Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig, hogy amikor az Úr fel akarta vinni Illést a forgószél által a mennybe, Illés és Elizeus éppen távozóban voltak Gilgálból.1 Οτε δε εμελλεν ο Κυριος να αναβιβαση τον Ηλιαν εις τον ουρανον με ανεμοστροβιλον, ανεχωρησεν ο Ηλιας μετα του Ελισσαιε απο Γαλγαλων.
2 Azt mondta ekkor Illés Elizeusnak: »Maradj itt, mert az Úr engem Bételbe küldött.« Azt mondta neki Elizeus: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Amikor aztán lementek Bételbe,2 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εως Βαιθηλ. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και κατεβησαν εις Βαιθηλ.
3 a bételi prófétafiak kijöttek Elizeushoz, s azt mondták neki: »Tudod-e, hogy az Úr ma elveszi tőled uradat?« Ő azt felelte: »Én is tudom, hallgassatok.«3 Και εξηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Βαιθηλ προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
4 Majd azt mondta Illés Elizeusnak: »Maradj itt, mert az Úr engem Jerikóba küldött.« Ő azonban azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Amikor aztán Jerikóba értek,4 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Ελισσαιε, καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις Ιεριχω. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και ηλθον εις Ιεριχω.
5 a jerikói prófétafiak Elizeushoz járultak, és azt mondták neki: »Tudod-e, hogy az Úr ma elveszi tőled uradat?« Ő azt mondta: »Én is tudom, hallgassatok.«5 Και προσηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Ιεριχω προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
6 Majd azt mondta neki Illés: »Maradj itt, mert az Úr engem a Jordánhoz küldött.« Ő azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el.« Elmentek tehát mindketten együtt.6 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις τον Ιορδανην. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και υπηγαν αμφοτεροι.
7 Ötven ember azonban követte őket a prófétafiak közül, s amikor ők ketten a Jordán mellett megálltak, messziről, velük szemben azok is megálltak.7 Και υπηγαν πεντηκοντα ανδρες εκ των υιων των προφητων, και εσταθησαν απεναντι μακροθεν? εκεινοι δε οι δυο εσταθησαν επι του Ιορδανου.
8 Ekkor Illés vette a palástját, összegöngyölítette, ráütött vele a vízre, s az két részre vált, s ők mindketten átmentek a szárazon.8 Και ελαβεν ο Ηλιας την μηλωτην αυτου και εδιπλωσεν αυτην και εκτυπησε τα υδατα, και διηρεθησαν ενθεν και ενθεν, και διεβησαν αμφοτεροι δια ξηρας.
9 Amikor aztán átmentek, azt mondta Illés Elizeusnak: »Kívánj valamit, amit akarsz, hogy megtegyek neked, mielőtt elvesznek engem tőled.« Azt mondta erre Elizeus: »Kérlek, legyen a lelkedből kétszeres osztályrész rajtam.«9 Και οτε διεβησαν, ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Ζητησον τι να σοι καμω, πριν αναληφθω απο σου. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Διπλασια μερις του πνευματος σου ας ηναι, παρακαλω, επ' εμε.
10 Ő azt felelte: »Nehéz dolgot kértél: mindazonáltal, ha majd látsz engem, amikor elvesznek engem tőled, meglesz neked, amit kértél; ha azonban nem látsz, nem lesz meg.«10 Ο δε ειπε, Σκληρον πραγμα εζητησας? πλην εαν με ιδης αναλαμβανομενον απο σου, θελει γεινει εις σε ουτως? ει δε μη, δεν θελει γεινει.
11 Miközben így mendegéltek, s menet közben beszélgettek, íme, egy tüzes szekér tüzes lovakkal elválasztotta őket egymástól, s Illés felment a forgószéllel az égbe.11 Και ενω αυτοι περιεπατουν ετι λαλουντες, ιδου, αμαξα πυρος και ιπποι πυρος, και διεχωρισαν αυτους αμφοτερους? και ανεβη ο Ηλιας με ανεμοστροβιλον εις τον ουρανον.
12 Amikor ezt Elizeus látta, kiáltott: »Atyám, atyám, Izrael szekere és szekérvezetője!« Amikor aztán nem látta többé, megragadta ruháit és kettészaggatta.12 Ο δε Ελισσαιε εβλεπε και εβοα, Πατερ μου, πατερ μου, αμαξα του Ισραηλ και ιππικον αυτου. Και δεν ειδεν αυτον πλεον? και επιασε τα ιματια αυτου και διεσχισεν αυτα εις δυο τμηματα.
13 Aztán felemelte Illés palástját, amely leesett róla, s visszafordult, s megállt a Jordán partján,13 Και σηκωσας την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, επεστρεφε και εσταθη επι του χειλους του Ιορδανου.
14 s Illés palástjával, amely leesett róla, ráütött a vízre, s az nem vált ketté. Erre azt mondta: »Hát most hol van Illés Istene?« Aztán ismét ráütött a vízre, s az kétfelé vált, s Elizeus átment.14 Και λαβων την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, εκτυπησε τα υδατα και ειπε, Που ειναι Κυριος ο Θεος του Ηλια; Και ως εκτυπησε και αυτος τα υδατα, διηρεθησαν ενθεν και ενθεν? και διεβη ο Ελισσαιε.
15 Amikor aztán meglátták őt a prófétafiak, akik átellenben, Jerikóban voltak, azt mondták: »Illés lelke Elizeusra szállt.« Majd eléje mentek, s földig borultak előtte15 Και ιδοντες αυτον οι υιοι των προφητων, οι εν Ιεριχω εκ του απεναντι, ειπον, Το πνευμα του Ηλια επανεπαυθη επι τον Ελισσαιε. Και ηλθον εις συναντησιν αυτου και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
16 és azt mondták neki: »Íme, van szolgáid között ötven erős ember. Elmehetnének, s megkereshetnék uradat, hátha elvitte őt az Úr lelke, s levetette valamelyik hegyre, vagy valamelyik völgybe.« Ő azt mondta: »Ne küldjetek.«16 Και ειπον προς αυτον, Ιδου τωρα, πεντηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι μετα των δουλων σου? ας υπαγωσι, παρακαλουμεν, και ας ζητησωσι τον κυριον σου, μηποτε εσηκωσεν αυτον το πνευμα του Κυριου και ερριψεν αυτον επι τινος ορους η επι τινος κοιλαδος. Και ειπε, Μη αποστειλητε.
17 De azok addig unszolták, amíg bele nem egyezett és azt nem mondta: »Küldjetek.« Erre elküldték az ötven embert, s azok három napig keresték, de nem találták.17 Αλλ' αφου εβιασαν αυτον τοσον ωστε ησχυνετο, ειπεν, Αποστειλατε. Απεστειλαν λοιπον πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας, πλην δεν ευρηκαν αυτον.
18 Amikor aztán visszatértek hozzá – ő ugyanis Jerikóban maradt –, azt mondta nekik: »Nem mondtam-e nektek: ne küldjetek?«18 Και οτε επεστρεψαν προς αυτον, διοτι εμεινεν εν Ιεριχω, ειπε προς αυτους, Δεν σας ειπα, Μη υπαγητε;
19 Majd azt mondták a város emberei Elizeusnak: »Íme, e város fekvése igen jó, amint te, uram, magad is látod, de vize igen rossz, s földje terméketlen.«19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.
20 Erre ő azt mondta: »Hozzatok nekem valami új edényt, s tegyetek bele sót.« Amikor hoztak,20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.
21 kiment a víz forrásához, beledobta a sót, és azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Egészségessé tettem ezt a vizet, s nem származik többé belőle sem halál, sem terméketlenség.«21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Υγιανα τα υδατα ταυτα? δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.
22 Egészséges is lett a víz, mind a mai napig, Elizeus szava szerint, amelyet szólt.22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.
23 Majd felment onnan Bételbe. Amint az úton felfelé tartott, kis gyermekek jöttek ki a városból, s csúfolgatták őt, s azt mondták: »Gyere föl, kopasz, gyere föl, kopasz!«23 Και ανεβη εκειθεν εις Βαιθηλ? και ενω αυτος ανεβαινεν εν τη οδω, εξηλθον εκ της πολεως παιδια μικρα και ενεπαιζον αυτον και ελεγον προς αυτον, Αναβαινε, φαλακρε? αναβαινε, φαλακρε?
24 Erre ő hátratekintett, s amikor meglátta őket, megátkozta őket az Úr nevében. Erre két medve jött ki az erdőből, s széttépett közülük negyvenkét gyermeket.24 ο δε εστραφη οπισω και ιδων αυτα, κατηρασθη αυτα εις το ονομα του Κυριου. Και εξηλθον εκ του δασους δυο αρκτοι και διεσπαραξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα δυο παιδια.
25 Majd elment onnan a Kármel hegyére, onnan pedig visszatért Szamariába.25 Και υπηγεν εκειθεν εις το ορος τον Καρμηλον? και εκειθεν επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.