Királyok második könyve 2
12345678910111213141516171819202122232425
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Történt pedig, hogy amikor az Úr fel akarta vinni Illést a forgószél által a mennybe, Illés és Elizeus éppen távozóban voltak Gilgálból. | 1 και εγενετο εν τω αναγειν κυριον τον ηλιου εν συσσεισμω ως εις τον ουρανον και επορευθη ηλιου και ελισαιε εκ γαλγαλων |
2 Azt mondta ekkor Illés Elizeusnak: »Maradj itt, mert az Úr engem Bételbe küldött.« Azt mondta neki Elizeus: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Amikor aztán lementek Bételbe, | 2 και ειπεν ηλιου προς ελισαιε καθου δη ενταυθα οτι κυριος απεσταλκεν με εως βαιθηλ και ειπεν ελισαιε ζη κυριος και ζη η ψυχη σου ει καταλειψω σε και ηλθον εις βαιθηλ |
3 a bételi prófétafiak kijöttek Elizeushoz, s azt mondták neki: »Tudod-e, hogy az Úr ma elveszi tőled uradat?« Ő azt felelte: »Én is tudom, hallgassatok.« | 3 και ηλθον οι υιοι των προφητων οι εν βαιθηλ προς ελισαιε και ειπον προς αυτον ει εγνως οτι κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου και ειπεν καγω εγνωκα σιωπατε |
4 Majd azt mondta Illés Elizeusnak: »Maradj itt, mert az Úr engem Jerikóba küldött.« Ő azonban azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Amikor aztán Jerikóba értek, | 4 και ειπεν ηλιου προς ελισαιε καθου δη ενταυθα οτι κυριος απεσταλκεν με εις ιεριχω και ειπεν ελισαιε ζη κυριος και ζη η ψυχη σου ει εγκαταλειψω σε και ηλθον εις ιεριχω |
5 a jerikói prófétafiak Elizeushoz járultak, és azt mondták neki: »Tudod-e, hogy az Úr ma elveszi tőled uradat?« Ő azt mondta: »Én is tudom, hallgassatok.« | 5 και ηγγισαν οι υιοι των προφητων οι εν ιεριχω προς ελισαιε και ειπαν προς αυτον ει εγνως οτι σημερον λαμβανει κυριος τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου και ειπεν και γε εγω εγνων σιωπατε |
6 Majd azt mondta neki Illés: »Maradj itt, mert az Úr engem a Jordánhoz küldött.« Ő azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Elmentek tehát mindketten együtt. | 6 και ειπεν αυτω ηλιου καθου δη ωδε οτι κυριος απεσταλκεν με εως του ιορδανου και ειπεν ελισαιε ζη κυριος και ζη η ψυχη σου ει εγκαταλειψω σε και επορευθησαν αμφοτεροι |
7 Ötven ember azonban követte őket a prófétafiak közül, s amikor ők ketten a Jordán mellett megálltak, messziről, velük szemben azok is megálltak. | 7 και πεντηκοντα ανδρες υιοι των προφητων και εστησαν εξ εναντιας μακροθεν και αμφοτεροι εστησαν επι του ιορδανου |
8 Ekkor Illés vette a palástját, összegöngyölítette, ráütött vele a vízre, s az két részre vált, s ők mindketten átmentek a szárazon. | 8 και ελαβεν ηλιου την μηλωτην αυτου και ειλησεν και επαταξεν το υδωρ και διηρεθη το υδωρ ενθα και ενθα και διεβησαν αμφοτεροι εν ερημω |
9 Amikor aztán átmentek, azt mondta Illés Elizeusnak: »Kívánj valamit, amit akarsz, hogy megtegyek neked, mielőtt elvesznek engem tőled.« Azt mondta erre Elizeus: »Kérlek, legyen a lelkedből kétszeres osztályrész rajtam.« | 9 και εγενετο εν τω διαβηναι αυτους και ηλιου ειπεν προς ελισαιε αιτησαι τι ποιησω σοι πριν η αναλημφθηναι με απο σου και ειπεν ελισαιε γενηθητω δη διπλα εν πνευματι σου επ' εμε |
10 Ő azt felelte: »Nehéz dolgot kértél: mindazonáltal, ha majd látsz engem, amikor elvesznek engem tőled, meglesz neked, amit kértél; ha azonban nem látsz, nem lesz meg.« | 10 και ειπεν ηλιου εσκληρυνας του αιτησασθαι εαν ιδης με αναλαμβανομενον απο σου και εσται σοι ουτως και εαν μη ου μη γενηται |
11 Miközben így mendegéltek, s menet közben beszélgettek, íme, egy tüzes szekér tüzes lovakkal elválasztotta őket egymástól, s Illés felment a forgószéllel az égbe. | 11 και εγενετο αυτων πορευομενων επορευοντο και ελαλουν και ιδου αρμα πυρος και ιπποι πυρος και διεστειλαν ανα μεσον αμφοτερων και ανελημφθη ηλιου εν συσσεισμω ως εις τον ουρανον |
12 Amikor ezt Elizeus látta, kiáltott: »Atyám, atyám, Izrael szekere és szekérvezetője!« Amikor aztán nem látta többé, megragadta ruháit és kettészaggatta. | 12 και ελισαιε εωρα και εβοα πατερ πατερ αρμα ισραηλ και ιππευς αυτου και ουκ ειδεν αυτον ετι και επελαβετο των ιματιων αυτου και διερρηξεν αυτα εις δυο ρηγματα |
13 Aztán felemelte Illés palástját, amely leesett róla, s visszafordult, s megállt a Jordán partján, | 13 και υψωσεν την μηλωτην ηλιου η επεσεν επανωθεν ελισαιε και επεστρεψεν ελισαιε και εστη επι του χειλους του ιορδανου |
14 s Illés palástjával, amely leesett róla, ráütött a vízre, s az nem vált ketté. Erre azt mondta: »Hát most hol van Illés Istene?« Aztán ismét ráütött a vízre, s az kétfelé vált, s Elizeus átment. | 14 και ελαβεν την μηλωτην ηλιου η επεσεν επανωθεν αυτου και επαταξεν το υδωρ και ου διεστη και ειπεν που ο θεος ηλιου αφφω και επαταξεν τα υδατα και διερραγησαν ενθα και ενθα και διεβη ελισαιε |
15 Amikor aztán meglátták őt a prófétafiak, akik átellenben, Jerikóban voltak, azt mondták: »Illés lelke Elizeusra szállt.« Majd eléje mentek, s földig borultak előtte | 15 και ειδον αυτον οι υιοι των προφητων οι εν ιεριχω εξ εναντιας και ειπον επαναπεπαυται το πνευμα ηλιου επι ελισαιε και ηλθον εις συναντην αυτου και προσεκυνησαν αυτω επι την γην |
16 és azt mondták neki: »Íme, van szolgáid között ötven erős ember. Elmehetnének, s megkereshetnék uradat, hátha elvitte őt az Úr lelke, s levetette valamelyik hegyre, vagy valamelyik völgybe.« Ő azt mondta: »Ne küldjetek.« | 16 και ειπον προς αυτον ιδου δη μετα των παιδων σου πεντηκοντα ανδρες υιοι δυναμεως πορευθεντες δη ζητησατωσαν τον κυριον σου μηποτε ηρεν αυτον πνευμα κυριου και ερριψεν αυτον εν τω ιορδανη η εφ' εν των ορεων η εφ' ενα των βουνων και ειπεν ελισαιε ουκ αποστελειτε |
17 De azok addig unszolták, amíg bele nem egyezett és azt nem mondta: »Küldjetek.« Erre elküldték az ötven embert, s azok három napig keresték, de nem találták. | 17 και παρεβιασαντο αυτον εως οτου ησχυνετο και ειπεν αποστειλατε και απεστειλαν πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας και ουχ ευρον αυτον |
18 Amikor aztán visszatértek hozzá – ő ugyanis Jerikóban maradt –, azt mondta nekik: »Nem mondtam-e nektek: ne küldjetek?« | 18 και ανεστρεψαν προς αυτον και αυτος εκαθητο εν ιεριχω και ειπεν ελισαιε ουκ ειπον προς υμας μη πορευθητε |
19 Majd azt mondták a város emberei Elizeusnak: »Íme, e város fekvése igen jó, amint te, uram, magad is látod, de vize igen rossz, s földje terméketlen.« | 19 και ειπον οι ανδρες της πολεως προς ελισαιε ιδου η κατοικησις της πολεως αγαθη καθως ο κυριος βλεπει και τα υδατα πονηρα και η γη ατεκνουμενη |
20 Erre ő azt mondta: »Hozzatok nekem valami új edényt, s tegyetek bele sót.« Amikor hoztak, | 20 και ειπεν ελισαιε λαβετε μοι υδρισκην καινην και θετε εκει αλα και ελαβον προς αυτον |
21 kiment a víz forrásához, beledobta a sót, és azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Egészségessé tettem ezt a vizet, s nem származik többé belőle sem halál, sem terméketlenség.« | 21 και εξηλθεν ελισαιε εις την διεξοδον των υδατων και ερριψεν εκει αλα και ειπεν ταδε λεγει κυριος ιαμαι τα υδατα ταυτα ουκ εσται ετι εκειθεν θανατος και ατεκνουμενη |
22 Egészséges is lett a víz, mind a mai napig, Elizeus szava szerint, amelyet szólt. | 22 και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης κατα το ρημα ελισαιε ο ελαλησεν |
23 Majd felment onnan Bételbe. Amint az úton felfelé tartott, kis gyermekek jöttek ki a városból, s csúfolgatták őt, s azt mondták: »Gyere föl, kopasz, gyere föl, kopasz!« | 23 και ανεβη εκειθεν εις βαιθηλ και αναβαινοντος αυτου εν τη οδω και παιδαρια μικρα εξηλθον εκ της πολεως και κατεπαιζον αυτου και ειπον αυτω αναβαινε φαλακρε αναβαινε |
24 Erre ő hátratekintett, s amikor meglátta őket, megátkozta őket az Úr nevében. Erre két medve jött ki az erdőből, s széttépett közülük negyvenkét gyermeket. | 24 και εξενευσεν οπισω αυτων και ειδεν αυτα και κατηρασατο αυτοις εν ονοματι κυριου και ιδου εξηλθον δυο αρκοι εκ του δρυμου και ανερρηξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα και δυο παιδας |
25 Majd elment onnan a Kármel hegyére, onnan pedig visszatért Szamariába. | 25 και επορευθη εκειθεν εις το ορος το καρμηλιον και εκειθεν επεστρεψεν εις σαμαρειαν |