1 Γενικως ακουεται οτι ειναι μεταξυ σας πορνεια, και τοιαυτη πορνεια, ητις ουδε μεταξυ των εθνων ονομαζεται, ωστε να εχη τις την γυναικα του πατρος αυτου. | 1 Sólo se oye hablar de inmoralidad entre vosotros, y una inmoralidad tal, que no se da ni entre los gentiles, hasta el punto de que uno de vosotros vive con la mujer de su padre. |
2 Και σεις εισθε πεφυσιωμενοι, και δεν επενθησατε μαλλον, δια να εκβληθη εκ μεσου υμων ο πραξας το εργον τουτο. | 2 Y ¡vosotros andáis tan hinchados! Y no habéis hecho más bien duelo para que fuera expulsado de entre vosotros el autor de semejante acción. |
3 Διοτι εγω ως απων κατα το σωμα, παρων ομως κατα το πνευμα, εκρινα ηδη ως παρων τον ουτω πραξαντα τουτο, | 3 Pues bien, yo por mi parte corporalmente ausente, pero presente en espíritu, he juzgado ya, como si me hallara presente, al que así obró: |
4 εν τω ονοματι του Κυριου ημων Ιησου Χριστου αφου συναχθητε σεις και το εμον πνευμα με την δυναμιν του Κυριου ημων Ιησου Χριστου | 4 que en nombre del Señor Jesús, reunidos vosotros y mi espíritu, con el poder de Jesús Señor nuestro, |
5 να παραδωσητε τον τοιουτον εις τον Σαταναν προς ολεθρον της σαρκος, δια να σωθη το πνευμα αυτου εν τη ημερα του Κυριου Ιησου. | 5 sea entregado ese individuo a Satanás para destrucción de la carne, a fin de que el espíritu se salve en el Día del Señor. |
6 Δεν ειναι καλον το καυχημα σας. Δεν εξευρετε οτι ολιγη ζυμη καμνει ολον το φυραμα ενζυμον; | 6 ¡No es como para gloriaros! ¿No sabéis que un poco de levadura fermenta toda la masa? |
7 Καθαρισθητε λοιπον απο της παλαιας ζυμης, δια να ησθε νεον φυραμα, καθως εισθε αζυμοι. Διοτι το πασχα ημων εθυσιασθη υπερ ημων, ο Χριστος? | 7 Puruficaos de la levadura vieja, para ser masa nueva; pues sois ázimos. Porque nuestro cordero pascual, Cristo, ha sido inmolado. |
8 ωστε ας εορταζωμεν ουχι με ζυμην παλαιαν, ουδε με ζυμην κακιας και πονηριας, αλλα με ενζυμα ειλικρινειας και αληθειας. | 8 Así que, celebremos la fiesta, no con vieja levadura, ni con levadura de malicia e inmoralidad, sino con ázimos de pureza y verdad. |
9 Σας εγραψα εν τη επιστολη να μη συναναστρεφησθε με πορνους, | 9 Al escribiros en mi carta que no os relacionarais con los impuros, |
10 και ουχι διολου με τους πορνους του κοσμου τουτου η με τους πλεονεκτας η αρπαγας η ειδωλολατρας? επειδη τοτε πρεπει να εξελθητε απο του κοσμου. | 10 no me refería a los impuros de este mundo en general o a los avaros, a ladrones o idólatras. De ser así, tendriais que salir del mundo. |
11 Αλλα τωρα σας εγραψα να μη συναναστρεφησθε, εαν τις αδελφος ονομαζομενος ηναι πορνος η πλεονεκτης η ειδωλολατρης η λοιδορος η μεθυσος η αρπαξ? με τον τοιουτον μηδε να συντρωγητε. | 11 ¡No!, os escribí que no os relacionarais con quien, llamándose hermano, es impuro, avaro, idólatra, ultrajador, borracho o ladrón. Con ésos ¡ni comer! |
12 Διοτι τι με μελει να κρινω και τους εξω; δεν κρινετε σεις τους εσω; | 12 Pues ¿por que voy a juzgar yo a los de fuera? ¿No es a los de dentro a quienes vosotros juzgáis? |
13 Τους δε εξω ο Θεος θελει κρινει. Οθεν εκβαλετε τον κακον εκ μεσου υμων. | 13 A los de fuera Dios los juzgará. ¡Arrojad de entre vosotros al malvado! |