Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 4


font
LXXBIBBIA TINTORI
1 και παρελαβεν γοργιας πεντακισχιλιους ανδρας και χιλιαν ιππον εκλεκτην και απηρεν η παρεμβολη νυκτος1 Gorgia, presi seco cinquemila fanti e mille cavalieri scelti, si mosse di notte,
2 ωστε επιβαλειν επι την παρεμβολην των ιουδαιων και παταξαι αυτους αφνω και υιοι της ακρας ησαν αυτω οδηγοι2 per avvicinarsi al campo dei Giudei, assalirli all'improvviso, mentre quelli della fortezza facevano loro da guida.
3 και ηκουσεν ιουδας και απηρεν αυτος και οι δυνατοι παταξαι την δυναμιν του βασιλεως την εν αμμαους3 Ma Giuda, appena lo seppe, si mosse coi più valorosi, per assalire il grosso dell'esercito del re, che era in Einmaus,
4 εως ετι εσκορπισμεναι ησαν αι δυναμεις απο της παρεμβολης4 giacché tal esercito era ancora sparpagliato fuori degli alloggiamenti.
5 και ηλθεν γοργιας εις την παρεμβολην ιουδου νυκτος και ουδενα ευρεν και εζητει αυτους εν τοις ορεσιν οτι ειπεν φευγουσιν ουτοι αφ' ημων5 Gorgia, giunto di notte agli accampamenti di Giuda o non trovandoci nessuno, li andò a cercare per i monti, dicendo: « Ci fuggono ».
6 και αμα ημερα ωφθη ιουδας εν τω πεδιω εν τρισχιλιοις ανδρασιν πλην καλυμματα και μαχαιρας ουκ ειχον ως ηβουλοντο6 Ma, fattosi giorno, Giuda comparve nella pianura con tre mila fanti, soli e privi di scudo e di spada.
7 και ειδον παρεμβολην εθνων ισχυραν και τεθωρακισμενην και ιππον κυκλουσαν αυτην και ουτοι διδακτοι πολεμου7 Essi stavano a guardare il formidabile accampamento delle genti, circondato di corazzieri e di cavalieri addestrati alla battaglia;
8 και ειπεν ιουδας τοις ανδρασιν τοις μετ' αυτου μη φοβεισθε το πληθος αυτων και το ορμημα αυτων μη δειλωθητε8 ma Giuda disse ai suoi: « non vi spaventi il loro numero, non abbiate paura del loro attacco.
9 μνησθητε ως εσωθησαν οι πατερες ημων εν θαλασση ερυθρα οτε εδιωκεν αυτους φαραω εν δυναμει9 Ricordate come i nostri padri furon salvati nel Mar Rosso, quando Faraone l'inseguiva con grande esercito.
10 και νυν βοησωμεν εις ουρανον ει θελησει ημας και μνησθησεται διαθηκης πατερων και συντριψει την παρεμβολην ταυτην κατα προσωπον ημων σημερον10 Or dunque alziamo la voce al cielo, e il Signore avrà pietà di noi, e, ricordandosi dell'alleanza fatta coi padri nostri, oggi distruggerà dinanzi a noi quest'esercito,
11 και γνωσονται παντα τα εθνη οτι εστιν ο λυτρουμενος και σωζων τον ισραηλ11 e tutte le genti conosceranno che vi è un Salvatore che libera Israele ».
12 και ηραν οι αλλοφυλοι τους οφθαλμους αυτων και ειδον αυτους ερχομενους εξ εναντιας12 Gli stranieri, alzati gli occhi, e veduti i Giudei che andavano verso di loro,
13 και εξηλθον εκ της παρεμβολης εις πολεμον και εσαλπισαν οι παρα ιουδου13 usciron fuori dagli accampamenti, per combattere, mentre quelli che eran con Giuda davan fiato alle trombe.
14 και συνηψαν και συνετριβησαν τα εθνη και εφυγον εις το πεδιον14 Appiccatasi la battaglia, le genti furon messe in rotta e fuggirono per le campagne;
15 οι δε εσχατοι παντες επεσον εν ρομφαια και εδιωξαν αυτους εως γαζηρων και εως των πεδιων της ιδουμαιας και αζωτου και ιαμνειας και επεσαν εξ αυτων εις ανδρας τρισχιλιους15 però gli ultimi restarono sotto la spada, essendo inseguiti fino a Gezeron, fino alle campagne d'Idumea, d'Azoto e di Iamnia: ne morirono circa tre mila.
16 και απεστρεψεν ιουδας και η δυναμις απο του διωκειν οπισθεν αυτων16 Ma Giuda tornò indietro coll'esercito cho lo seguiva,
17 και ειπεν προς τον λαον μη επιθυμησητε των σκυλων οτι πολεμος εξ εναντιας ημων17 e disse alla sua gente: « Non vi fermate per la preda, perchè la guerra non è finita,
18 και γοργιας και η δυναμις εν τω ορει εγγυς ημων αλλα στητε νυν εναντιον των εχθρων ημων και πολεμησατε αυτους και μετα ταυτα λαβετε τα σκυλα μετα παρρησιας18 e Gorgia col suo esercito è nella montagna vicino a noi: orsù a combattere contro i nostri nemici, a vincerli, o dopo tranquillamente alla preda ».
19 ετι πληρουντος ιουδου ταυτα μερος τι ωφθη εκκυπτον εκ του ορους19 Giuda parlava ancora, quand'ecco apparire una divisione che scendeva del monte.
20 και ειδεν οτι τετροπωνται και εμπυριζουσιν την παρεμβολην ο γαρ καπνος ο θεωρουμενος ενεφανιζεν το γεγονος20 Allora Gorgia s'accorse che i suoi erano stati messi in fuga e che n'erano stati incendiati gli accampamenti, perchè il fumo che si vedeva manifestava quanto era accaduto.
21 οι δε ταυτα συνιδοντες εδειλωθησαν σφοδρα συνιδοντες δε και την ιουδου παρεμβολην εν τω πεδιω ετοιμην εις παραταξιν21 A tal vista i suoi furono presi dallo spavento; mirando poi come Giuda stesse nella pianura col suo esercito pronto alla battaglia,
22 εφυγον παντες εις γην αλλοφυλων22 fuggiron tutti nel paese degli stranieri.
23 και ιουδας ανεστρεψεν επι την σκυλειαν της παρεμβολης και ελαβον χρυσιον πολυ και αργυριον και υακινθον και πορφυραν θαλασσιαν και πλουτον μεγαν23 Allora Giuda tornò a saccheggiare gli accampamenti, dove presero molto oro, argento, giacinto, porpora di mare e grandi ricchezze.
24 και επιστραφεντες υμνουν και ευλογουν εις ουρανον οτι καλον οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου24 Ritornando cantavano l'inno, benedicendo ad alta voce Dio, « perchè è buono, perchè la sua misericordia è eterna ».
25 και εγενηθη σωτηρια μεγαλη τω ισραηλ εν τη ημερα εκεινη25 In quel giorno Israele ebbe una grande vittoria liberatrice.
26 οσοι δε των αλλοφυλων διεσωθησαν παραγενηθεντες απηγγειλαν τω λυσια παντα τα συμβεβηκοτα26 Or tutti gli stranieri scampati andarono a raccontare a Lisia quanto era accaduto.
27 ο δε ακουσας συνεχυθη και ηθυμει οτι ουχ οια ηθελεν τοιαυτα εγεγονει τω ισραηλ και ουχ οια αυτω ενετειλατο ο βασιλευς εξεβη27 A queste notizie egli restò coster­nato e abbattuto, perchè non era avvenuto a Israele secondo i suoi desideri e gli ordini del re.
28 και εν τω ερχομενω ενιαυτω συνελοχησεν ανδρων επιλεκτων εξηκοντα χιλιαδας και πεντακισχιλιαν ιππον ωστε εκπολεμησαι αυτους28 L'anno seguente, Lisia mise insieme un esercito di sessanta mila uomini scelti e di cinque mila cavalieri per debellare i Giudei.
29 και ηλθον εις την ιδουμαιαν και παρενεβαλον εν βαιθσουροις και συνηντησεν αυτοις ιουδας εν δεκα χιλιασιν ανδρων29 Entrati in Giudea, s'accamparono vicino a Botoron. Giuda andò loro incontro con dieci mila uomini.
30 και ειδεν την παρεμβολην ισχυραν και προσηυξατο και ειπεν ευλογητος ει ο σωτηρ ισραηλ ο συντριψας το ορμημα του δυνατου εν χειρι του δουλου σου δαυιδ και παρεδωκας την παρεμβολην των αλλοφυλων εις χειρας ιωναθου υιου σαουλ και του αιροντος τα σκευη αυτου30 Alla vista di esercito sì formidavile pregò e disse: «Tu sei benedetto, o Salvatore d'Israele, che abbattesti la forza d'un gigante per mezzo di David tuo servo, e desti in potere di Gionata, figlio di Saul, e del suo scudiere gli accampamenti degli stranieri;
31 ουτως συγκλεισον την παρεμβολην ταυτην εν χειρι λαου σου ισραηλ και αισχυνθητωσαν επι τη δυναμει και τη ιππω αυτων31 or dà quest'esercito in potere del tuo popolo d'Israele, e il numero delle loro schiere o dei cavalieri ridondi a loro confusione.
32 δος αυτοις δειλιαν και τηξον θρασος ισχυος αυτων και σαλευθητωσαν τη συντριβη αυτων32 Fa piombare su di loro lo spavento, togli loro l'ardire e la forza, e siano travolti nella loro rovina.
33 καταβαλε αυτους ρομφαια αγαπωντων σε και αινεσατωσαν σε παντες οι ειδοτες το ονομα σου εν υμνοις33 Atterrali colla spada di coloro che ti amano, in modo che ti cantino inni di lode tutti quelli che conoscono il tuo nome.
34 και συνεβαλλον αλληλοις και επεσον εκ της παρεμβολης λυσιου εις πεντακισχιλιους ανδρας και επεσον εξ εναντιας αυτων34 Attaccata la battaglia, dell'esercito di Lisia perirono cinque mila uomini.
35 ιδων δε λυσιας την γενομενην τροπην της αυτου συνταξεως της δε ιουδου το γεγενημενον θαρσος και ως ετοιμοι εισιν η ζην η τεθνηκεναι γενναιως απηρεν εις αντιοχειαν και εξενολογει πλεοναστον παλιν παραγινεσθαι εις την ιουδαιαν35 Lisia, veduta la fuga dei suoi e l'ardire dei Giudei, e come eran disposti a vivere e a morire da forti, se ne tornò ad Antiochia, a radunar soldati, per tornare di nuovo nella Giudea con forze maggiori.
36 ειπεν δε ιουδας και οι αδελφοι αυτου ιδου συνετριβησαν οι εχθροι ημων αναβωμεν καθαρισαι τα αγια και εγκαινισαι36 Allora Giuda e i suoi fratelli dissero: « Or che i nostri nemici sono sbaragliati, andiamo a parificare o a riconsacrare il tempio.
37 και συνηχθη η παρεμβολη πασα και ανεβησαν εις ορος σιων37 Radunato tutto l'esercito, salirono al monto di Sion.
38 και ειδον το αγιασμα ηρημωμενον και το θυσιαστηριον βεβηλωμενον και τας θυρας κατακεκαυμενας και εν ταις αυλαις φυτα πεφυκοτα ως εν δρυμω η ως εν ενι των ορεων και τα παστοφορια καθηρημενα38 Vedendo il santuario deserto, l'altare profanato, le porte bruciate, i virgulti cresciuti nei cortili come in un bosco e per i monti, o gli appartamenti rovinati,
39 και διερρηξαν τα ιματια αυτων και εκοψαντο κοπετον μεγαν και επεθεντο σποδον39 si stracciarono le vesti, fecero gran lutto, si gettarono la cenere sopra la testa,
40 και επεσαν επι προσωπον επι την γην και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν των σημασιων και εβοησαν εις ουρανον40 si prostrarono bocconi per terra, diedero fiato alle trombe dei segnali, e alzarono la voce al cielo.
41 τοτε επεταξεν ιουδας ανδρασιν πολεμειν τους εν τη ακρα εως καθαριση τα αγια41 Giuda ordinò a una porte delle truppe di combatterò contro quelli che erano nella fortezza, finché non fosse purificato il santuario;
42 και επελεξατο ιερεις αμωμους θελητας νομου42 poi elesse dei sacerdoti senza macchia, attaccati alla legge di Dio.
43 και εκαθαρισαν τα αγια και ηραν τους λιθους του μιασμου εις τοπον ακαθαρτον43 Questi purificarono il santuario e portarono in luogo profano le pietre contaminate.
44 και εβουλευσαντο περι του θυσιαστηριου της ολοκαυτωσεως του βεβηλωμενου τι αυτω ποιησωσιν44 Tenuto consiglio sul da farsi riguardo all'altare degli olocausti che era stato profanato,
45 και επεσεν αυτοις βουλη αγαθη καθελειν αυτο μηποτε γενηται αυτοις εις ονειδος οτι εμιαναν τα εθνη αυτο και καθειλον το θυσιαστηριον45 ebbero la felice idea di distruggerlo, affinchè loro non fosse d'obbrobrio, avendolo le genti contaminato; e lo demolirono.
46 και απεθεντο τους λιθους εν τω ορει του οικου εν τοπω επιτηδειω μεχρι του παραγενηθηναι προφητην του αποκριθηναι περι αυτων46 Ammassatene le pietre sul monte del tempio, in luogo conveniente, finché non fosse venuto un profeta a decidere il da farsi,
47 και ελαβον λιθους ολοκληρους κατα τον νομον και ωκοδομησαν θυσιαστηριον καινον κατα το προτερον47 presero delle pietre gregge, secondo la legge, ed eressero un nuovo altare simile a quello di prima.
48 και ωκοδομησαν τα αγια και τα εντος του οικου και τας αυλας ηγιασαν48 Restaurato il santuario e quello che era nell'interno della casa, santificarono la casa e l'atrio,
49 και εποιησαν σκευη αγια καινα και εισηνεγκαν την λυχνιαν και το θυσιαστηριον των θυμιαματων και την τραπεζαν εις τον ναον49 fecero din nuovi vasi sacri, portarono nel tempio il candelabro, l'altare degli incensi e la mensa.
50 και εθυμιασαν επι το θυσιαστηριον και εξηψαν τους λυχνους τους επι της λυχνιας και εφαινον εν τω ναω50 Fecero fumar l'incenso sopra l'altare, accesero le lucerne del candelabro, e illuminarono il tempio.
51 και επεθηκαν επι την τραπεζαν αρτους και εξεπετασαν τα καταπετασματα και ετελεσαν παντα τα εργα α εποιησαν51 Posero i pani sopra la mensa, attaccarono i veli. Compite tutte le cose che avevan prese a fare,
52 και ωρθρισαν το πρωι τη πεμπτη και εικαδι του μηνος του ενατου ουτος ο μην χασελευ του ογδοου και τεσσαρακοστου και εκατοστου ετους52 levatisi di gran mattino, ai venticinque del nono mese (cioè del mese di Casleu) dell'anno centoquarantotto,
53 και ανηνεγκαν θυσιαν κατα τον νομον επι το θυσιαστηριον των ολοκαυτωματων το καινον ο εποιησαν53 offersero il sacrifizio, secondo la legge, sopra l'altare degli olocausti da essi di nuovo eretto.
54 κατα τον καιρον και κατα την ημεραν εν η εβεβηλωσαν αυτο τα εθνη εν εκεινη ενεκαινισθη εν ωδαις και κιθαραις και κινυραις και κυμβαλοις54 Questo fu dedicato al suono dei cantici, delle cetre, delle lire, dei cembali, nello stesso mese e giorno in cui era stato profanato dalle nazioni.
55 και επεσεν πας ο λαος επι προσωπον και προσεκυνησαν και ευλογησαν εις ουρανον τον ευοδωσαντα αυτοις55 Tutto il popolo si prostrò bocconi per terra, e adorarono e benedissero fino al cielo colui che aveva loro data tale felicità.
56 και εποιησαν τον εγκαινισμον του θυσιαστηριου ημερας οκτω και προσηνεγκαν ολοκαυτωματα μετ' ευφροσυνης και εθυσαν θυσιαν σωτηριου και αινεσεως56 Celebrarono la dedicazione dell'altare per otto giorni, offrendo olocausti con gioia e sacrifizi di ringraziamento e di lode.
57 και κατεκοσμησαν το κατα προσωπον του ναου στεφανοις χρυσοις και ασπιδισκαις και ενεκαινισαν τας πυλας και τα παστοφορια και εθυρωσαν αυτα57 Adornarono la facciata del tempio di corone d'oro e di scudi, e dedicarono le porte e gli appartamenti ai quali misero le porte.
58 και εγενηθη ευφροσυνη μεγαλη εν τω λαω σφοδρα και απεστραφη ονειδισμος εθνων58 Il popolo fu in grandissima gioia, e scosse l'obbrobrio delle nazioni.
59 και εστησεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και πασα η εκκλησια ισραηλ ινα αγωνται αι ημεραι του εγκαινισμου του θυσιαστηριου εν τοις καιροις αυτων ενιαυτον κατ' ενιαυτον ημερας οκτω απο της πεμπτης και εικαδος του μηνος χασελευ μετ' ευφροσυνης και χαρας59 Giuda coi suoi fratelli e con tutta l'assemblea di Israele ordinò che si celebrasse il giorno della dedicazione dell'altare nel tempo stabilito, d'anno in anno, per otto giorni, da cominciarsi il venticinque di Casleu, con festa e gioia.
60 και ωκοδομησαν εν τω καιρω εκεινω το ορος σιων κυκλοθεν τειχη υψηλα και πυργους οχυρους μηποτε παραγενηθεντα τα εθνη καταπατησωσιν αυτα ως εποιησαν το προτερον60 In quel tempo fortificarono il monte Sion, cingendolo all'intorno di alte muraglie e di forti torri, affinchè le genti non potessero venire a conculcarlo, come avevan fatto per l'addietro.
61 και απεταξεν εκει δυναμιν τηρειν αυτο και ωχυρωσεν αυτο τηρειν την βαιθσουραν του εχειν τον λαον οχυρωμα κατα προσωπον της ιδουμαιας61 (Giuda) vi pose un corpo di guardia, e lo fortificò per sicurezza di Betsura, affinchè il popolo avesse questa fortezza in faccia all'Idumea.