Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 37


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 κατωκει δε ιακωβ εν τη γη ου παρωκησεν ο πατηρ αυτου εν γη χανααν1 Jákob pedig Kánaán földjén telepedett meg, ahol apja mint jövevény élt.
2 αυται δε αι γενεσεις ιακωβ ιωσηφ δεκα επτα ετων ην ποιμαινων μετα των αδελφων αυτου τα προβατα ων νεος μετα των υιων βαλλας και μετα των υιων ζελφας των γυναικων του πατρος αυτου κατηνεγκεν δε ιωσηφ ψογον πονηρον προς ισραηλ τον πατερα αυτων2 Jákob nemzetségtörténete a következő. József tizenhét esztendős korában, még mint ifjú, a nyájat legeltette testvéreivel. Bilhának és Zilpának, apja feleségeinek fiai mellett volt. Egyszer valami igen nagy vétek miatt bevádolta testvéreit apjánál.
3 ιακωβ δε ηγαπα τον ιωσηφ παρα παντας τους υιους αυτου οτι υιος γηρους ην αυτω εποιησεν δε αυτω χιτωνα ποικιλον3 Izrael ráadásul minden fiánál jobban szerette Józsefet, mert öregségében nemzette, ezért készíttetett neki egy tarka köntöst.
4 ιδοντες δε οι αδελφοι αυτου οτι αυτον ο πατηρ φιλει εκ παντων των υιων αυτου εμισησαν αυτον και ουκ εδυναντο λαλειν αυτω ουδεν ειρηνικον4 Amikor testvérei látták, hogy apjuk őt minden fiánál jobban szereti, meggyűlölték, és egy jó szót sem tudtak szólni hozzá.
5 ενυπνιασθεις δε ιωσηφ ενυπνιον απηγγειλεν αυτο τοις αδελφοις αυτου5 Történt ezenkívül, hogy álmot látott, és elbeszélte azt testvéreinek; és még jobban meggyűlölték őt.
6 και ειπεν αυτοις ακουσατε του ενυπνιου τουτου ου ενυπνιασθην6 Azt mondta ugyanis nekik: »Halljátok álmomat, amelyet láttam:
7 ωμην ημας δεσμευειν δραγματα εν μεσω τω πεδιω και ανεστη το εμον δραγμα και ωρθωθη περιστραφεντα δε τα δραγματα υμων προσεκυνησαν το εμον δραγμα7 Azt álmodtam, hogy kévét kötöttünk a mezőn, az én kévém felemelkedett és egyenesen állt, a ti kévéitek pedig köréje álltak, és leborultak az én kévém előtt.«
8 ειπαν δε αυτω οι αδελφοι μη βασιλευων βασιλευσεις εφ' ημας η κυριευων κυριευσεις ημων και προσεθεντο ετι μισειν αυτον ενεκεν των ενυπνιων αυτου και ενεκεν των ρηματων αυτου8 A testvérei azt felelték neki: »Talán a királyunk leszel, vagy uralmad alá kerülünk?« Ezek miatt az álmok és beszédek miatt még jobban meggyűlölték őt.
9 ειδεν δε ενυπνιον ετερον και διηγησατο αυτο τω πατρι αυτου και τοις αδελφοις αυτου και ειπεν ιδου ενυπνιασαμην ενυπνιον ετερον ωσπερ ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες προσεκυνουν με9 Egy másik álmot is látott, és azt is elbeszélte testvéreinek: »Azt láttam álmomban, hogy a nap, a hold és tizenegy csillag leborult előttem.«
10 και επετιμησεν αυτω ο πατηρ αυτου και ειπεν αυτω τι το ενυπνιον τουτο ο ενυπνιασθης αρα γε ελθοντες ελευσομεθα εγω τε και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου προσκυνησαι σοι επι την γην10 Amikor elbeszélte ezt apjának és testvéreinek, apja megdorgálta: »Mit jelent ez az álom, amelyet láttál? Talán én és anyád is a testvéreiddel együtt földig boruljunk előtted?«
11 εζηλωσαν δε αυτον οι αδελφοι αυτου ο δε πατηρ αυτου διετηρησεν το ρημα11 Irigykedtek ezért rá a testvérei, apja pedig némán fontolgatta magában a dolgot.
12 επορευθησαν δε οι αδελφοι αυτου βοσκειν τα προβατα του πατρος αυτων εις συχεμ12 Amikor testvérei egyszer apjuk nyájait legeltetve Szíchemben tartózkodtak,
13 και ειπεν ισραηλ προς ιωσηφ ουχ οι αδελφοι σου ποιμαινουσιν εν συχεμ δευρο αποστειλω σε προς αυτους ειπεν δε αυτω ιδου εγω13 Izrael azt mondta Józsefnek: »Testvéreid Szíchemben legeltetik a juhokat. Gyere, hadd küldjelek el hozzájuk!« Ő azt felelte:
14 ειπεν δε αυτω ισραηλ πορευθεις ιδε ει υγιαινουσιν οι αδελφοι σου και τα προβατα και αναγγειλον μοι και απεστειλεν αυτον εκ της κοιλαδος της χεβρων και ηλθεν εις συχεμ14 »Itt vagyok!« Izrael erre azt mondta neki: »Menj, nézd meg, rendben van-e minden a testvéreid és a juhok körül. Hozz nekem hírt arról, hogy mi van velük!« Elküldte tehát Hebron völgyéből, s ő el is jutott Szíchembe.
15 και ευρεν αυτον ανθρωπος πλανωμενον εν τω πεδιω ηρωτησεν δε αυτον ο ανθρωπος λεγων τι ζητεις15 Miközben a mezőn keresgélt, találkozott vele egy ember, és megkérdezte, mit keres.
16 ο δε ειπεν τους αδελφους μου ζητω αναγγειλον μοι που βοσκουσιν16 Ő azt felelte: »A testvéreimet keresem. Mondd meg nekem, hol legeltetik a nyájaikat!«
17 ειπεν δε αυτω ο ανθρωπος απηρκασιν εντευθεν ηκουσα γαρ αυτων λεγοντων πορευθωμεν εις δωθαιμ και επορευθη ιωσηφ κατοπισθεν των αδελφων αυτου και ευρεν αυτους εν δωθαιμ17 Az ember erre azt felelte neki: »Elmentek innen, de hallottam, hogy azt mondták: ‘Menjünk Dótainba!’« József elment tehát a testvérei után, és Dótainban meg is találta őket.
18 προειδον δε αυτον μακροθεν προ του εγγισαι αυτον προς αυτους και επονηρευοντο του αποκτειναι αυτον18 Amikor messziről meglátták, mielőtt még odaért volna hozzájuk, arra gondoltak, hogy megölik.
19 ειπαν δε εκαστος προς τον αδελφον αυτου ιδου ο ενυπνιαστης εκεινος ερχεται19 Így szóltak ugyanis egymáshoz: »Itt jön az álomlátó!
20 νυν ουν δευτε αποκτεινωμεν αυτον και ριψωμεν αυτον εις ενα των λακκων και ερουμεν θηριον πονηρον κατεφαγεν αυτον και οψομεθα τι εσται τα ενυπνια αυτου20 Gyertek, öljük meg, dobjuk egy régi vízverembe, és mondjuk azt, hogy fenevad tépte szét. Akkor majd meglátjuk, mit használnak neki az álmai!«
21 ακουσας δε ρουβην εξειλατο αυτον εκ των χειρων αυτων και ειπεν ου παταξομεν αυτον εις ψυχην21 Amikor azonban Rúben meghallotta ezt, azon volt, hogy kiszabadítsa a kezükből, ezért így szólt:
22 ειπεν δε αυτοις ρουβην μη εκχεητε αιμα εμβαλετε αυτον εις τον λακκον τουτον τον εν τη ερημω χειρα δε μη επενεγκητε αυτω οπως εξεληται αυτον εκ των χειρων αυτων και αποδω αυτον τω πατρι αυτου22 »Ne vegyétek el az életét! Ne ontsatok vért, inkább dobjátok ebbe a pusztai vízverembe, és őrizzétek meg tisztán a kezeteket!« Ezt csak azért mondta, mert ki akarta szabadítani a kezükből, és visszaadni atyjának.
23 εγενετο δε ηνικα ηλθεν ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου εξεδυσαν τον ιωσηφ τον χιτωνα τον ποικιλον τον περι αυτον23 Így tehát, amikor odaért testvéreihez, azok tüstént lehúzták róla a tarka, bokáig érő köntöst,
24 και λαβοντες αυτον ερριψαν εις τον λακκον ο δε λακκος κενος υδωρ ουκ ειχεν24 őt pedig beledobták a régi vízverembe, amelyben nem volt víz.
25 εκαθισαν δε φαγειν αρτον και αναβλεψαντες τοις οφθαλμοις ειδον και ιδου οδοιποροι ισμαηλιται ηρχοντο εκ γαλααδ και αι καμηλοι αυτων εγεμον θυμιαματων και ρητινης και στακτης επορευοντο δε καταγαγειν εις αιγυπτον25 Amikor aztán leültek enni, és föltekintve látták, hogy izmaelita vándorkereskedők jönnek arrafelé Gileádból, és fűszert, gyantát és mirhazsengét visznek tevéiken Egyiptomba.
26 ειπεν δε ιουδας προς τους αδελφους αυτου τι χρησιμον εαν αποκτεινωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου26 Júda ekkor azt mondta a testvéreinek: »Mi hasznunk, ha megöljük testvérünket, és a vérét eltitkoljuk?
27 δευτε αποδωμεθα αυτον τοις ισμαηλιταις τουτοις αι δε χειρες ημων μη εστωσαν επ' αυτον οτι αδελφος ημων και σαρξ ημων εστιν ηκουσαν δε οι αδελφοι αυτου27 Jobb lesz, ha eladjuk az izmaelitáknak, és nem szennyezzük be a kezünket. Hiszen testünk és vérünk ő!« Testvérei hallgattak szavára,
28 και παρεπορευοντο οι ανθρωποι οι μαδιηναιοι οι εμποροι και εξειλκυσαν και ανεβιβασαν τον ιωσηφ εκ του λακκου και απεδοντο τον ιωσηφ τοις ισμαηλιταις εικοσι χρυσων και κατηγαγον τον ιωσηφ εις αιγυπτον28 és amikor odaértek a mádiánita kereskedők, kihúzták a vízveremből, és eladták az izmaelitáknak húsz ezüstért. Azok elvitték Egyiptomba.
29 ανεστρεψεν δε ρουβην επι τον λακκον και ουχ ορα τον ιωσηφ εν τω λακκω και διερρηξεν τα ιματια αυτου29 Így aztán, amikor Rúben visszatért a veremhez, nem találta a gyermeket.
30 και ανεστρεψεν προς τους αδελφους αυτου και ειπεν το παιδαριον ουκ εστιν εγω δε που πορευομαι ετι30 Erre megszaggatta ruháit, visszament testvéreihez, és így szólt: »Nincs meg a gyermek, jaj, hova legyek!«
31 λαβοντες δε τον χιτωνα του ιωσηφ εσφαξαν εριφον αιγων και εμολυναν τον χιτωνα τω αιματι31 Azok pedig fogták a testvérük köntösét, belemártották egy levágott kecskegida vérébe,
32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλον και εισηνεγκαν τω πατρι αυτων και ειπαν τουτον ευρομεν επιγνωθι ει χιτων του υιου σου εστιν η ου32 és ezekkel a szavakkal küldték el apjukhoz: »Ezt találtuk, nézd meg, a fiad köntöse-e vagy sem?«
33 και επεγνω αυτον και ειπεν χιτων του υιου μου εστιν θηριον πονηρον κατεφαγεν αυτον θηριον ηρπασεν τον ιωσηφ33 Amikor apjuk megismerte, így szólt: »A fiam köntöse! Fenevad ette meg, vadállat falta fel Józsefet!«
34 διερρηξεν δε ιακωβ τα ιματια αυτου και επεθετο σακκον επι την οσφυν αυτου και επενθει τον υιον αυτου ημερας πολλας34 Aztán megszaggatta ruháit, szőrzsákba öltözött, és hosszú ideig gyászolta fiát.
35 συνηχθησαν δε παντες οι υιοι αυτου και αι θυγατερες και ηλθον παρακαλεσαι αυτον και ουκ ηθελεν παρακαλεισθαι λεγων οτι καταβησομαι προς τον υιον μου πενθων εις αδου και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου35 Bár a fiai mind összegyűltek, hogy enyhítsék apjuk bánatát, nem akart megvigasztalódni. Csak azt hajtogatta: »Gyászolva megyek el fiamhoz az alvilágba!« Az apja tehát szakadatlanul siratta.
36 οι δε μαδιηναιοι απεδοντο τον ιωσηφ εις αιγυπτον τω πετεφρη τω σπαδοντι φαραω αρχιμαγειρω36 A mádiániták pedig eladták Józsefet Egyiptomban Putifárnak, a fáraó udvari tisztjének, a testőrök kapitányának.