Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 44


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Αλλα τωρα ακουσον, δουλε μου Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εξελεξα.1 Most pedig halld, Jákob, én szolgám, Izrael, akit kiválasztottam!
2 Ουτω λεγει Κυριος, οστις σε εκαμε και σε επλασεν εκ κοιλιας και θελει σε βοηθησει? Μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, και συ, Ιεσουρουν, τον οποιον εξελεξα.2 Így szól az Úr, a te alkotód, aki formált téged az anyaméhtől fogva, és segít téged: »Ne félj, szolgám, Jákob, Jesurun, akit kiválasztottam!
3 Διοτι θελω εκχεει υδωρ επι τον διψωντα και ποταμους επι την ξηραν? θελω εκχεει το πνευμα μου επι το σπερμα σου και την ευλογιαν μου επι τους εκγονους σου?3 Mert vizet árasztok a szomjas földre, és patakokat a szárazra; kiárasztom lelkemet ivadékaidra, és áldásomat sarjaidra.
4 και θελουσι βλαστησει ως μεταξυ χορτου, ως ιτεαι παρα τους ρυακας των υδατων.4 Sarjadoznak majd a fű között, mint fűzfák a vízfolyások mellett.
5 Ο μεν θελει λεγει, Εγω ειμαι του Κυριου? ο δε θελει ονομαζεσθαι με το ονομα Ιακωβ? και αλλος θελει υπογραφεσθαι με την χειρα αυτου εις τον Κυριον και επονομαζεσθαι με το ονομα Ισραηλ.5 Az egyik így szól: ‘Én az Úré vagyok’, a másik meg Jákob nevével nevezi magát; az pedig kezébe írja: ‘Az Úré’, és Izrael nevéről kap nevet.«
6 Ουτω λεγει Κυριος ο Βασιλευς του Ισραηλ και ο Λυτρωτης αυτου, ο Κυριος των δυναμεων? Εγω ειμαι ο πρωτος και εγω ο εσχατος? και εκτος εμου δεν υπαρχει Θεος.6 Így szól az Úr, Izrael királya és megváltója, a Seregek Ura: »Én vagyok az első, és én vagyok az utolsó, rajtam kívül nincs Isten.
7 Και τις ως εγω θελει κραξει και αναγγειλει και διαταξει εις εμε, αφου εσυστησα τον παλαιον λαον; και τα επερχομενα και τα μελλοντα ας αναγγειλωσι προς αυτους.7 Ki olyan, mint én? Kiáltson, hirdesse és adja elő nekem, ami azóta volt, hogy megalapítottam az ősi népet; és a jövendőt, ami következik, hirdesse nekünk!
8 Μη φοβεισθε μηδε τρομαζετε? εκτοτε δεν σε εκαμα να ακουσης και ανηγγειλα τουτο; σεις εισθε μαλιστα μαρτυρες μου? εκτος εμου υπαρχει Θεος; βεβαιως δεν υπαρχει βραχος? δεν γνωριζω ουδενα.8 Ne rettegjetek, és ne féljetek! Nemde régóta tudtul adtam neked, és hirdettem? Ti vagytok az én tanúim. Van-e Isten rajtam kívül? Vagy kőszikla? Nem tudok róla.«,
9 Οσοι κατασκευαζουσιν ειδωλα, παντες ειναι ματαιοτης? και τα πολυεραστα αυτων ειδωλα δεν ωφελουσι? και αυτοι ειναι μαρτυρες αυτων οτι δεν βλεπουσιν ουδε νοουσι, δια να καταισχυνθωσι.9 A bálványok alkotói mind semmik, és kedvenceik nem használnak semmit. Ők a tanúik, hogy nem látnak és nem értenek, ezért szégyent vallanak.
10 Τις επλασε θεον η εχυσεν ειδωλον, το οποιον ουδεν ωφελει;10 Ki formált istent, és öntött bálványszobrot, mely nem használ?
11 Ιδου, παντες οι συντροφοι αυτου θελουσιν αισχυνθη? και οι τεχνιται, αυτοι ειναι εξ ανθρωπων? ας συναχθωσι παντες ομου? ας παρασταθωσι? θελουσι φοβηθη, θελουσιν εντραπη παντες ομου.11 Íme, annak társai mind szégyent vallanak, mert a mesterek is emberek közül valók. Gyűljenek össze mindnyájan, álljanak elő! Megrettennek majd, és szégyent vallanak együtt.
12 Ο χαλκευς κοπτει σιδηρον και εργαζεται εις τους ανθρακας και με τα σφυρια μορφονει αυτο και κατασκευαζει αυτο με την δυναμιν των βραχιονων αυτου? μαλιστα πεινα και η δυναμις αυτου αποκαμνει? υδωρ δεν πινει και ατονει.12 A kovácsmester fáradozik, és az izzó szénnél dolgozik, kalapáccsal formálja művét, és megmunkálja erős karjával; meg is éhezik, és elhagyja ereje, nem iszik vizet, és elfárad.
13 Ο ξυλουργος εξαπλονει τον κανονα, σημειονει αυτο με σταθμην, ομαλυνει αυτο με ροκανια και σημειονει αυτο δια του διαβητου και καμνει αυτο κατα την ανθρωπινην μορφην, κατα ανθρωπινην ωραιοτητα, δια να κατοικη εν τη οικια.13 Az ácsmester kifeszíti a mérőzsinórt, jelet húz körben rajzszerszámával; gyaluval készíti művét, és körzővel megrajzolja; elkészíti, mint férfi képmását, mint szép embert, hogy házban lakjék.
14 Κοπτει εις εαυτον κεδρους και λαμβανει την κυπαρισσον και την δρυν, τα οποια εκλεγει εις εαυτον μεταξυ των δενδρων του δασους? φυτευει πευκην και η βροχη αυξανει αυτην.14 Cédrusfákat vág ki magának, és veszi a tölgyet vagy a terebintfát, melyet az erdő fái között nevelt magának; lucfenyőt ültet, melyet az eső felnövel.
15 Και θελει εισθαι χρησιμον εις τον ανθρωπον δια καυσιμον? και εξ αυτου λαμβανει και θερμαινεται? προσετι καιει αυτο και ψηνει αρτον? προσετι καμνει αυτο θεον και προσκυνει αυτο? καμνει αυτο ειδωλον και γονατιζει εμπροσθεν αυτου.15 Tüzelője lesz az embernek: vesz belőle, hogy melegedjék, meg is gyújtja, és kenyeret süt. Istent is csinál, és leborul, bálványt készít belőle, és meghajol előtte.
16 Το ημισυ αυτου καιει εν πυρι? με το αλλο ημισυ τρωγει το κρεας? ψηνει το ψητον και χορταινει? και θερμαινεται, λεγων, Ω εθερμανθην, ειδον το πυρ?16 Felét elégeti tűzben, felén húst süt, megeszi a sültet, és jóllakik; fel is melegszik, és így szól: »De jól megmelegedtem! Érzem a tüzet!«
17 και το εναπολειφθεν αυτου καμνει θεον, το γλυπτον αυτου? γονατιζει εμπροσθεν αυτου και προσκυνει αυτο και προσευχεται εις αυτο και λεγει, Λυτρωσον με, διοτι εισαι ο θεος μου.17 A maradékából pedig istent készít, bálványt magának, meghajol és leborul előtte, könyörög hozzá, és így szól: »Ments meg engem, mert te vagy az én istenem!«
18 Δεν καταλαμβανουσιν ουδε νοουσι? διοτι εκλεισε τους οφθαλμους αυτων δια να μη βλεπωσι, και τας καρδιας αυτων δια να μη νοωσι.18 Nem tudják és nem látják be, mert szemük leragadt, hogy ne lásson, és ne értsen a szívük.
19 Και ουδεις συλλογιζεται εν τη καρδια αυτου ουδε ειναι γνωσις εν αυτω ουδε νοησις, ωστε να ειπη, Το ημισυ αυτου εκαυσα εν πυρι? ετι εψησα αρτον επι των ανθρακων αυτου? εψησα κρεας και εφαγον? επειτα θελω καμει το υπολοιπον αυτου βδελυγμα; θελω προσκυνησει δενδρου κορμον;19 Nem fontolják meg szívükkel, nincs tudásuk és belátásuk, hogy így szólnának: »Felét elégettem tűzben, parazsán kenyeret is sütöttem, sütök húst is, és megeszem; a maradékából pedig undok bálványt készítek, és egy fatuskó előtt hajolok meg.«
20 Βοσκεται απο στακτης? η ηπατημενη καρδια αυτου απεπλανησεν αυτον, δια να μη δυναται να ελευθερωση την ψυχην αυτου μηδε να ειπη, Τουτο, τη εν τη δεξια μου, δεν ειναι ψευδος;20 Hamu a tápláléka, szíve csalatkozik, félrevezeti őt; nem menti meg lelkét, és nem mondja: »Nemde hazugság van a jobbomon?«
21 Ενθυμου ταυτα, Ιακωβ και Ισραηλ? διοτι δουλος μου εισαι? εγω σε επλασα? δουλος μου εισαι? Ισραηλ, δεν θελεις λησμονηθη υπ' εμου.21 Emlékezz ezekre, Jákob, és Izrael, mert szolgám vagy! Én formáltalak, az én szolgám vagy, Izrael, nem feledkezem meg rólad.
22 Εξηλειψα ως πυκνην ομιχλην τας παραβασεις σου, και ως νεφος τας αμαρτιας σου? επιστρεψον προς εμε? διοτι εγω σε ελυτρωσα.22 Eltöröltem, mint a felleget, gonoszságaidat, és mint a felhőt, vétkeidet. Térj vissza hozzám, mert megváltottalak!
23 Ψαλλετε, ουρανοι? διοτι ο Κυριος εκαμε τουτο? αλαλαξατε, τα κατω της γης? εκβαλετε φωνην αγαλλιασεως, ορη, δαση και παντα τα εν αυτοις δενδρα? διοτι ο Κυριος ελυτρωσε τον Ιακωβ και εδοξασθη εν τω Ισραηλ.23 Ujjongjatok, egek, mert az Úr cselekedett, kiáltsatok, földnek mélységei! Ujjongásban törjetek ki, hegyek, erdő és minden fa benne! Mert megváltotta az Úr Jákobot, és Izraelben fog megdicsőülni.
24 Ουτω λεγει ο Κυριος, οστις σε ελυτρωσε και σε επλασεν εκ κοιλιας? Εγω ειμαι ο Κυριος ο ποιησας τα παντα? ο μονος εκτεινας τους ουρανους, ο στερεωσας την γην απ' εμαυτου?24 Így szól az Úr, a te megváltód, aki formált téged az anyaméhtől fogva: »Én vagyok az Úr, aki alkottam mindent, aki egyedül feszítettem ki az eget, és szilárdítottam meg a földet; ki volt velem?
25 ο ματαιονων τα σημεια των ψευδολογων και καθιστων παραφρονας τους μαντεις? ο ανατρεπων τους σοφους και μωραινων την επιστημην αυτων?25 Meghiúsítom a fecsegők jeleit, és a jósokat bolonddá teszem; meghátrálásra kényszerítem a bölcseket, és tudományukat balgasággá teszem.
26 ο στερεονων τον λογον του δουλου μου και εκπληρων την βουλην των μηνυτων μου? ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις κατοικισθη? και προς τας πολεις του Ιουδα, Θελετε ανακτισθη και θελω ανορθωσει τα ερειπια αυτου?26 Valóra váltom szolgám szavát, és követeim tervét beteljesítem. Azt mondom Jeruzsálemnek: ‘Lakottá leszel’, és Júda városainak: ‘Felépültök’, s romjait helyreállítom.
27 ο λεγων προς την αβυσσον, Γενου ξηρα και θελω ξηρανει τους ποταμους σου?27 Azt mondom a mély tengernek: ‘Apadj ki! Folyóidat pedig kiszárítom.’
28 ο λεγων προς τον Κυρον, Ουτος ειναι ο βοσκος μου και θελει εκπληρωσει παντα τα θεληματα μου? και ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις ανακτισθη? και προς τον ναον, Θελουσι τεθη τα θεμελια σου.28 Azt mondom Círusznak: ‘Pásztorom, aki minden kívánságomat teljesíti.’ Azt mondom Jeruzsálemnek: ‘Felépülsz’, és a templomnak: ‘Lerakják alapjaidat.’«