Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 7


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 συνεβη δε και επτα αδελφους μετα της μητρος συλλημφθεντας αναγκαζεσθαι υπο του βασιλεως απο των αθεμιτων υειων κρεων εφαπτεσθαι μαστιξιν και νευραις αικιζομενους1 Contigit autem et septem fratres una cum matre sua apprehensos compelli a rege edere contra fas carnes porcinas, flagris et taureis cruciatos.
2 εις δε αυτων γενομενος προηγορος ουτως εφη τι μελλεις ερωταν και μανθανειν ημων ετοιμοι γαρ αποθνησκειν εσμεν η παραβαινειν τους πατριους νομους2 Unus autem ex illis, qui erat primus, sic ait : Quid quæris, et quid vis discere a nobis ? parati sumus mori, magis quam patrias Dei leges prævaricari.
3 εκθυμος δε γενομενος ο βασιλευς προσεταξεν τηγανα και λεβητας εκπυρουν3 Iratus itaque rex, jussit sartagines et ollas æneas succendi : quibus statim succensis,
4 των δε παραχρημα εκπυρωθεντων τον γενομενον αυτων προηγορον προσεταξεν γλωσσοτομειν και περισκυθισαντας ακρωτηριαζειν των λοιπων αδελφων και της μητρος συνορωντων4 jussit ei qui prior fuerat locutus amputari linguam, et cute capitis abstracta, summas quoque manus et pedes ei præscindi, ceteris ejus fratribus et matre inspicientibus.
5 αχρηστον δε αυτον τοις ολοις γενομενον εκελευσεν τη πυρα προσαγειν εμπνουν και τηγανιζειν της δε ατμιδος εφ' ικανον διαδιδουσης του τηγανου αλληλους παρεκαλουν συν τη μητρι γενναιως τελευταν λεγοντες ουτως5 Et cum jam per omnia inutilis factus esset, jussit ignem admoveri, et adhuc spirantem torreri in sartagine : in qua cum diu cruciaretur, ceteri una cum matre invicem se hortabantur mori fortiter,
6 ο κυριος ο θεος εφορα και ταις αληθειαις εφ' ημιν παρακαλειται καθαπερ δια της κατα προσωπον αντιμαρτυρουσης ωδης διεσαφησεν μωυσης λεγων και επι τοις δουλοις αυτου παρακληθησεται6 dicentes : Dominus Deus aspiciet veritatem, et consolabitur in nobis, quemadmodum in protestatione cantici declaravit Moyses : Et in servis suis consolabitur.
7 μεταλλαξαντος δε του πρωτου τον τροπον τουτον τον δευτερον ηγον επι τον εμπαιγμον και το της κεφαλης δερμα συν ταις θριξιν περισυραντες επηρωτων ει φαγεσαι προ του τιμωρηθηναι το σωμα κατα μελος7 Mortuo itaque illo primo hoc modo, sequentem deducebant ad illudendum : et cute capitis ejus cum capillis abstracta, interrogabant si manducaret, priusquam toto corpore per membra singula puniretur.
8 ο δε αποκριθεις τη πατριω φωνη προσειπεν ουχι διοπερ και ουτος την εξης ελαβεν βασανον ως ο πρωτος8 At ille respondens patria voce, dixit : Non faciam. Propter quod et iste, sequenti loco, primi tormenta suscepit :
9 εν εσχατη δε πνοη γενομενος ειπεν συ μεν αλαστωρ εκ του παροντος ημας ζην απολυεις ο δε του κοσμου βασιλευς αποθανοντας ημας υπερ των αυτου νομων εις αιωνιον αναβιωσιν ζωης ημας αναστησει9 et in ultimo spiritu constitutus, sic ait : Tu quidem scelestissime in præsenti vita nos perdis : sed Rex mundi defunctos nos pro suis legibus in æternæ vitæ resurrectione suscitabit.
10 μετα δε τουτον ο τριτος ενεπαιζετο και την γλωσσαν αιτηθεις ταχεως προεβαλεν και τας χειρας ευθαρσως προετεινεν10 Post hunc tertius illuditur, et linguam postulatus cito protulit, et manus constanter extendit :
11 και γενναιως ειπεν εξ ουρανου ταυτα κεκτημαι και δια τους αυτου νομους υπερορω ταυτα και παρ' αυτου ταυτα παλιν ελπιζω κομισασθαι11 et cum fiducia ait : E cælo ista possideo, sed propter Dei leges nunc hæc ipsa despicio, quoniam ab ipso me ea recepturum spero :
12 ωστε αυτον τον βασιλεα και τους συν αυτω εκπλησσεσθαι την του νεανισκου ψυχην ως εν ουδενι τας αλγηδονας ετιθετο12 ita ut rex, et qui cum ipso erant, mirarentur adolescentis animum, quod tamquam nihilum duceret cruciatus.
13 και τουτου δε μεταλλαξαντος τον τεταρτον ωσαυτως εβασανιζον αικιζομενοι13 Et hoc ita defuncto, quartum vexabant similiter torquentes.
14 και γενομενος προς το τελευταν ουτως εφη αιρετον μεταλλασσοντας υπ' ανθρωπων τας υπο του θεου προσδοκαν ελπιδας παλιν αναστησεσθαι υπ' αυτου σοι μεν γαρ αναστασις εις ζωην ουκ εσται14 Et cum jam esset ad mortem, sic ait : Potius est ab hominibus morti datos spem exspectare a Deo, iterum ab ipso resuscitandos : tibi enim resurrectio ad vitam non erit.
15 εχομενως δε τον πεμπτον προσαγοντες ηκιζοντο15 Et cum admovissent quintum, vexabant eum. At ille respiciens in eum,
16 ο δε προς αυτον ιδων ειπεν εξουσιαν εν ανθρωποις εχων φθαρτος ων ο θελεις ποιεις μη δοκει δε το γενος ημων υπο του θεου καταλελειφθαι16 dixit : Potestatem inter homines habens, cum sis corruptibilis, facis quod vis : noli autem putare genus nostrum a Deo esse derelictum :
17 συ δε καρτερει και θεωρει το μεγαλειον αυτου κρατος ως σε και το σπερμα σου βασανιει17 tu autem patienter sustine, et videbis magnam potestatem ipsius, qualiter te et semen tuum torquebit.
18 μετα δε τουτον ηγον τον εκτον και μελλων αποθνησκειν εφη μη πλανω ματην ημεις γαρ δι' εαυτους ταυτα πασχομεν αμαρτοντες εις τον εαυτων θεον αξια θαυμασμου γεγονεν18 Post hunc ducebant sextum, et is, mori incipiens, sic ait : Noli frustra errare : nos enim propter nosmetipsos hæc patimur, peccantes in Deum nostrum, et digna admiratione facta sunt in nobis :
19 συ δε μη νομισης αθωος εσεσθαι θεομαχειν επιχειρησας19 tu autem ne existimes tibi impune futurum, quod contra Deum pugnare tentaveris.
20 υπεραγοντως δε η μητηρ θαυμαστη και μνημης αγαθης αξια ητις απολλυμενους υιους επτα συνορωσα μιας υπο καιρον ημερας ευψυχως εφερεν δια τας επι κυριον ελπιδας20 Supra modum autem mater mirabilis, et bonorum memoria digna, quæ pereuntes septem filios sub unius diei tempore conspiciens, bono animo ferebat propter spem quam in Deum habebat :
21 εκαστον δε αυτων παρεκαλει τη πατριω φωνη γενναιω πεπληρωμενη φρονηματι και τον θηλυν λογισμον αρσενι θυμω διεγειρασα λεγουσα προς αυτους21 singulos illorum hortabatur voce patria fortiter, repleta sapientia : et, femineæ cogitationi masculinum animum inserens,
22 ουκ οιδ' οπως εις την εμην εφανητε κοιλιαν ουδε εγω το πνευμα και την ζωην υμιν εχαρισαμην και την εκαστου στοιχειωσιν ουκ εγω διερρυθμισα22 dixit ad eos : Nescio qualiter in utero meo apparuistis, neque enim ego spiritum et animam donavi vobis et vitam, et singulorum membra non ego ipsa compegi :
23 τοιγαρουν ο του κοσμου κτιστης ο πλασας ανθρωπου γενεσιν και παντων εξευρων γενεσιν και το πνευμα και την ζωην υμιν παλιν αποδιδωσιν μετ' ελεους ως νυν υπερορατε εαυτους δια τους αυτου νομους23 sed enim mundi Creator, qui formavit hominis nativitatem, quique omnium invenit originem, et spiritum vobis iterum cum misericordia reddet et vitam, sicut nunc vosmetipsos despicitis propter leges ejus.
24 ο δε αντιοχος οιομενος καταφρονεισθαι και την ονειδιζουσαν υφορωμενος φωνην ετι του νεωτερου περιοντος ου μονον δια λογων εποιειτο την παρακλησιν αλλα και δι' ορκων επιστου αμα πλουτιειν και μακαριστον ποιησειν μεταθεμενον απο των πατριων και φιλον εξειν και χρειας εμπιστευσειν24 Antiochus autem, contemni se arbitratus, simul et exprobrantis voce despecta, cum adhuc adolescentior superesset, non solum verbis hortabatur, sed et cum juramento affirmabat se divitem et beatum facturum, et translatum a patriis legibus amicum habiturum, et res necessarias ei præbiturum.
25 του δε νεανιου μηδαμως προσεχοντος προσκαλεσαμενος ο βασιλευς την μητερα παρηνει γενεσθαι του μειρακιου συμβουλον επι σωτηρια25 Sed ad hæc cum adolescens nequaquam inclinaretur, vocavit rex matrem, et suadebat ei ut adolescenti fieret in salutem.
26 πολλα δε αυτου παραινεσαντος επεδεξατο πεισειν τον υιον26 Cum autem multis eam verbis esset hortatus, promisit suasurum se filio suo.
27 προσκυψασα δε αυτω χλευασασα τον ωμον τυραννον ουτως εφησεν τη πατριω φωνη υιε ελεησον με την εν γαστρι περιενεγκασαν σε μηνας εννεα και θηλασασαν σε ετη τρια και εκθρεψασαν σε και αγαγουσαν εις την ηλικιαν ταυτην και τροφοφορησασαν27 Itaque inclinata ad illum, irridens crudelem tyrannum, ait patria voce : Fili mi, miserere mei, quæ te in utero novem mensibus portavi, et lac triennio dedi et alui, et in ætatem istam perduxi.
28 αξιω σε τεκνον αναβλεψαντα εις τον ουρανον και την γην και τα εν αυτοις παντα ιδοντα γνωναι οτι ουκ εξ οντων εποιησεν αυτα ο θεος και το των ανθρωπων γενος ουτω γινεται28 Peto, nate, ut aspicias ad cælum et terram, et ad omnia quæ in eis sunt, et intelligas quia ex nihilo fecit illa Deus, et hominum genus :
29 μη φοβηθης τον δημιον τουτον αλλα των αδελφων αξιος γενομενος επιδεξαι τον θανατον ινα εν τω ελεει συν τοις αδελφοις σου κομισωμαι σε29 ita fiet, ut non timeas carnificem istum, sed dignus fratribus tuis effectus particeps, suscipe mortem, ut in illa miseratione cum fratribus tuis te recipiam.
30 ετι δε ταυτης καταληγουσης ο νεανιας ειπεν τινα μενετε ουχ υπακουω του προσταγματος του βασιλεως του δε προσταγματος ακουω του νομου του δοθεντος τοις πατρασιν ημων δια μωυσεως30 Cum hæc illa adhuc diceret, ait adolescens : Quem sustinetis ? non obedio præcepto regis, sed præcepto legis, quæ data est nobis per Moysen.
31 συ δε πασης κακιας ευρετης γενομενος εις τους εβραιους ου μη διαφυγης τας χειρας του θεου31 Tu vero, qui inventor omnis malitiæ factus es in Hebræos, non effugies manum Dei.
32 ημεις γαρ δια τας εαυτων αμαρτιας πασχομεν32 Nos enim pro peccatis nostris hæc patimur.
33 ει δε χαριν επιπληξεως και παιδειας ο ζων κυριος ημων βραχεως επωργισται και παλιν καταλλαγησεται τοις εαυτου δουλοις33 Et si nobis propter increpationem et correptionem Dominus Deus noster modicum iratus est : sed iterum reconciliabitur servis suis.
34 συ δε ω ανοσιε και παντων ανθρωπων μιαρωτατε μη ματην μετεωριζου φρυαττομενος αδηλοις ελπισιν επι τους ουρανιους παιδας επαιρομενος χειρα34 Tu autem, o sceleste, et omnium hominum flagitiosissime, noli frustra extolli vanis spebus in servos ejus inflammatus :
35 ουπω γαρ την του παντοκρατορος εποπτου θεου κρισιν εκπεφευγας35 nondum enim omnipotentis Dei, et omnia inspicientis, judicium effugisti.
36 οι μεν γαρ νυν ημετεροι αδελφοι βραχυν υπενεγκαντες πονον αεναου ζωης υπο διαθηκην θεου πεπτωκασιν συ δε τη του θεου κρισει δικαια τα προστιμα της υπερηφανιας αποιση36 Nam fratres mei, modico nunc dolore sustentato, sub testamento æternæ vitæ effecti sunt : tu vero judicio Dei justas superbiæ tuæ pœnas exsolves.
37 εγω δε καθαπερ οι αδελφοι και σωμα και ψυχην προδιδωμι περι των πατριων νομων επικαλουμενος τον θεον ιλεως ταχυ τω εθνει γενεσθαι και σε μετα ετασμων και μαστιγων εξομολογησασθαι διοτι μονος αυτος θεος εστιν37 Ego autem, sicut fratres mei, animam et corpus meum trado pro patriis legibus, invocans Deum maturius genti nostræ propitium fieri, teque cum tormentis et verberibus confiteri quod ipse est Deus solus.
38 εν εμοι δε και τοις αδελφοις μου στησαι την του παντοκρατορος οργην την επι το συμπαν ημων γενος δικαιως επηγμενην38 In me vero et in fratribus meis desinet Omnipotentis ira, quæ super omne genus nostrum juste superducta est.
39 εκθυμος δε γενομενος ο βασιλευς τουτω παρα τους αλλους χειριστως απηντησεν πικρως φερων επι τω μυκτηρισμω39 Tunc rex accensus ira in hunc, super omnes crudelius desævit, indigne ferens se derisum.
40 και ουτος ουν καθαρος μετηλλαξεν παντελως επι τω κυριω πεποιθως40 Et hic itaque mundus obiit, per omnia in Domino confidens.
41 εσχατη δε των υιων η μητηρ ετελευτησεν41 Novissime autem post filios, et mater consumpta est.
42 τα μεν ουν περι τους σπλαγχνισμους και τας υπερβαλλουσας αικιας επι τοσουτον δεδηλωσθω42 Igitur de sacrificiis et de nimiis crudelitatibus satis dictum est.