Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 10


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ηλθεν ροβοαμ εις συχεμ οτι εις συχεμ ηρχετο πας ισραηλ βασιλευσαι αυτον1 Roboám el is ment Szíchembe: ott gyűlt ugyanis egybe egész Izrael, hogy őt királlyá tegye.
2 και εγενετο ως ηκουσεν ιεροβοαμ υιος ναβατ και αυτος εν αιγυπτω ως εφυγεν απο προσωπου σαλωμων του βασιλεως και κατωκησεν ιεροβοαμ εν αιγυπτω και απεστρεψεν ιεροβοαμ εξ αιγυπτου2 Amikor azonban meghallotta ezt Jeroboám, Nábát fia, aki Egyiptomban tartózkodott, (oda menekült ugyanis Salamon elől), azonnal visszatért.
3 και απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον και ηλθεν ιεροβοαμ και πασα η εκκλησια ισραηλ προς ροβοαμ λεγοντες3 El is hívták, és ő eljött egész Izraellel és ezeket mondta Roboámnak:
4 ο πατηρ σου εσκληρυνεν τον ζυγον ημων και νυν αφες απο της δουλειας του πατρος σου της σκληρας και απο του ζυγου αυτου του βαρεος ου εδωκεν εφ' ημας και δουλευσομεν σοι4 »Atyád igen kemény igával sújtott minket: te könnyebb dolgokat parancsolj, mint atyád, aki nehéz szolgaságot rakott ránk, és enyhíts egy kissé a terhen s akkor szolgálni fogunk neked.«
5 και ειπεν αυτοις πορευεσθε εως τριων ημερων και ερχεσθε προς με και απηλθεν ο λαος5 Ő így válaszolt: »Három nap múlva jöjjetek vissza hozzám.« Amikor aztán a nép eltávozott,
6 και συνηγαγεν ο βασιλευς ροβοαμ τους πρεσβυτερους τους εστηκοτας εναντιον σαλωμων του πατρος αυτου εν τω ζην αυτον λεγων πως υμεις βουλευεσθε του αποκριθηναι τω λαω τουτω λογον6 tanácsot tartott azokkal a vénekkel, akik atyja, Salamon előtt szolgáltak, amíg élt. Megkérdezte tőlük: »Mit tanácsoltok, mit feleljek a népnek?«
7 και ελαλησαν αυτω λεγοντες εαν εν τη σημερον γενη εις αγαθον τω λαω τουτω και ευδοκησης και λαλησης αυτοις λογους αγαθους και εσονται σοι παιδες πασας τας ημερας7 Ők azt mondták neki: »Ha megnyered e nép tetszését s kegyes szavakkal megnyugtatod őket, szolgálni fognak neked minden időben.«
8 και κατελιπεν την βουλην των πρεσβυτερων οι συνεβουλευσαντο αυτω και συνεβουλευσατο μετα των παιδαριων των συνεκτραφεντων μετ' αυτου των εστηκοτων εναντιον αυτου8 Ám ő figyelmen kívül hagyta a vének tanácsát, és azokkal az ifjakkal kezdett tanácskozni, akik vele nevelkedtek s az ő kíséretét alkották.
9 και ειπεν αυτοις τι υμεις βουλευεσθε και αποκριθησομαι λογον τω λαω τουτω οι ελαλησαν προς με λεγοντες ανες απο του ζυγου ου εδωκεν ο πατηρ σου εφ' ημας9 Ezt kérdezte tőlük: »Mit láttok jónak, vagy mit kell felelnem e népnek, amely azt mondta nekem: ‘Enyhíts azon az igán, amelyet atyád reánk rakott.’«
10 και ελαλησαν αυτω τα παιδαρια τα εκτραφεντα μετ' αυτου ουτως λαλησεις τω λαω τω λαλησαντι προς σε λεγων ο πατηρ σου εβαρυνεν τον ζυγον ημων και συ αφες αφ' ημων ουτως ερεις ο μικρος δακτυλος μου παχυτερος της οσφυος του πατρος μου10 Ők úgy feleltek neki, mint ifjak s mint akik vele nevelkedtek a gyönyörökben, s azt mondták: »Így szólj a néphez, amely azt mondta neked: ‘Atyád súlyos igát rakott ránk, te könnyíts rajta’ – így felelj neki: Az én kisujjam vastagabb, mint atyám dereka!
11 και νυν ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας ζυγω βαρει και εγω προσθησω επι τον ζυγον υμων ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν και εγω παιδευσω υμας εν σκορπιοις11 Atyám nehéz igát rakott rátok, én még nehezebbel tetézem: atyám ostorral vert titeket, én skorpióval foglak verni titeket.«
12 και ηλθεν ιεροβοαμ και πας ο λαος προς ροβοαμ τη ημερα τη τριτη ως ελαλησεν ο βασιλευς λεγων επιστρεψατε προς με τη ημερα τη τριτη12 Jeroboám el is jött a harmadik napon az egész néppel együtt Roboámhoz, úgy, ahogy ez meghagyta nekik: »Térjetek vissza hozzám három nap múlva!«
13 και απεκριθη ο βασιλευς σκληρα και εγκατελιπεν ο βασιλευς ροβοαμ την βουλην των πρεσβυτερων13 A király keményen felelt, és figyelmen kívül hagyva a vének tanácsát,
14 και ελαλησεν προς αυτους κατα την βουλην των νεωτερων λεγων ο πατηρ μου εβαρυνεν τον ζυγον υμων και εγω προσθησω επ' αυτον ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν και εγω παιδευσω υμας εν σκορπιοις14 az ifjak kívánsága szerint így szólt: »Atyám nehéz igát rakott rátok: én azt nehezebbé teszem, atyám ostorral vert titeket: én skorpióval foglak verni titeket.«
15 και ουκ ηκουσεν ο βασιλευς του λαου οτι ην μεταστροφη παρα του θεου λεγων ανεστησεν κυριος τον λογον αυτου ον ελαλησεν εν χειρι αχια του σηλωνιτου περι ιεροβοαμ υιου ναβατ15 Nem hallgatta meg tehát a nép kérését, mert Isten meg akarta valósítani szavát, amelyet a silói Áhia által Jeroboámhoz, Nábát fiához intézett.
16 και παντος ισραηλ οτι ουκ ηκουσεν ο βασιλευς αυτων και απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα λεγων τις ημιν μερις εν δαυιδ και κληρονομια εν υιω ιεσσαι εις τα σκηνωματα σου ισραηλ νυν βλεπε τον οικον σου δαυιδ και επορευθη πας ισραηλ εις τα σκηνωματα αυτου16 Amikor a király ilyen keményen felelt, az egész nép így szólt hozzá: »Nincs nekünk részünk Dávidban, nincs örökségünk Izáj fiában. Térj vissza sátraidba Izrael, te pedig legeltesd a magad házát, Dávid!« Azzal Izrael visszatért sátraiba.
17 και ανδρες ισραηλ οι κατοικουντες εν πολεσιν ιουδα και εβασιλευσεν επ' αυτων ροβοαμ17 Izraelnek azokon a fiain azonban, akik Júda városaiban laktak, továbbra is Roboám uralkodott.
18 και απεστειλεν ο βασιλευς ροβοαμ τον αδωνιραμ τον επι του φορου και ελιθοβολησαν αυτον οι υιοι ισραηλ λιθοις και απεθανεν και ο βασιλευς ροβοαμ εσπευσεν του αναβηναι εις το αρμα του φυγειν εις ιερουσαλημ18 Erre Roboám király elküldte hozzájuk Adurám robotfelügyelőt, de Izrael fiai halálra kövezték őt. Ekkor Roboám király gyorsan szekérre szállt és Jeruzsálembe menekült.
19 και ηθετησεν ισραηλ εν τω οικω δαυιδ εως της ημερας ταυτης19 Így pártolt el Izrael Dávid házától mind a mai napig.