Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Rút könyve 3


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Noémi ekkor így szólt hozzá: »Lányom, hadd keressek nyugalmat neked, és hadd gondoskodjam arról, hogy jó dolgod legyen!1 Και ειπε προς αυτην η Ναομι η πενθερα αυτης, Θυγατηρ μου, να μη ζητησω αναπαυσιν εις σε δια να ευημερησης;
2 Boóz, akinek a szolgálóihoz csatlakoztál a mezőn, rokonunk, és az éjjel árpát szelel a szérűn.2 και τωρα, μηπως δεν ειναι Βοοζ εκ της συγγενειας ημων, μετα των κορασιων του οποιου ησο; ιδου, αυτος λικμιζει ταυτην την νυκτα το αλωνιον των κριθων?
3 Fürödj meg tehát, kend meg magad, vedd magadra díszesebb ruháidat, és menj le a szérűre, de meg ne lásson téged az az ember, amíg nem végez az evéssel és az ivással.3 λουσθητι λοιπον και αλειφθητι και ενδυθητι την στολην σου και καταβα εις το αλωνιον? μη γνωρισθης εις τον ανθρωπον, εωσου τελειωση απο του να φαγη και να πιη?
4 Amikor aztán aludni megy, jegyezd meg a helyet, ahol aludni fog. Menj oda, hajtsd fel lábánál a köntöst, amellyel takarózik, és feküdj oda. Ő majd megmondja, mit kell cselekedned.«4 και ενω πλαγιαζει, παρατηρησον τον τοπον οπου πλαγιαζει, και ελθουσα σηκωσον το σκεπασμα απο των ποδων αυτου, και πλαγιασον? και εκεινος θελει σοι ειπει τι να καμης.
5 Noémi azt felelte: »Mindazt, amit parancsolsz, megteszem.«5 Η δε ειπε προς αυτην, Παντα οσα λεγεις εις εμε, θελω καμει.
6 Lement tehát a szérűre, és megtette mindazt, amit anyósa parancsolt neki.6 Και κατεβη εις το αλωνιον και εκαμε παντα οσα προσεταξεν εις αυτην η πενθερα αυτης.
7 Amikor aztán Boóz evett, ivott, jókedve kerekedett, és aludni tért az asztag mellett, ő titkon odament, felhajtotta lábánál a takarót, és odafeküdt.7 Και αφου ο Βοοζ εφαγε και επιε, και ευφρανη η καρδια αυτου, υπηγε να πλαγιαση εις την ακραν του σωρου του σιτου? εκεινη δε ηλθε κρυφιως και εσηκωσε ο σκεπασμα απο των ποδων αυτου και επλαγιασε.
8 Amikor már éjfélre járt, íme, felneszelt a férfi, és megrettent, mert látta, hogy egy asszony fekszik a lábánál.8 Και προς το μεσονυκτιον εξεστη ο ανθρωπος και συνεταραχθη? και ιδου, γυνη εκοιματο παρα τους ποδας αυτου.
9 Megkérdezte tőle: »Ki vagy?« Az így felelt: »Rút vagyok, a szolgálód. Terítsd takaródat szolgálódra, mert rokonom vagy!«9 Και ειπε, Ποια εισαι συ; Εκεινη δε απεκριθη, Εγω η Ρουθ η δουλη σου? απλωσον λοιπον την πτερυγα σου επι την δουλην σου? διοτι εισαι ο πλησιεστερος συγγενης μου.
10 Erre ő azt mondta: »Megáldott téged az Úr, lányom, és eddigi jámborságodon túltettél a mostanival, mert nem futottál sem szegény, sem gazdag ifjak után.10 Ο δε ειπεν, Ευλογημενη να ησαι παρα Κυριου, θυγατερ? διοτι εδειξας περισσοτεραν αγαθωσυνην εσχατως παρα προτερον, μη υπαγουσα κατοπιν νεων, ειτε πτωχων ειτε πλουσιων?
11 Ne félj tehát, bármit mondasz nekem, megteszem neked, mert tudja az egész nép, amely városom kapuján belül lakik, hogy erényes asszony vagy.11 και τωρα, θυγατερ, μη φοβου? θελω καμει εις σε παν ο, τι ειπης? διοτι πασα η πολις του λαου μου εξευρει οτι εισαι γυνη εναρετος?
12 Nem is tagadom, hogy rokonod vagyok, de van nálam közelebbi rokonod is.12 και τωρα ειναι αληθες οτι εγω ειμαι στενος συγγενης? ειναι ομως αλλος συγγενης πλησιεστερος εμου?
13 Pihenj csak az éjjel, reggel pedig, ha az illető a rokonság jogánál fogva meg akar tartani téged, jó, legyen úgy a dolog. Ha azonban nem akar, én minden habozás nélkül elveszlek. Az Úr életére mondom! Aludj csak reggelig!«13 μεινον ταυτην την νυκτα? και το πρωι εαν αυτος θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, καλον? ας το εκπληρωση? αλλ' εαν δεν θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, τοτε εγω θελω εκπληρωσει τουτο προς σε, ζη Κυριος? κοιμηθητι εως πρωι.
14 Ott is aludt a lábánál, amíg el nem múlt az éjszaka, de még mielőtt az emberek egymást felismerik, felkelt. Boóz akkor azt mondta: »Vigyázz, meg ne tudja senki sem, hogy idejöttél.«14 Και εκοιμηθη παρα τους ποδας αυτου εως πρωι? και εσηκωθη πριν διακρινη ανθρωπος ανθρωπον. Και εκεινος ειπεν, Ας μη γνωρισθη οτι ηλθεν η γυνη εις το αλωνιον.
15 Aztán így szólt: »Terítsd szét palástodat, amely rajtad van, és tartsd mindkét kezeddel!« Az kiterítette és odatartotta, ő pedig belemért hat véka árpát, aztán segített neki felvenni. Ő elvitte, és bement a városba. Amikor megérkezett anyósához,15 Ειπε προσετι, Φερε το περικαλυμμα το επανω σου και κρατει αυτο. Και εκεινη εκρατει αυτο, και αυτος εμετρησεν εξ μετρα κριθης και εβαλεν επ' αυτην? και υπηγεν εις την πολιν.
16 Noémi azt kérdezte tőle: »Mit végeztél, lányom?« Erre ő elbeszélte neki mindazt, amit az az ember cselekedett vele.16 Και οτε ηλθε προς την πενθεραν αυτης, εκεινη ειπε, Τι εγεινεν εις σε, θυγατηρ μου; Και αυτη ανηγγειλε προς αυτην παντα οσα εκαμεν εις αυτην ο ανθρωπος?
17 Azután így szólt: »Íme, hat véka árpát adott nekem, és azt mondta: ‘Nem akarom, hogy üresen térj vissza anyósodhoz!’«17 και ειπεν, Εδωκεν εις εμε ταυτα τα εξ μετρα της κριθης? διοτι, Δεν θελεις υπαγει, μοι ειπε, κενη προς την πενθεραν σου.
18 Noémi erre így szólt: »Várj csak, leányom, amíg meg nem látjuk, mi lesz a dolog vége! Az az ember nem nyugszik ugyanis, amíg el nem intézi, amit mondott.«18 Η δε ειπε, Καθου, θυγατηρ μου, εωσου ιδης πως θελει τελειωσει το πραγμα? διοτι ο ανθρωπος δεν θελει ησυχασει, εωσου τελειωση το πραγμα σημερον.