1 παρακαλειτε παρακαλειτε τον λαον μου λεγει ο θεος | 1 Vigasztaljátok, vigasztaljátok népemet! – mondja a ti Istenetek. |
2 ιερεις λαλησατε εις την καρδιαν ιερουσαλημ παρακαλεσατε αυτην οτι επλησθη η ταπεινωσις αυτης λελυται αυτης η αμαρτια οτι εδεξατο εκ χειρος κυριου διπλα τα αμαρτηματα αυτης | 2 Szóljatok Jeruzsálem szívéhez, és kiáltsátok neki, hogy letelt szolgálata, letörlesztette bűnét, hiszen kétszeresen meglakolt az Úr kezétől minden vétkéért! |
3 φωνη βοωντος εν τη ερημω ετοιμασατε την οδον κυριου ευθειας ποιειτε τας τριβους του θεου ημων | 3 Egy hang kiált: »Készítsétek a pusztában az Úr útját, egyengessetek ösvényt a sivatagban Istenünknek! |
4 πασα φαραγξ πληρωθησεται και παν ορος και βουνος ταπεινωθησεται και εσται παντα τα σκολια εις ευθειαν και η τραχεια εις πεδια | 4 Minden völgy emelkedjék fel, minden hegy és halom süllyedjen alá; a göröngyös legyen egyenessé, és a hegyláncok síksággá! |
5 και οφθησεται η δοξα κυριου και οψεται πασα σαρξ το σωτηριον του θεου οτι κυριος ελαλησεν | 5 Akkor kinyilvánul az Úr dicsősége, és meglátja minden test Isten üdvösségét. Bizony, az Úr szája szólt.« |
6 φωνη λεγοντος βοησον και ειπα τι βοησω πασα σαρξ χορτος και πασα δοξα ανθρωπου ως ανθος χορτου | 6 Egy hang szól: »Kiálts!« És mondtam: »Mit kiáltsak?« Minden test csak fű, és az ember minden dicsősége olyan, mint a fű virága. |
7 εξηρανθη ο χορτος και το ανθος εξεπεσεν | 7 Elszárad a fű, elhervad a virág, ha az Úr lehelete ráfúj. Valóban csak fű a nép. |
8 το δε ρημα του θεου ημων μενει εις τον αιωνα | 8 Elszárad a fű, elhervad a virág, de Istenünk szava megmarad örökre. |
9 επ' ορος υψηλον αναβηθι ο ευαγγελιζομενος σιων υψωσον τη ισχυι την φωνην σου ο ευαγγελιζομενος ιερουσαλημ υψωσατε μη φοβεισθε ειπον ταις πολεσιν ιουδα ιδου ο θεος υμων | 9 Magas hegyre menj föl, te, aki jó hírt viszel Sionnak! Emeld fel erősen hangodat, aki jó hírt viszel Jeruzsálemnek! Emeld fel, ne félj! Mondd Júda városainak: »Íme, a ti Istenetek! |
10 ιδου κυριος μετα ισχυος ερχεται και ο βραχιων μετα κυριειας ιδου ο μισθος αυτου μετ' αυτου και το εργον εναντιον αυτου | 10 Íme, az Úristen hatalommal jön, és karja uralkodik; íme, fizetsége vele van, és szerzeménye a színe előtt. |
11 ως ποιμην ποιμανει το ποιμνιον αυτου και τω βραχιονι αυτου συναξει αρνας και εν γαστρι εχουσας παρακαλεσει | 11 Mint pásztor, legelteti nyáját, karjával összegyűjti a bárányokat, és ölébe veszi, az anyajuhokat gondosan vezeti.« |
12 τις εμετρησεν τη χειρι το υδωρ και τον ουρανον σπιθαμη και πασαν την γην δρακι τις εστησεν τα ορη σταθμω και τας ναπας ζυγω | 12 Ki mérte meg markával a vizet, és az eget arasszal ki mérte fel? Ki mérte meg vékával a föld porát, ki mérte le mérlegen a hegyeket, és a dombokat mérlegserpenyőben? |
13 τις εγνω νουν κυριου και τις αυτου συμβουλος εγενετο ος συμβιβα αυτον | 13 Ki irányította az Úr lelkét, vagy ki volt tanácsadója, aki oktatta őt? |
14 η προς τινα συνεβουλευσατο και συνεβιβασεν αυτον η τις εδειξεν αυτω κρισιν η οδον συνεσεως τις εδειξεν αυτω | 14 Kivel tanácskozott, ki világosította fel, és ki tanította őt az igazság ösvényére? Ki tanította tudományra, és az okosság útjára ki oktatta? |
15 ει παντα τα εθνη ως σταγων απο καδου και ως ροπη ζυγου ελογισθησαν και ως σιελος λογισθησονται | 15 Íme, a nemzetek olyanok, mint vízcsepp a vödrön, és mint porszem a mérlegserpenyőn, annyit érnek; íme, a szigetek, mint a por, annyit nyomnak. |
16 ο δε λιβανος ουχ ικανος εις καυσιν και παντα τα τετραποδα ουχ ικανα εις ολοκαρπωσιν | 16 A Libanon nem elég a tűzgyújtásra, és vadállata nem elég az égőáldozathoz. |
17 και παντα τα εθνη ως ουδεν εισι και εις ουθεν ελογισθησαν | 17 A nemzetek mind, mint a semmi, olyanok előtte, üres semmiségnek számítanak neki. |
18 τινι ωμοιωσατε κυριον και τινι ομοιωματι ωμοιωσατε αυτον | 18 Kihez hasonlíthatnátok Istent, vagy milyen képmást készíthetnétek róla? |
19 μη εικονα εποιησεν τεκτων η χρυσοχοος χωνευσας χρυσιον περιεχρυσωσεν αυτον ομοιωμα κατεσκευασεν αυτον | 19 A bálványszobrot mesterember önti, ötvös vonja be arannyal, és olvaszt rá ezüstláncokat. |
20 ξυλον γαρ ασηπτον εκλεγεται τεκτων και σοφως ζητει πως στησει αυτου εικονα και ινα μη σαλευηται | 20 Aki túl szegény az adományhoz, nem korhadó fát választ, és hozzáértő mestert keres magának, hogy bálványszobrot készítsen, amely nem inog meg. |
21 ου γνωσεσθε ουκ ακουσεσθε ουκ ανηγγελη εξ αρχης υμιν ουκ εγνωτε τα θεμελια της γης | 21 Vajon nem tudjátok, nem halljátok? Nem hirdették kezdettől fogva nektek? Nem értettétek meg a föld alapjait? |
22 ο κατεχων τον γυρον της γης και οι ενοικουντες εν αυτη ως ακριδες ο στησας ως καμαραν τον ουρανον και διατεινας ως σκηνην κατοικειν | 22 Az, aki a földkorong felett trónol, melynek lakói olyanok, mint a sáskák; aki kiteríti, mint a fátylat, az eget, és kifeszíti, mint a sátrat lakóhelyül; |
23 ο διδους αρχοντας εις ουδεν αρχειν την δε γην ως ουδεν εποιησεν | 23 aki a fejedelmeket megsemmisíti, a föld bíráit a semmivel teszi egyenlővé; |
24 ου γαρ μη σπειρωσιν ουδε μη φυτευσωσιν ουδε μη ριζωθη εις την γην η ριζα αυτων επνευσεν επ' αυτους και εξηρανθησαν και καταιγις ως φρυγανα αναλημψεται αυτους | 24 amikor még el sem ültették, el sem vetették őket, és még gyökeret sem vert törzsük a földben, máris rájuk fúj, és kiszáradnak, és a szélvész, mint a pelyvát, elsodorja őket. |
25 νυν ουν τινι με ωμοιωσατε και υψωθησομαι ειπεν ο αγιος | 25 »Kihez hasonlíthatnátok engem, hogy egyenlő volnék vele?« – mondja a Szent. |
26 αναβλεψατε εις υψος τους οφθαλμους υμων και ιδετε τις κατεδειξεν παντα ταυτα ο εκφερων κατα αριθμον τον κοσμον αυτου παντας επ' ονοματι καλεσει απο πολλης δοξης και εν κρατει ισχυος ουδεν σε ελαθεν | 26 Emeljétek a magasba szemeteket, és nézzétek: ki teremtette ezeket? Aki előhozza szám szerint seregüket, és mindnyájukat nevén szólítja; nagy ereje és erős hatalma miatt egyikük sem marad el. |
27 μη γαρ ειπης ιακωβ και τι ελαλησας ισραηλ απεκρυβη η οδος μου απο του θεου και ο θεος μου την κρισιν αφειλεν και απεστη | 27 Miért mondod, Jákob, és miért szólsz így, Izrael: »Rejtve van utam az Úr előtt, és Istenem figyelmét igazságom elkerüli«? |
28 και νυν ουκ εγνως ει μη ηκουσας θεος αιωνιος ο θεος ο κατασκευασας τα ακρα της γης ου πεινασει ουδε κοπιασει ουδε εστιν εξευρεσις της φρονησεως αυτου | 28 Vajon nem tudod? Vagy nem hallottad? Örökkévaló Isten az Úr, aki a föld határait teremtette. Nem fárad el, és nem lankad el, bölcsessége kifürkészhetetlen. |
29 διδους τοις πεινωσιν ισχυν και τοις μη οδυνωμενοις λυπην | 29 Erőt ad a fáradtnak, és az erőtlennek megsokasítja erejét. |
30 πεινασουσιν γαρ νεωτεροι και κοπιασουσιν νεανισκοι και εκλεκτοι ανισχυες εσονται | 30 Elfáradhatnak a fiatalok, és ellankadhatnak, s az ifjak is megbotolva eleshetnek; |
31 οι δε υπομενοντες τον θεον αλλαξουσιν ισχυν πτεροφυησουσιν ως αετοι δραμουνται και ου κοπιασουσιν βαδιουνται και ου πεινασουσιν | 31 de akik az Úrban bíznak, új erőre kapnak, szárnyra kelnek, mint a sasok, futnak, és nem lankadnak el, járnak, és nem fáradnak el. |