Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 17


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων δια πολεμον και ησαν συνηθροισμενοι εν Σοκχω, ητις ειναι του Ιουδα, και εστρατοπεδευσαν μεταξυ Σοκχω και Αζηκα, εν Εφες-δαμμειμ.1 Ám a filiszteusok ismét harcra gyűjtötték hadaikat. A júdabeli Szókóban gyűltek össze és Szókó és Azeka között, Dommím határában ütöttek tábort.
2 Ο δε Σαουλ και οι ανδρες Ισραηλ συνηθροισθησαν, και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ηλα, και παρεταχθησαν εις μαχην εναντιον των Φιλισταιων.2 Erre összegyűltek Saul és Izrael fiai és elmentek a Terebint völgybe és csatasorba álltak, hogy hadakozzanak a filiszteusokkal.
3 Και οι μεν Φιλισταιοι ισταντο επι του ορους εντευθεν, ο δε Ισραηλ ιστατο επι του ορους εκειθεν? η δε κοιλας ητο μεταξυ αυτων.3 A filiszteusok az egyik hegyoldalon álltak, Izrael pedig a másik hegyoldalon állt, úgyhogy a völgy közöttük volt.
4 Και εξηλθεν ανηρ προμαχητης εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων ονομαζομενος Γολιαθ, εκ της Γαθ, υψους εξ πηχων και σπιθαμης?4 Ekkor kijött a filiszteusok táborából egy harcos férfi, akit Góliátnak hívtak, s Gátból való volt. Hat könyöknyi és egy arasznyi volt a magassága,
5 ειχε δε περικεφαλαιαν χαλκινην επι της κεφαλης αυτου και ητο ενδεδυμενος θωρακα αλυσιδωτον? και το βαρος του θωρακος ητο πεντε χιλιαδες σικλων χαλκου?5 rézsisak volt a fején, s pikkelyes páncélt viselt: páncéljának súlya ötezer rézsékel volt.
6 και κνημιδας χαλκινας επι των σκελων αυτου και ασπιδα χαλκινην μεταξυ των ωμων αυτου.6 Lábszárán rézvért volt, s vállát rézpajzs fedte.
7 Και το κονταριον του δορατος αυτου ητο ως αντιον υφαντου? και η λογχη του δορατος αυτου εζυγιζεν εξακοσιους σικλους σιδηρου? εις δε κρατων τον θυρεον προεπορευετο αυτου.7 Dárdájának nyele olyan volt, mint a takácsok zugolyfája, dárdájának vasa hatszáz vassékel volt és fegyverhordozó járt előtte.
8 Και σταθεις εβοησε προς τας παραταξεις του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Δια τι εξερχεσθε να παραταχθητε εις μαχην; δεν ειμαι εγω ο Φιλισταιος, και σεις δουλοι του Σαουλ; εκλεξατε εις εαυτους ανδρα, και ας καταβη προς εμε?8 Megállt, átkiáltott Izrael csatasorainak, és azt mondta nekik: »Miért vonultatok fel, s miért készülődtök harcra? Hát nem vagyok-e én filiszteus, ti meg Saul szolgái? Válasszatok ki magatok közül valakit, s az jöjjön le hozzám páros viadalra.
9 εαν μεν δυνηθη να πολεμηση μετ' εμου και με θανατωση, τοτε ημεις θελομεν εισθαι δουλοι σας? αλλ' εαν εγω υπερισχυσω κατ' αυτου και θανατωσω αυτον, τοτε σεις θελετε εισθαι δουλοι ημων και θελετε δουλευει ημας.9 Ha meg tud velem vívni és megver: szolgáitok leszünk; ha én kerekedek felül, s verem meg őt, ti lesztek szolgák, s ti fogtok szolgálni nekünk.«
10 Και ειπεν ο Φιλισταιος, Εγω εξουθενησα τας παραταξεις του Ισραηλ την ημεραν ταυτην? δοτε εις εμε ανδρα, δια να μονομαχησωμεν.10 Majd azt mondta a filiszteus: »Íme, én ma gyalázattal illettem Izrael hadait: adjatok elém valakit, hogy páros viadalra keljen velem.«
11 Οτε ηκουσεν ο Σαουλ και πας ο Ισραηλ εκεινους τους λογους του Φιλισταιου, εξεστησαν και εφοβηθησαν σφοδρα.11 Amikor Saul és az izraeliták mindnyájan meghallották a filiszteusnak ezt a beszédét, meghökkentek és nagyon nagy félelem fogta el őket.
12 Ητο δε Δαβιδ ο υιος εκεινου του Εφραθαιου εκ Βηθλεεμ Ιουδα, ονομαζομενου Ιεσσαι? ειχε δε οκτω υιους? και ο ανθρωπος εις τας ημερας του Σαουλ ειχε ταξιν γεροντος μεταξυ των ανθρωπων.12 Dávid annak a júdabeli Betlehemből való efratai embernek volt a fia, akiről fentebb szóltunk. Ezt Izájnak hívták, s nyolc fia volt, de ő Saul napjaiban már öregember volt és az élemedett korú férfiak közé tartozott.
13 Και υπηγαν οι τρεις υιοι του Ιεσσαι οι μεγαλητεροι ακολουθουντες τον Σαουλ εις την μαχην? και τα ονοματα των τριων υιων αυτου οιτινες υπηγαν εις την μαχην ησαν Ελιαβ ο πρωτοτοκος, και ο δευτερος αυτου Αβιναδαβ, και ο τριτος Σαμμα.13 Három idősebb fia azonban elment Saullal a harcba; hadbavonult három fiának a neve: Eliáb, az elsőszülött, Abinádáb a második és Sámma a harmadik.
14 Ο δε Δαβιδ ητο ο νεωτερος? και οι τρεις οι μεγαλητεροι ηκολουθουν τον Σαουλ.14 Dávid volt a legfiatalabb. Minthogy a három legidősebb fiú követte Sault,
15 Και ανεχωρει ο Δαβιδ και επεστρεφεν απο του Σαουλ, δια να ποιμαινη τα προβατα του πατρος αυτου εν Βηθλεεμ.15 Dávid vissza-visszatért Saul mellől, hogy legeltesse apja nyáját Betlehemben.
16 Ο δε Φιλισταιος επλησιαζε πρωι και εσπερας και εστηλονετο τεσσαρακοντα ημερας.16 A filiszteus negyven napon át minden reggel és este előjött és kiállt.
17 Και ειπεν Ιεσσαι προς Δαβιδ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα δια τους αδελφους σου εν εφα εκ τουτου του πεφρυγανισμενου σιτου και τους δεκα τουτους αρτους, και τρεξον εις το στρατοπεδον προς τους αδελφους σου?17 Azt mondta egyszer Izáj Dávidnak, a fiának: »Fogd ezt az éfa árpadarát s ezt a tíz kenyeret a testvéreid számára, s fuss el vele a táborba testvéreidhez,
18 και τα δεκα ταυτα νωπα τυρια φερε προς τον χιλιαρχον, και ιδε αν υγιαινωσιν οι αδελφοι σου και λαβε σημειον παρ' αυτων.18 ezt a tíz darab sajtot pedig vidd el az ezredesnek, aztán nézd meg testvéreidet, jól vannak-e, s tudd meg, kikkel vannak egy sorban.«
19 Ο δε Σαουλ και αυτοι και παντες οι ανδρες Ισραηλ ησαν εν τη κοιλαδι Ηλα, μαχομενοι μετα των Φιλισταιων.19 Saul meg ők, és Izrael fiai mindnyájan ekkor éppen a Terebint völgyben hadakoztak a filiszteusokkal.
20 Και εξηγερθη ο Δαβιδ ενωρις το πρωι? και αφησας τα προβατα εις φυλακα, ελαβε και υπηγε, καθως προσεταξεν αυτον ο Ιεσσαι? και ηλθεν εις το περιχαρακωμα, ενω το στρατευμα εξηρχετο εις παραταξιν? και ηλαλαξαν προς την μαχην?20 Erre Dávid kora reggel felkelt, rábízta a nyájat egy pásztorra, felrakodott és elment, amint Izáj parancsolta neki. El is jutott a Magála helyéhez és a sereghez, de az éppen kivonult a harcra és csatakiáltásba tört ki.
21 διοτι παρεταχθησαν ο Ισραηλ και οι Φιλισταιοι, στρατευμα κατα προσωπον στρατευματος.21 Izrael ugyanis csatarendben állt, de velük szemben a filiszteusok is harcra készülődtek.
22 Και ο Δαβιδ, αφησας επανωθεν αυτου τα σκευη εις την χειρα του σκευοφυλακος, εδραμε προς το στρατευμα και ηλθε και ηρωτησε τους αδελφους αυτου πως εχουσι.22 Erre Dávid rábízta a hozott holmit a poggyászőr kezére, aztán elfutott a harctérre, és megkérdezte, rendben van-e minden a testvéreivel kapcsolatban.
23 Και ενω ωμιλει μετ' αυτων, ιδου, ανεβαινεν ο προμαχητης, ο Φιλισταιος ο εκ της Γαθ, Γολιαθ το ονομα, εκ των στρατευματων των Φιλισταιων, και ελαλησε κατα τους αυτους λογους? και ηκουσεν ο Δαβιδ.23 Miközben beszélgetett velük, megjelent az a harcos férfi, a Góliát nevű, Gátból való filiszteus és kijött a filiszteusok táborából és megismételte szavait Dávid hallatára.
24 Παντες δε οι ανδρες Ισραηλ, ως ειδον τον ανδρα, εφυγον απο προσωπου αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα.24 Amint az izraeliták meglátták azt az embert, valamennyien elfutottak színe elől, mert igen féltek tőle.
25 Και ελεγον οι ανδρες Ισραηλ, Ειδετε τον ανδρα τουτον τον αναβαινοντα; βεβαιως ανεβη δια να εξουθενηση τον Ισραηλ? και οστις θανατωση αυτον, τουτον θελει πλουτισει ο βασιλευς με πλουτη μεγαλα, και την θυγατερα αυτου θελει δωσει εις αυτον, και τον οικον του πατρος αυτου θελει καμει ελευθερον μεταξυ του Ισραηλ.25 Valaki azonban azt mondta Izraelből: »Látjátok ezt az embert, aki előjött? Azért jött elő, hogy gyalázza Izraelt! Éppen azért azt az embert, aki őt megveri, nagy gazdagsággal ajándékozza meg a király, sőt neki adja lányát, és adómentessé teszi apai házát Izraelben!«
26 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας τους ισταμενους πλησιον αυτου, λεγων, Τι θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη τον Φιλισταιον τουτον και αφαιρεση το ονειδος απο του Ισραηλ; διοτι τις ειναι ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος, ωστε να εξουθενη τα στρατευματα του Θεου του ζωντος;26 Odaszólt erre Dávid a körülötte álló embereknek: »Mit is adnak annak az embernek, aki megveri ezt a filiszteust, s elhárítja a gyalázatot Izraelről? Ugyan ki ez a körülmetéletlen filiszteus, hogy gyalázni meri az élő Isten hadsorait?«
27 Και απεκριθη προς αυτον ο λαος κατα τον λογον τουτον, λεγων, ουτω θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη αυτον.27 Elmondta erre neki a nép a dolgot: »Ezt és ezt adják annak az embernek, aki őt megveri.«
28 Και ηκουσεν Ελιαβ ο αδελφος αυτου ο μεγαλητερος, ενω ελαλει προς τους ανδρας? και εξηφθη ο θυμος του Ελιαβ εναντιον του Δαβιδ, και ειπε, Δια τι κατεβης ενταυθα; και εις ποιον αφηκες τα ολιγα εκεινα προβατα εν τη ερημω; εγω εξευρω την υπερηφανιαν σου και την πονηριαν της καρδιας σου? βεβαιως δια να ιδης την μαχην κατεβης.28 Amikor Eliáb, legidősebb bátyja meghallotta, hogy erről beszél a többiekkel, haragra gerjedt Dávid ellen és azt mondta: »Miért jöttél ide, s miért hagytad azt a néhány juhot a pusztában? Ismerem nagyravágyásodat és szíved gonoszságát; azért jöttél le, hogy lásd a harcot!«
29 Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εκαμα τωρα; δεν ειναι αιτια;29 Azt mondta erre Dávid: »Mit követtem el? Nem beszélgetés-e ez csupán?«
30 Και εστραφη απ' αυτου προς αλλον και ελαλησε κατα τον αυτον τροπον? και ο λαος απεκριθη παλιν προς αυτον κατα τον πρωτον λογον.30 Majd eltávozott tőle egy kevéssé és másfelé fordult, s ugyanazokat a szavakat mondta, s a nép is ugyanazokat a szavakat felelte neki, mint az előbb.
31 Και οτε ηκουσθησαν οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Δαβιδ, ανηγγειλαν προς τον Σαουλ? και παρελαβεν αυτον.31 Híre ment azoknak a szavaknak, amelyeket Dávid mondott, s elbeszélték őket Saul színe előtt.
32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Μηδενος ανθρωπου η καρδια ας μη ταπεινονηται δια τουτον? ο δουλος σου θελει υπαγει και πολεμησει μετα του Φιλισταιου τουτου.32 Amikor aztán eléje vitték, Dávid így szólt hozzá: »Senkinek se csüggedjen el a szíve e miatt; én, a te szolgád, elmegyek és megvívok a filiszteussal.«
33 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Δεν δυνασαι να υπαγης εναντιον του Φιλισταιου τουτου δια να πολεμησης μετ' αυτου? διοτι συ εισαι παιδιον, αυτος δε ανηρ πολεμιστης εκ νεοτητος αυτου.33 Azt mondta erre Saul Dávidnak: »Nem bírsz te szembeszállni és megvívni ezzel a filiszteussal, mert te gyermek vagy, az meg harchoz szokott ember kora ifjúságától kezdve.«
34 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ο δουλος σου εβοσκε τα προβατα του πατρος αυτου, και ηλθε λεων και αρκτος και ηρπασε προβατον εκ του ποιμνιου?34 Dávid azt felelte Saulnak: »Amikor szolgád legeltette az apja nyáját, ha oroszlán vagy medve jött, és elvitt egy kost a nyájból,
35 και εξηλθον κατοπιν αυτου και επαταξα αυτον και ηλευθερωσα αυτο εκ του στοματος αυτου? και καθως εσηκωθη εναντιον μου, ηρπασα αυτον απο της σιαγονος και επαταξα αυτον και εθανατωσα αυτον?35 utánamentem és leütöttem, s kiszabadítottam szájából; ha rám támadt, megragadtam az állát, megfojtottam és megöltem.
36 επαταξεν ο δουλος σου και τον λεοντα και την αρκτον? και ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος θελει εισθαι ως εν εκ τουτων, επειδη εξουθενησε τα στρατευματα του Θεου του ζωντος.36 Oroszlánt is, medvét is megöltem én, a te szolgád: úgy jár tehát majd ez a körülmetéletlen filiszteus is, mint azok. Nos, megyek és elhárítom népemről a gyalázatot, elvégre is ki ez a körülmetéletlen filiszteus, hogy gyalázni merte az élő Isten seregét.«
37 Και ειπεν ο Δαβιδ, Ο Κυριος ο ελευθερωσας με εκ χειρος του λεοντος και εκ χειρος της αρκτου, ουτος θελει με ελευθερωσει εκ χειρος του Φιλισταιου τουτου. Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Υπαγε, και ο Κυριος ας ηναι μετα σου.37 Majd azt mondta Dávid: »Az Úr, aki megszabadított az oroszlán mancsai meg a medve mancsai közül, Ő fog megszabadítani engem e filiszteus kezéből.« Azt mondta erre Saul Dávidnak: »Eredj, s az Úr legyen veled!«
38 Και ωπλισεν ο Σαουλ τον Δαβιδ με την πανοπλιαν αυτου και εβαλε χαλκινην περικεφαλαιαν επι της κεφαλης αυτου? και ενεδυσεν αυτον θωρακα.38 Aztán Saul felöltöztette Dávidot a maga ruháiba, rézsisakot tett a fejére, s páncélt adott rá.
39 Και εζωσθη ο Δαβιδ την ρομφαιαν αυτου επανωθεν της πανοπλιας αυτου και ηθελησε να περιπατηση? διοτι δεν ειχε δοκιμασει. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δεν δυναμαι να περιπατησω με ταυτα? διοτι δεν εδοκιμασα ποτε. Και εξεδυθη ο Δαβιδ αυτα επανωθεν αυτου.39 Ekkor Dávid felcsatolta kardját a ruhái fölé, s elkezdte próbálgatni, tud-e így felfegyverkezve járni, mert nem szokta meg. Azt mondta Dávid Saulnak: »Nem tudok így járni, mert nem szoktam meg.« Azzal lerakta ezeket,
40 Και ελαβε την ραβδον αυτου εν τη χειρι αυτου, και εξελεξεν εις εαυτον πεντε λιθους ομαλους εκ του χειμαρρου, και θεσας αυτους εις το ποιμενικον αυτου σακκιον και θυλακιον, την δε σφενδονην αυτου εις την χειρα αυτου, επλησιαζε προς τον Φιλισταιον.40 s vette botját, amelyet mindig a kezében hordott, kiválasztott magának öt jó sima követ a patakból, s betette azokat pásztortáskájába, amely nála volt, s kezébe vette parittyáját, s kiment a filiszteus elé.
41 Ο δε Φιλισταιος ηρχετο προχωρων και επλησιαζε προς τον Δαβιδ? και ο ανηρ ο ασπιδοφορος εμπροσθεν αυτου.41 Erre a filiszteus, előtte haladó fegyverhordozójával együtt, ballagva és egyre jobban közeledve Dávid felé tartott.
42 Και οτε περιεβλεψεν ο Φιλισταιος και ειδε τον Δαβιδ, κατεφρονησεν αυτον? διοτι ητο παιδιον και ξανθος και ωραιος την οψιν.42 Amikor aztán a filiszteus feltekintett és meglátta Dávidot, semmibe sem vette, hiszen egy vörös, szép külsejű ifjú volt előtte.
43 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Κυων ειμαι εγω, ωστε ερχεσαι προς εμε με ραβδους; Και κατηρασθη ο Φιλισταιος τον Δαβιδ εις τους θεους αυτου.43 Erre a filiszteus így szólt Dávidhoz: »Hát kutya vagyok én, hogy bottal jössz ellenem?« Aztán a filiszteus megátkozta isteneivel Dávidot,
44 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Ελθε προς εμε, και θελω παραδωσει τας σαρκας σου εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια του αγρου.44 és azt mondta Dávidnak: »Gyere csak ide hozzám, hadd adjam húsodat az ég madarainak s a mező vadjainak!«
45 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Φιλισταιον, Συ ερχεσαι εναντιον μου με ρομφαιαν και δορυ και ασπιδα? εγω δε ερχομαι εναντιον σου εν τω ονοματι του Κυριου των δυναμεων, του Θεου των στρατευματων του Ισραηλ, τα οποια συ εξουθενησας?45 Dávid ekkor így szólt a filiszteushoz: »Te karddal, dárdával s pajzzsal jössz ellenem, én pedig a Seregek Urának, Izrael hadainak Istene nevével megyek ellened, amelyeket te gyalázattal illettél
46 την ημεραν ταυτην θελει σε παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα μου? και θελω σε παταξει και αφαιρεσει απο σου την κεφαλην σου? και θελω παραδωσει τα πτωματα του στρατοπεδου των Φιλισταιων την ημεραν ταυτην εις τα πετεινα του ουρανου, και εις τα θηρια της γης? δια να γνωριση πασα η γη οτι ειναι Θεος εις τον Ισραηλ?46 a mai napon. Az Úr pedig a kezembe fog adni téged, megöllek, leveszem rólad a fejedet, és még ma az ég madarainak és a mező vadjainak adom a filiszteusok táborának hulláit, hadd tudja meg az egész föld, hogy van Izraelnek Istene!
47 και θελει γνωρισει παν το πληθος τουτο οτι ο Κυριος δεν σωζει με ρομφαιαν και δορυ? διοτι του Κυριου ειναι η μαχη, και αυτος θελει σας παραδωσει εις την χειρα ημων.47 Tudja meg ez az egész gyülekezet, hogy nem kell kard és dárda az Úrnak a győzelemhez, mert ő a harc ura, s ő a kezünkbe is fog adni titeket!«
48 Και οτε εσηκωθη ο Φιλισταιος και ηρχετο και επλησιαζεν εις συναντησιν του Δαβιδ, ο Δαβιδ εσπευσε και εδραμε προς μαχην εναντιον του Φιλισταιου.48 Amikor aztán a filiszteus nekikészült, s elindult, s Dávid felé közelített, Dávid sietve a filiszteus elé futott, hogy megküzdjön vele,
49 Και εκτεινας ο Δαβιδ την χειρα αυτου εις το σακκιον, ελαβεν εκειθεν λιθον και εσφενδονησε και εκτυπησε τον Φιλισταιον κατα το μετωπον αυτου, ωστε ο λιθος ενεπηχθη εις το μετωπον αυτου? και επεσε κατα προσωπον εις την γην.49 és benyújtotta kezét táskájába, kivett belőle egy követ, azt parittyájával megforgatta, s elhajította, s homlokon sújtotta vele a filiszteust, úgyhogy a kő belefúródott homlokába, s az arcával a földre bukott.
50 και υπερισχυσεν ο Δαβιδ κατα του Φιλισταιου δια της σφενδονης και δια του λιθου, και εκτυπησε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Αλλα δεν ητο ρομφαια εν τη χειρι του Δαβιδ?50 Így győzte le Dávid a filiszteust parittyával és kővel, s miután leverte, meg is ölte a filiszteust. Mivel ugyanis kard nem volt Dávid kezében,
51 οθεν ο Δαβιδ εδραμε και σταθεις επι τον Φιλισταιον, ελαβε την ρομφαιαν αυτου και εσυρεν αυτην εκ της θηκης αυτης, και θανατωσας αυτον, απεκοψε την κεφαλην αυτου με αυτην. Ιδοντες δε οι Φιλισταιοι, οτι απεθανεν ο ισχυρος αυτων, εφυγον?51 odaszaladt, megállt a filiszteus felett, megfogta kardját, kirántotta hüvelyéből, s megölte őt és levágta fejét. Amikor a filiszteusok látták, hogy hősük meghalt, megfutamodtak.
52 Τοτε εσηκωθησαν οι ανδρες του Ισραηλ και του Ιουδα και ηλαλαξαν και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους, εως της εισοδου της κοιλαδος, και εως των πυλων της Ακκαρων. Και επεσον οι τραυματισμενοι των Φιλισταιων εν τη οδω Σααραειμ, εως Γαθ και εως Ακκαρων.52 Erre Izrael és Júda emberei felkeltek és felkiáltottak és addig űzték a filiszteusokat, amíg a völgybe és Akkaron kapujához nem jutottak. Hullottak is a sebesültek a filiszteusok közül a Sáráim felé vivő úttól kezdve egészen Gátig és Akkaronig.
53 Και επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων και διηρπασαν τα στρατοπεδα αυτων.53 Amikor aztán megkergették a filiszteusokat, Izrael fiai visszatértek, s elfoglalták táborukat.
54 Ο δε Δαβιδ ελαβε την κεφαλην του Φιλισταιου, και εφερεν αυτην εις Ιερουσαλημ? την δε πανοπλιαν αυτου εβαλεν εν τη σκηνη αυτου.54 Dávid pedig fogta a filiszteus fejét, s elvitte Jeruzsálembe, fegyvereit pedig elhelyezte sátrában.
55 Οτε δε ειδεν ο Σαουλ τον Δαβιδ εξερχομενον εναντιον του Φιλισταιου, ειπε προς Αβενηρ, τον αρχηγον του στρατευματος, Αβενηρ, τινος υιος ειναι ο νεος ουτος; Και ο Αβενηρ ειπε, Ζη η ψυχη σου, βασιλευ, δεν εξευρω.55 Amikor Saul látta, hogy Dávid kimegy a filiszteus elé, azt mondta Ábnernek, a sereg fővezérének: »Melyik nemzetségből származik ez az ifjú, Ábner?« Ábner azt felelte: »Életedre mondom, ó király, hogy nem tudom!«
56 Και ειπεν ο βασιλευς, Ερωτησον συ, τινος υιος ειναι ο νεανισκος ουτος.56 Azt mondta erre a király: »Kérdezd meg, kinek a fia ez az ifjú!«
57 Και καθως επεστρεψεν ο Δαβιδ, παταξας τον Φιλισταιον, παρελαβεν αυτον ο Αβενηρ και εφερεν αυτον ενωπιον του Σαουλ? και η κεφαλη του Φιλισταιου ητο εν τη χειρι αυτου.57 Ezért, amikor Dávid a filiszteus megölése után visszatért, kezében a filiszteus fejével, Ábner megfogta, s bevitte Saul elé.
58 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Τινος υιος εισαι, νεε; και απεκριθη ο Δαβιδ, Ο υιος του δουλου σου Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου.58 Saul így szólt hozzá: »Melyik nemzetségből való vagy, ó ifjú?« Dávid azt mondta rá: »Szolgádnak, a betlehemi Izájnak vagyok a fia.«