Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 10


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 Dopo questi fatti il Signore designò ancora altri settantadue discepoli e li inviò a due a due innanzi a sé, in ogni città e luogo che egli stava per visitare.1 Μετα δε ταυτα διωρισεν ο Κυριος και αλλους εβδομηκοντα, και απεστειλεν αυτους ανα δυο εμπροσθεν αυτου εις πασαν πολιν και τοπον, οπου εμελλεν αυτος να υπαγη.
2 Diceva loro: "La messe è molta, ma gli operai sono pochi. Pregate perciò il padrone del campo perché mandi operai nella sua messe.2 Ελεγε λοιπον προς αυτους? Ο μεν θερισμος ειναι πολυς, οι δε εργαται ολιγοι? παρακαλεσατε λοιπον τον Κυριον του θερισμου να αποστειλη εργατας εις τον θερισμον αυτου.
3 Andate! Ecco, io vi mando come agnelli in mezzo ai lupi.3 Υπαγετε? ιδου, εγω σας αποστελλω ως αρνια εν μεσω λυκων.
4 Non portate né borsa né sacco né sandali. Lungo il cammino non salutate nessuno.4 Μη βασταζετε βαλαντιον, μη σακκιον, μηδε υποδηματα, και μηδενα χαιρετησητε κατα την οδον.
5 Quando entrerete in una casa, dite per prima cosa: "Pace a questa casa".5 Εις ηντινα δε οικιαν εισερχησθε, πρωτον λεγετε? Ειρηνη εις τον οικον τουτον.
6 Se vi è qualcuno che ama la pace, riceverà la pace che gli avete augurato, altrimenti il vostro augurio resterà inefficace.6 Και εαν μεν ηναι εκει υιος ειρηνης, θελει αναπαυθη επ' αυτον η ειρηνη σας? ει δε μη, θελει επιστρεψει εις εσας.
7 Restate in quella casa, mangiate e bevete quello che vi daranno, perché l'operaio ha diritto alla sua ricompensa. Non passate di casa in casa.7 Εν αυτη δε τη οικια μενετε τρωγοντες και πινοντες τα παρ' αυτων διδομενα? διοτι ο εργατης ειναι αξιος του μισθου αυτου? μη μεταβαινετε εξ οικιας εις οικιαν.
8 Quando andrete in una città, se qualcuno vi accoglierà, mangiate quello che vi offre.8 Και εις ηντινα πολιν εισερχησθε και σας δεχωνται, τρωγετε τα παρατιθεμενα εις εσας,
9 Guarite i malati che trovate e dite loro: "Il regno di Dio è vicino".9 και θεραπευετε τους εν αυτη ασθενεις και λεγετε προς αυτους? Επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
10 Se invece entrerete in una città e nessuno vi accoglierà, uscite sulle piazze e dite:10 Εις ηντινα ομως πολιν εισερχησθε και δεν σας δεχωνται, εξελθοντες εις τας πλατειας αυτης, ειπατε?
11 "Noi scuotiamo contro di voi anche la polvere della vostra città che si è attaccata ai nostri piedi. Sappiate però che il regno di Dio è vicino".11 Και τον κονιορτον, οστις εκολληθη εις ημας εκ της πολεως σας, εκτινασσομεν εις εσας? πλην τουτο γινωσκετε, οτι επλησιασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
12 Io vi assicuro che nel giorno del giudizio gli abitanti di Sodoma saranno trattati meno duramente degli abitanti di quella città.12 Σας λεγω δε οτι εν τη ημερα εκεινη ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα παρα εις την πολιν εκεινην.
13 Guai a te, Corazin! Guai a te, Betsàida! Perché se i miracoli compiuti tra voi fossero stati fatti a Tiro e a Sidone, già da tempo i loro abitanti si sarebbero convertiti vestendo il sacco e coprendosi di cenere.13 Ουαι εις σε, Χοραζιν, ουαι εις σε, Βηθσαιδα? διοτι εαν εν τη Τυρω και Σιδωνι ηθελον γεινει τα θαυματα τα γενομενα εν τω μεσω υμων, προ πολλου ηθελον μετανοησει καθημεναι εν σακκω και σποδω.
14 Perciò nel giorno del giudizio gli abitanti di Tiro e di Sidone saranno trattati meno duramente di voi.14 Πλην εις την Τυρον και Σιδωνα ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εν τη κρισει παρα εις εσας.
15 E tu, Cafarnao, sarai forse innalzata fino al cielo? No, tu precipiterai nell'abisso!15 Και συ, Καπερναουμ, ητις υψωθης εως του ουρανου, θελεις καταβιβασθη εως αδου.
16 Chi ascolta voi ascolta me. Chi disprezza voi disprezza me. E chi disprezza me disprezza colui che mi ha mandato".16 Οστις ακουει εσας εμε ακουει, και οστις αθετει εσας εμε αθετει, ο δε αθετων εμε αθετει τον αποστειλαντα με.
17 I settantadue discepoli tornarono pieni di gioia, dicendo: "Signore, anche i demòni ci obbediscono, quando invochiamo il tuo nome".17 Υπεστρεψαν δε οι εβδομηκοντα μετα χαρας, λεγοντες? Κυριε, και τα δαιμονια υποτασσονται εις ημας εν τω ονοματι σου.
18 Egli disse loro: "Io vedevo Satana precipitare dal cielo come un fulmine.18 Ειπε δε προς αυτους? Εθεωρουν τον Σαταναν ως αστραπην εκ του ουρανου πεσοντα.
19 Io vi ho dato il potere di calpestare serpenti e scorpioni e di annientare ogni potenza del nemico. Nulla vi potrà fare del male.19 Ιδου, διδω εις εσας την εξουσιαν του να πατητε επανω οφεων και σκορπιων και επι πασαν την δυναμιν του εχθρου, και ουδεν θελει σας βλαψει.
20 Non rallegratevi però perché i demòni si sottomettono a voi, ma piuttosto perché i vostri nomi sono scritti nei cieli".20 Πλην εις τουτο μη χαιρετε, οτι τα πνευματα υποτασσονται εις εσας? αλλα χαιρετε μαλλον οτι τα ονοματα σας εγραφησαν εν τοις ουρανοις.
21 In quella stessa ora Gesù trasalì di gioia nello Spirito Santo e disse: "Ti ringrazio, o Padre, Signore del cielo e della terra, perché hai nascosto queste cose ai sapienti e agl'intelligenti e le hai rivelate ai piccoli. Sì, Padre, perché così è piaciuto a te.21 Εν αυτη τη ωρα ηγαλλιασθη κατα το πνευμα ο Ιησους και ειπεν? Ευχαριστω σοι, Πατερ, Κυριε του ουρανου και της γης, οτι απεκρυψας ταυτα απο σοφων και συνετων και απεκαλυψας αυτα εις νηπια? ναι, ω Πατερ, διοτι ουτως εγεινεν αρεστον εμπροσθεν σου.
22 Tutto mi è stato donato dal Padre mio e nessuno conosce chi è il Figlio se non il Padre, né chi è il Padre se non il Figlio e colui al quale il Figlio lo voglia rivelare".22 Παντα παρεδοθησαν εις εμε υπο του Πατρος μου? και ουδεις γινωσκει τις ειναι ο Υιος, ειμη ο Πατηρ, και τις ειναι ο Πατηρ, ειμη ο Υιος και εις οντινα θελη ο Υιος να αποκαλυψη αυτον.
23 Poi si voltò verso i discepoli, li prese a parte e disse: "Beati gli occhi che vedono tutte queste cose.23 Και στραφεις προς τους μαθητας, ειπε κατ' ιδιαν? Μακαριοι οι οφθαλμοι οι βλεποντες οσα βλεπετε.
24 Vi dico infatti che molti profeti e re hanno desiderato vedere quello che voi vedete, ma non l'hanno visto, udire quello che voi udite, ma non l'hanno udito".24 Διοτι σας λεγω οτι πολλοι προφηται και βασιλεις επεθυμησαν να ιδωσιν οσα σεις βλεπετε, και δεν ειδον, και να ακουσωσιν οσα ακουετε, και δεν ηκουσαν.
25 Un dottore della legge, volendo metterlo alla prova, si alzò e disse: "Maestro, che cosa devo fare per avere la vita eterna?".25 Και ιδου, νομικος τις εσηκωθη πειραζων αυτον και λεγων? Διδασκαλε, τι πραξας θελω κληρονομησει ζωην αιωνιον;
26 Gesù rispose: "Che cosa sta scritto nella legge? Che cosa vi leggi?".26 Ο δε ειπε προς αυτον? Εν τω νομω τι ειναι γεγραμμενον; πως αναγινωσκεις;
27 Quell'uomo disse: "Ama il Signore, Dio tuo, con tutto il tuo cuore, con tutta la tua anima, con tutte le tue forze e con tutta la tua mente, e ama il prossimo come te stesso".27 Ο δε αποκριθεις ειπε? Θελεις αγαπα Κυριον τον Θεον σου εξ ολης της καρδιας σου και εξ ολης της ψυχης σου και εξ ολης της δυναμεως σου και εξ ολης της διανοιας σου, και τον πλησιον σου ως σεαυτον.
28 Gesù gli disse: "Hai risposto bene; fa' questo e vivrai".28 Ειπε δε προς αυτον? Ορθως απεκριθης? τουτο καμνε και θελεις ζησει.
29 Ma il dottore della legge, volendo giustificarsi, disse ancora a Gesù: "Ma chi è il mio prossimo?".29 Αλλ' εκεινος, θελων να δικαιωση εαυτον, ειπε προς τον Ιησουν? Και τις ειναι ο πλησιον μου;
30 Gesù rispose: "Un uomo scendeva da Gerusalemme verso Gerico, quando incappò nei briganti. Questi gli portarono via tutto, lo percossero e poi se ne andarono lasciandolo mezzo morto.30 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπεν? Ανθρωπος τις κατεβαινεν απο Ιερουσαλημ εις Ιεριχω και περιεπεσεν εις ληστας? οιτινες και γυμνωσαντες αυτον και καταπληγωσαντες, ανεχωρησαν αφησαντες αυτον ημιθανη.
31 Per caso passò di là un sacerdote, vide l'uomo ferito e passò oltre, dall'altra parte della strada.31 Κατα συγκυριαν δε ιερευς τις κατεβαινε δι' εκεινης της οδου, και ιδων αυτον επερασεν απο το αλλο μερος.
32 Anche un levita passò per quel luogo; anch'egli lo vide e, scansandolo, proseguì.32 Ομοιως δε και Λευιτης, φθασας εις τον τοπον, ελθων και ιδων επερασεν απο το αλλο μερος.
33 Invece un samaritano che era in viaggio gli passò accanto, lo vide e ne ebbe compassione.33 Σαμαρειτης δε τις οδοιπορων ηλθεν εις τον τοπον οπου ητο, και ιδων αυτον εσπλαγχνισθη,
34 Gli si accostò, versò olio e vino sulle sue ferite e gliele fasciò. Poi lo caricò sul suo asino, lo portò a una locanda e fece tutto il possibile per aiutarlo.34 και πλησιασας εδεσε τας πληγας αυτου επιχεων ελαιον και οινον, και επιβιβασας αυτον επι το κτηνος αυτου, εφερεν αυτον εις ξενοδοχειον και επεμεληθη αυτου?
35 Il giorno seguente, tirò fuori due monete, le diede all'albergatore e gli disse: "Abbi cura di lui e ciò che spenderai in più lo pagherò al mio ritorno".35 και την επαυριον, οτε εξηρχετο, εκβαλων δυο δηναρια εδωκεν εις τον ξενοδοχον και ειπε προς αυτον? Επιμεληθητι αυτου, και ο, τι συ δαπανησης περιπλεον, εγω οταν επανελθω θελω σοι αποδωσει.
36 Quale di questi tre ti sembra sia stato il prossimo di colui che aveva incontrato i briganti?".36 Τις λοιπον εκ των τριων τουτων σοι φαινεται οτι εγεινε πλησιον του εμπεσοντος εις τους ληστας;
37 Il dottore della legge rispose: "Quello che ebbe compassione di lui". Gesù allora gli disse: "Va' e anche tu fa' lo stesso".37 Ο δε ειπεν? Ο ποιησας το ελεος εις αυτον? Ειπε λοιπον προς αυτον ο Ιησους? Υπαγε και συ, καμνε ομοιως.
38 Mentr'essi erano in cammino, Gesù entrò in un villaggio, e una donna, che si chiamava Marta, lo accolse in casa sua.38 Ενω δε απηρχοντο, αυτος εισηλθεν εις κωμην τινα? και γυνη τις ονομαζομενη Μαρθα υπεδεχθη αυτον εις τον οικον αυτης.
39 Sua sorella, di nome Maria, si sedette ai piedi del Signore e stava ad ascoltare la sua parola.39 Και αυτη ειχεν αδελφην καλουμενην Μαριαν, ητις και καθησασα παρα τους ποδας του Ιησου, ηκουε τον λογον αυτου.
40 Marta invece era assorbita per il grande servizio. Perciò si fece avanti e disse: "Signore, non vedi che mia sorella mi ha lasciata sola a servire? Dille dunque di aiutarmi".40 Η δε Μαρθα ενησχολειτο εις πολλην υπηρεσιαν? και ελθουσα εμπροσθεν αυτου ειπε? Κυριε, δεν σε μελει οτι η αδελφη μου με αφηκε μονην να υπηρετω; ειπε λοιπον προς αυτην να μοι βοηθηση.
41 Ma Gesù le rispose: "Marta, Marta, tu ti affanni e ti preoccupi di troppe cose.41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην? Μαρθα, Μαρθα, μεριμνας και αγωνιζεσαι περι πολλα?
42 Invece una sola è la cosa necessaria. Maria ha scelto la parte migliore, che nessuno le toglierà".42 πλην ενος ειναι χρεια? η Μαρια ομως εξελεξε την αγαθην μεριδα, ητις δεν θελει αφαιρεθη απ' αυτης.