa scoppiata in città e per omicidio.19 οστις δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και δια φονον ητο βεβλημενος εις φυλακην.
20 Pilato si rivolse di nuovo a loro, con il proposito di liberare Gesù.20 Παλιν λοιπον ο Πιλατος ελαλησε προς αυτους, θελων να απολυση τον Ιησουν.
21 Ma essi gridavano: "Crocifiggilo, crocifiggilo!".21 Οι δε εφωναζον, λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον.
22 Egli, per la terza volta, disse loro: "Ma che male ha fatto costui? Non ho trovato in lui nessuna colpa che meriti la morte. Perciò lo farò frustare e poi lo lascerò libero".22 Ο δε και τριτην φοραν ειπε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν ουτος; ουδεμιαν αιτιαν θανατου ευρον εν αυτω? αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.
23 Ma essi insistevano a gran voce, chiedendo che fosse crocifisso. E le loro grida si facevano sempre più forti.23 Αλλ' εκεινοι επεμενον, με φωνας μεγαλας ζητουντες να σταυρωθη, και αι φωναι αυτων και των αρχιερεων υπερισχυον.
24 Pilato allora decretò che fosse eseguita la loro richiesta.24 Και ο Πιλατος απεφασισε να γεινη το ζητημα αυτων,
25 Rilasciò quello che era stato messo in prigione per sommossa e omicidio, e che quelli richiedevano, ma consegnò Gesù alla loro volontà.25 και απελυσεν εις αυτους τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην, τον οποιον εζητουν, τον δε Ιησουν παρεδωκεν εις το θελημα αυτων.
26 Mentre lo conducevano via, fermarono un certo Simone di Cirene, che tornava dai campi, gli misero addosso la croce da portare dietro a Gesù.26 Και καθως εφεραν αυτον εξω, επιασαν Σιμωνα τινα Κυρηναιον, ερχομενον απο του αγρου, και εθεσαν επανω αυτου τον σταυρον, δια να φερη αυτον οπισθεν του Ιησου.
27 Lo seguiva una gran moltitudine di popolo e di donne che si battevano il petto e piangevano per lui.27 Ηκολουθει δε αυτον πολυ πληθος του λαου και γυναικων, αιτινες και ωδυροντο και εθρηνουν αυτον.
28 Gesù allora si voltò verso di loro e disse: "Figlie di Gerusalemme, non piangete per me; piangete piuttosto per voi stesse e per i vostri figli.28 Στραφεις δε προς αυτας ο Ιησους, ειπε? θυγατερες της Ιερουσαλημ, μη κλαιετε δι' εμε, αλλα δι' εαυτας κλαιετε και δια τα τεκνα σας.
29 Ecco, verranno giorni nei quali si dirà: Beate le sterili e quelle che non hanno mai generato e le mammelle che non hanno allattato.29 Διοτι ιδου, ερχονται ημεραι καθ' ας θελουσιν ειπει? Μακαριαι αι στειραι και αι κοιλιαι, αιτινες δεν εγεννησαν, και οι μαστοι, οιτινες δεν εθηλασαν.
30 Allora la gente comincerà a dire ai monti: "Cadete su di noi!" e alle colline: "Ricopriteci!".30 Τοτε θελουσιν αρχισει να λεγωσιν εις τα ορη, Πεσετε εφ' ημας, και εις τα βουνα, Σκεπασατε ημας?
31 Perché, se si tratta così il legno verde, che ne sarà del legno secco?".31 διοτι εαν εις το υγρον ξυλον πραττωσι ταυτα, τι θελει γεινει εις το ξηρον;
32 Insieme a lui venivano condotti a morte anche due delinquenti.32 Εφεροντο δε και αλλοι δυο μετ' αυτου, οιτινες ησαν κακουργοι δια να θανατωθωσι.
33 Quando giunsero sul posto, detto luogo del Cranio, là crocifissero lui e i due malfattori, uno a destra e l'altro a sinistra.33 Και οτε ηλθον εις τον τοπον τον ονομαζομενον Κρανιον, εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους, τον μεν εκ δεξιων, τον δε εξ αριστερων.
34 Gesù diceva: "Padre, perdona loro, perché non sanno quello che fanno". Intanto, spartendo le sue vesti, le tirarono a sorte.34 Ο δε Ιησους ελεγε? Πατερ, συγχωρησον αυτους? διοτι δεν εξευρουσι τι πραττουσι. Διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου, εβαλον κληρον.
35 Il popolo stava a guardare. I capi del popolo invece lo schernivano dicendo: "Ha salvato gli altri, salvi se stesso se è il Cristo di Dio, l'Eletto".35 Και ιστατο ο λαος θεωρων. Ενεπαιζον δε και οι αρχοντες μετ' αυτων, λεγοντες? Αλλους εσωσεν, ας σωση αυτον, εαν ουτος ηναι ο Χριστος ο εκλεκτος του Θεου.
36 Anche i soldati lo schernivano; si accostavano a lui per dargli dell'aceto36 Ενεπαιζον δε αυτον και οι στρατιωται, πλησιαζοντες και προσφεροντες οξος εις αυτον
37 e gli dicevano: "Se tu sei il re dei Giudei, salva te stesso".37 και λεγοντες? Εαν συ ησαι ο βασιλευς των Ιουδαιων, σωσον σεαυτον.
38 Sopra il suo capo c'era anche una scritta: "Questi è il re dei Giudei".38 Ητο δε και επιγραφη γεγραμμενη επανωθεν αυτου με γραμματα Ελληνικα και Ρωμαικα και Εβραικα? Ουτος εστιν ο Βασιλευς των Ιουδαιων.
39 Uno dei malfattori che erano stati crocifissi, lo insultava: "Non sei tu il Cristo? Salva te stesso e noi!".39 Εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον, λεγων? Εαν συ ησαι ο Χριστος, σωσον σεαυτον και ημας.
40 Ma l'altro lo rimproverava: "Non hai proprio nessun timore di Dio, tu che stai subendo la stessa condanna?40 Αποκριθεις δε ο αλλος, επεπληττεν αυτον, λεγων? Ουδε τον Θεον δεν φοβεισαι συ, οστις εισαι εν τη αυτη καταδικη;
41 Noi giustamente, perché riceviamo la giusta pena per le nostre azioni, lui invece non ha fatto nulla di male".41 και ημεις μεν δικαιως? διοτι αξια των οσα επραξαμεν απολαμβανομεν? ουτος ομως ουδεν ατοπον επραξε.
42 Poi aggiunse: "Gesù, ricòrdati di me, quando andrai nel tuo regno".42 Και ελεγε προς τον Ιησουν? Μνησθητι μου, Κυριε, οταν ελθης εν τη βασιλεια σου.
43 Gesù gli rispose: "In verità ti dico: oggi, sarai con me in paradiso".43 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω, σημερον θελεις εισθαι μετ' εμου εν τω παραδεισω.
44 Era quasi l'ora sesta, quando si fece buio su tutta la terra fino all'ora nona,44 Ητο δε ως εκτη ωρα και εγεινε σκοτος εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης,
45 essendosi eclissato il sole. Il velo del tempio si squarciò a metà.45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη εις το μεσον το καταπετασμα του ναου?
46 E Gesù, gridando a gran voce, disse: "Padre, nelle tue mani raccomando il mio spirito". Detto questo, spirò.46 και φωναξας με φωνην μεγαλην ο Ιησους ειπε? Πατερ, εις χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? και ταυτα ειπων εξεπνευσεν.
47 Il centurione, vedendo l'accaduto, glorificava Dio: "Certamente quest'uomo era giusto".47 Ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον, εδοξασε τον Θεον, λεγων? Οντως ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος.
48 Anche tutti quelli che erano convenuti per questo spettacolo, davanti a questi fatti se ne tornarono a casa battendosi il petto.48 Και παντες οι οχλοι οι συνελθοντες εις την θεωριαν ταυτην, βλεποντες τα γενομενα, υπεστρεφον τυπτοντες τα στηθη αυτων.
49 Tutti i suoi amici e le donne che lo avevano seguito fin dalla Galilea se ne stavano lontano, osservando tutto ciò che accadeva.49 Ισταντο δε μακροθεν παντες οι γνωστοι αυτου, και αι γυναικες αιτινες συνηκολουθησαν αυτον απο της Γαλιλαιας, και εβλεπον ταυτα.
50 C'era un uomo di nome Giuseppe, membro del sinedrio, uomo giusto e buono,50 Και ιδου, ανηρ τις Ιωσηφ το ονομα, οστις ητο βουλευτης, ανηρ αγαθος και δικαιος,
51 che non si era associato alla loro deliberazione e alla loro azione. Era nativo di Arimatea, una città dei Giudei, e aspettava il regno di Dio.51 ουτος δεν ητο συμφωνος με την βουλην και την πραξιν αυτων, απο Αριμαθαιας πολεως των Ιουδαιων, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου,
52 Egli si presentò a Pilato e chiese il corpo di Gesù.52 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου,
53 Lo depose dalla croce, lo avvolse in un lenzuolo e lo mise in un sepolcro, scavato nella roccia, dove non era stato posto ancora nessuno.53 και καταβιβασας αυτο ετυλιξεν αυτο με σινδονα και εθεσεν αυτο εν μνημειω λελατομημενω? οπου ουδεις ετι ειχεν ενταφιασθη.
54 Era la vigilia di Pasqua, e già cominciava a sorgere il sabato.54 Και ητο ημερα παρασκευη, και εξημερονε σαββατον.
55 Le donne che erano venute con Gesù dalla Galilea, seguirono Giuseppe e videro il sepolcro e come vi era stato deposto il corpo di Gesù.55 Ηκολουθησαν δε και γυναικες, αιτινες ειχον ελθει μετ' αυτου απο της Γαλιλαιας, και ειδον το μνημειον και πως ετεθη το σωμα αυτου.
56 Poi se ne tornarono a casa per preparare aromi e unguenti. Il giorno di sabato osservarono il riposo, come prescrive la legge.56 Και αφου υπεστρεψαν ητοιμασαν αρωματα και μυρα. Και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην.