Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 44


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Αλλα τωρα ακουσον, δουλε μου Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εξελεξα.1 Adessi ascolta, o Giacobbe mio servo, e tu, o Israele eletto mio:
2 Ουτω λεγει Κυριος, οστις σε εκαμε και σε επλασεν εκ κοιλιας και θελει σε βοηθησει? Μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, και συ, Ιεσουρουν, τον οποιον εξελεξα.2 Queste cose, dice il Signore, che ti ha fatto, e ti ha formato, tuo aiutatore dal seno della madre: non temere, Giacobbe mio servo, e tu, o rettissimo, cui io elessi;
3 Διοτι θελω εκχεει υδωρ επι τον διψωντα και ποταμους επι την ξηραν? θελω εκχεει το πνευμα μου επι το σπερμα σου και την ευλογιαν μου επι τους εκγονους σου?3 Perocché io spanderò acque sopra la terra sitibonda, e fiumane sopra la terra arida: spanderò lo spirito mio sopra la tua discendenza, e la benedizione mia sopra la tua stirpe.
4 και θελουσι βλαστησει ως μεταξυ χορτου, ως ιτεαι παρα τους ρυακας των υδατων.4 E germineranno come i salci presso le acque correnti tralle erbette.
5 Ο μεν θελει λεγει, Εγω ειμαι του Κυριου? ο δε θελει ονομαζεσθαι με το ονομα Ιακωβ? και αλλος θελει υπογραφεσθαι με την χειρα αυτου εις τον Κυριον και επονομαζεσθαι με το ονομα Ισραηλ.5 Questi dirà: Del Signore son io: e quegli si darà il nome di Giacobbe; e l'altro scriverà sulla sua mano: Sono del Signore: e avrà nome simile a Israele.
6 Ουτω λεγει Κυριος ο Βασιλευς του Ισραηλ και ο Λυτρωτης αυτου, ο Κυριος των δυναμεων? Εγω ειμαι ο πρωτος και εγω ο εσχατος? και εκτος εμου δεν υπαρχει Θεος.6 Queste cose dice il Signore Re d'Israele, e il suo Redentore il Signor degli eserciti: Io il primo, ed io l'ultimo, e non è Dio fuori di me.
7 Και τις ως εγω θελει κραξει και αναγγειλει και διαταξει εις εμε, αφου εσυστησα τον παλαιον λαον; και τα επερχομενα και τα μελλοντα ας αναγγειλωσι προς αυτους.7 Chi è simile a me? Si dichiari, e si spieghi, ed esponga a me l'ordine delle cose dal tempo, in cui fondai l'antica gente: e le cose imminenti, e le e future annunzino ad essi.
8 Μη φοβεισθε μηδε τρομαζετε? εκτοτε δεν σε εκαμα να ακουσης και ανηγγειλα τουτο; σεις εισθε μαλιστα μαρτυρες μου? εκτος εμου υπαρχει Θεος; βεβαιως δεν υπαρχει βραχος? δεν γνωριζω ουδενα.8 Non temete, non vi turbate: ab antico io le feci sapere a te, e le predissi: voi siete a me testimoni; v'ha egli Dio fuori di me, e faccitore, che siami ignoto?
9 Οσοι κατασκευαζουσιν ειδωλα, παντες ειναι ματαιοτης? και τα πολυεραστα αυτων ειδωλα δεν ωφελουσι? και αυτοι ειναι μαρτυρες αυτων οτι δεν βλεπουσιν ουδε νοουσι, δια να καταισχυνθωσι.9 I fabbricatori degl'idoli son tutti un niente, e queste cose, che più amano, non saran loro di alcun giovamento. Eglino per lor confusione son testimonj, come per lor vergogna quegli né veggono, né intendono.
10 Τις επλασε θεον η εχυσεν ειδωλον, το οποιον ουδεν ωφελει;10 Chi ardi di formare un Dio, e gettò una statua buona a nulla?
11 Ιδου, παντες οι συντροφοι αυτου θελουσιν αισχυνθη? και οι τεχνιται, αυτοι ειναι εξ ανθρωπων? ας συναχθωσι παντες ομου? ας παρασταθωσι? θελουσι φοβηθη, θελουσιν εντραπη παντες ομου.11 Ecco, che tutti coloro, che a ciò hanno parte, saranno confusi: perocché questi sono artigiani uomini: si adunino tutti quanti, e si presentino, e tremeranno, e saran tutti svergognati.
12 Ο χαλκευς κοπτει σιδηρον και εργαζεται εις τους ανθρακας και με τα σφυρια μορφονει αυτο και κατασκευαζει αυτο με την δυναμιν των βραχιονων αυτου? μαλιστα πεινα και η δυναμις αυτου αποκαμνει? υδωρ δεν πινει και ατονει.12 Il fabbro opera colla lima; col fuoco, e col martello forma l'idolo, lavorando a gran forza di braccia; e patirà la fame, e verrà meno, e spossato non anelerà a ber acqua.
13 Ο ξυλουργος εξαπλονει τον κανονα, σημειονει αυτο με σταθμην, ομαλυνει αυτο με ροκανια και σημειονει αυτο δια του διαβητου και καμνει αυτο κατα την ανθρωπινην μορφην, κατα ανθρωπινην ωραιοτητα, δια να κατοικη εν τη οικια.13 Lo scultore in legno stende la sua regola, formai l'idolo collo scalpello, lo dirizza a squadra, gli dà il suo contorno, e fa l'immagine di un uomo, com' uomo di bell'aspetto, che risegga in un tempio.
14 Κοπτει εις εαυτον κεδρους και λαμβανει την κυπαρισσον και την δρυν, τα οποια εκλεγει εις εαυτον μεταξυ των δενδρων του δασους? φυτευει πευκην και η βροχη αυξανει αυτην.14 Tronca i cedri, porta via il leccio, e la quercia invecchiata tralle piante della foresta; e pianta un pino, che si fa rigoglioso mediante la pioggia.
15 Και θελει εισθαι χρησιμον εις τον ανθρωπον δια καυσιμον? και εξ αυτου λαμβανει και θερμαινεται? προσετι καιει αυτο και ψηνει αρτον? προσετι καμνει αυτο θεον και προσκυνει αυτο? καμνει αυτο ειδωλον και γονατιζει εμπροσθεν αυτου.15 E gli uomini se ne servono per bruciare: egli ne prende, e si scalda; e col fuoco che ne fa, cuoce il pane: di quello poi, che rimane compone un Dio, e l'adora: ne fa un simolacro, e dinanzi a lui s'inginocchia.
16 Το ημισυ αυτου καιει εν πυρι? με το αλλο ημισυ τρωγει το κρεας? ψηνει το ψητον και χορταινει? και θερμαινεται, λεγων, Ω εθερμανθην, ειδον το πυρ?16 E una metà la consumò a far fuoco, e coll'altra metà fé cuocere la carne per mangiare; e si saziò, e si riscaldò, e disse: bene sta, mi son riscaldato, ho visto il fuoco.
17 και το εναπολειφθεν αυτου καμνει θεον, το γλυπτον αυτου? γονατιζει εμπροσθεν αυτου και προσκυνει αυτο και προσευχεται εις αυτο και λεγει, Λυτρωσον με, διοτι εισαι ο θεος μου.17 Di quello poi, che avanzò se ne fece egli un Dio, e una statua: si incurva dinanzi ad essa, e l'adora, e la prega, dicendo: Salvami, tu se' il mio Dio.
18 Δεν καταλαμβανουσιν ουδε νοουσι? διοτι εκλεισε τους οφθαλμους αυτων δια να μη βλεπωσι, και τας καρδιας αυτων δια να μη νοωσι.18 Sono ignoranti, sono senza intelletto: sono inverniciati gli occhi loro, affinchè non veggano, e col loro cuor non intendano.
19 Και ουδεις συλλογιζεται εν τη καρδια αυτου ουδε ειναι γνωσις εν αυτω ουδε νοησις, ωστε να ειπη, Το ημισυ αυτου εκαυσα εν πυρι? ετι εψησα αρτον επι των ανθρακων αυτου? εψησα κρεας και εφαγον? επειτα θελω καμει το υπολοιπον αυτου βδελυγμα; θελω προσκυνησει δενδρου κορμον;19 Non ripensano colla loro mente, né comprendono, né hanno senso per dire: Della metà ne feci fuoco, e su' suoi carboni cossi il pane; cossi le carni, e mangiai, e di quel, che resta ne farò un idolo? Mi prostrerò davanti ad un pezzo di legno?
20 Βοσκεται απο στακτης? η ηπατημενη καρδια αυτου απεπλανησεν αυτον, δια να μη δυναται να ελευθερωση την ψυχην αυτου μηδε να ειπη, Τουτο, τη εν τη δεξια μου, δεν ειναι ψευδος;20 Una parte di esso è cenere; un cuore stolto lo adora, e non illumina sestesso con dire: Forse l'opera della mia destra è menzogna.
21 Ενθυμου ταυτα, Ιακωβ και Ισραηλ? διοτι δουλος μου εισαι? εγω σε επλασα? δουλος μου εισαι? Ισραηλ, δεν θελεις λησμονηθη υπ' εμου.21 Ricorditi di tali cose, o Giacobbe, e tu Israele: perocché tu se' mio servo. Io ti formai: servo mio tu se', o Israele, non iscordarti di me.
22 Εξηλειψα ως πυκνην ομιχλην τας παραβασεις σου, και ως νεφος τας αμαρτιας σου? επιστρεψον προς εμε? διοτι εγω σε ελυτρωσα.22 Ho sciolte qual nuvola le tue iniquità, e qual nebbia i tuoi peccati; ritorna a me, perch'io t'ho redento.
23 Ψαλλετε, ουρανοι? διοτι ο Κυριος εκαμε τουτο? αλαλαξατε, τα κατω της γης? εκβαλετε φωνην αγαλλιασεως, ορη, δαση και παντα τα εν αυτοις δενδρα? διοτι ο Κυριος ελυτρωσε τον Ιακωβ και εδοξασθη εν τω Ισραηλ.23 Cantate laude, o cieli; perocché il Signore ha fatto misericordia: giubilate, estreme parti della terra, monti, selve, e piante tutte risuonate di canzoni di laude: perchè il Signore ha riscattato Giacobbe, e sarà esaltato in Israele.
24 Ουτω λεγει ο Κυριος, οστις σε ελυτρωσε και σε επλασεν εκ κοιλιας? Εγω ειμαι ο Κυριος ο ποιησας τα παντα? ο μονος εκτεινας τους ουρανους, ο στερεωσας την γην απ' εμαυτου?24 Queste cose dice il Signore redentor tuo, che ti formò nel sen della madre: Io sono il Signore, che fo tutte le cose; che solo distendo i cieli, e fondo la terra, e nissuno è con me.
25 ο ματαιονων τα σημεια των ψευδολογων και καθιστων παραφρονας τους μαντεις? ο ανατρεπων τους σοφους και μωραινων την επιστημην αυτων?25 Io, che vani rendo i presagi degl'indovini, e tolgo il senno agli astrologi: e fo cadere all'indietro i sapienti, e la loro scienza fo divenire stoltezza.
26 ο στερεονων τον λογον του δουλου μου και εκπληρων την βουλην των μηνυτων μου? ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις κατοικισθη? και προς τας πολεις του Ιουδα, Θελετε ανακτισθη και θελω ανορθωσει τα ερειπια αυτου?26 Io son colui, che riduce ad effetto la parola del suo servo, e adempie gli oracoli de' suoi nunzj. Io, che dico a Gerusalemme: Tu sarai abitata; e alle città di Giuda: Voi sarete ristorate, e renderò vita a' vostri deserti.
27 ο λεγων προς την αβυσσον, Γενου ξηρα και θελω ξηρανει τους ποταμους σου?27 Io, che dico all'abisso: Asciugati, e io farò seccare le tue correnti.
28 ο λεγων προς τον Κυρον, Ουτος ειναι ο βοσκος μου και θελει εκπληρωσει παντα τα θεληματα μου? και ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις ανακτισθη? και προς τον ναον, Θελουσι τεθη τα θεμελια σου.28 Io, che dico a Ciro: Tu se' il mio pastore, tu adempirai tutti i miei voleri. Io, che dico a Gerusalemme: Tu sarai riedificata: e al tempio: Tu sarai rifabbricato.