Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 22


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Και ελαλησεν ο Δαβιδ προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ο Κυριος ηλευθερωσεν αυτον εκ χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ χειρος του Σαουλ?1 David sang dem Herrn an dem Tag, als ihn der Herr aus der Gewalt all seiner Feinde und aus der Gewalt Sauls errettet hatte, folgendes Lied:
2 και ειπεν, Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου?2 Herr, du mein Fels, meine Burg, mein Retter,
3 ο Θεος ειναι ο βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου, ο υψηλος πυργος μου και η καταφυγη μου, ο σωτηρ μου? συ εσωσας με εκ της αδικιας.3 mein Gott, mein Fels, bei dem ich mich berge,
mein Schild und sicheres Heil, meine Feste,
meine Zuflucht, mein Helfer,
der mich vor der Gewalttat rettet.
4 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.4 Ich rufe: Der Herr sei gepriesen!,
und ich werde vor meinen Feinden gerettet.
5 Οτε του θανατου τα κυματα με περιεκυκλωσαν, χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν,5 Denn mich umfingen die Wellen des Todes,
mich erschreckten die Fluten des Verderbens.
6 οι πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, αι παγιδες του θανατου με εφθασαν,6 Die Bande der Unterwelt umstrickten mich,
über mich fielen die Schlingen des Todes.
7 εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα? και ηκουσε της φωνης μου εκ του ναου αυτου, και η κραυγη μου ηλθεν εις τα ωτα αυτου.7 In meiner Not rief ich zum Herrn
und rief zu meinem Gott.
Aus seinem Heiligtum hörte er mein Rufen,
mein Hilfeschrei (drang) zu seinen Ohren.
8 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη? τα θεμελια του ουρανου εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.8 Da wankte und schwankte die Erde,
die Grundfesten des Himmels erbebten.
Sie wankten, denn sein Zorn war entbrannt.
9 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.9 Rauch stieg aus seiner Nase auf,
aus seinem Mund kam verzehrendes Feuer,
glühende Kohlen sprühten aus von ihm.
10 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.10 Er neigte den Himmel und fuhr herab,
zu seinen Füßen dunkle Wolken.
11 Και επεβη επι χερουβειμ και επεταξε, και εφανη επι πτερυγων ανεμων.11 Er fuhr auf dem Kerub und flog daher;
er schwebte auf den Flügeln des Windes.
12 Και εθεσε σκηνην περιξ αυτου το σκοτος, υδατα ζοφερα, νεφη πυκνα των αερων.12 Er hüllte sich in Finsternis,
in dunkles Wasser und dichtes Gewölk wie in ein Zelt.
13 Ανθρακες πυρος εξεκαυθησαν εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου.13 Von seinem Glanz flammten glühende Kohlen auf.
14 Εβροντησεν ο Κυριος εξ ουρανου, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου.14 Da ließ der Herr den Donner vom Himmel her dröhnen,
der Höchste ließ seine Stimme erschallen.
15 Και απεστειλε βελη και εσκορπισεν αυτους? αστραπας, και συνεταραξεν αυτους.15 Er schoss seine Pfeile und streute sie,
er schleuderte Blitze und jagte sie dahin.
16 Και εφανησαν οι πυθμενες της θαλασσης, ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, εις την επιτιμησιν του Κυριου, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων αυτου.16 Da wurden sichtbar die Tiefen des Meeres,
die Grundfesten der Erde wurden entblößt
durch das Drohen des Herrn,
vor dem Schnauben seines zornigen Atems.
17 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.17 Er griff aus der Höhe herab und fasste mich,
zog mich heraus aus gewaltigen Wassern.
18 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.18 Er entriss mich meinen mächtigen Feinden,
die stärker waren als ich und mich hassten.
19 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?19 Sie überfielen mich am Tag meines Unheils,
doch der Herr wurde mein Halt.
20 Και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με, διοτι ηυδοκησεν εις εμε.20 Er führte mich hinaus ins Weite,
er befreite mich, denn er hatte an mir Gefallen.
21 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.21 Der Herr hat mir vergolten,
weil ich gerecht bin und meine Hände rein sind.
22 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.22 Denn ich hielt mich an die Wege des Herrn
und fiel nicht ruchlos ab von meinem Gott.
23 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου? και απο των διαταγματων αυτου δεν απεμακρυνθην.23 Ja, ich habe alle seine Gebote vor Augen,
weiche von seinen Gesetzen niemals ab.
24 Και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.24 Ich war vor ihm ohne Makel,
ich nahm mich in Acht vor der Sünde.
25 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, Κατα την καθαροτητα μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.25 Darum hat der Herr mir vergolten,
weil ich gerecht bin
und weil ich rein bin vor seinen Augen.
26 Μετα οσιου, οσιος θελεις εισθαι, μετα ανδρος τελειου, τελειος θελεις εισθαι?26 Gegen den Treuen zeigst du dich treu,
an dem Aufrichtigen handelst du recht.
27 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενα θελεις φερθη.27 Gegen den Reinen zeigst du dich rein,
doch falsch gegen den Falschen.
28 Και θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? επι δε τους υπερηφανους οι οφθαλμοι σου ειναι, δια να ταπεινωσης αυτους,28 Dem bedrückten Volk bringst du Heil,
doch die Blicke der Stolzen zwingst du nieder.
29 διοτι συ εισαι ο λυχνος μου, Κυριε? και ο Κυριος θελει φωτισει το σκοτος μου.29 Ja, du bist meine Leuchte, Herr.
Der Herr macht meine Finsternis hell.
30 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα? δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.30 Mit dir erstürme ich Wälle,
mit meinem Gott überspringe ich Mauern.
31 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος, ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.31 Vollkommen ist Gottes Weg,
das Wort des Herrn ist im Feuer geläutert.
Ein Schild ist er für alle, die sich bei ihm bergen.
32 Διοτι τις Θεος, πλην του Κυριου; και τις φρουριον, πλην του Θεου ημων?32 Denn wer ist Gott als allein der Herr,
wer ist ein Fels, wenn nicht unser Gott?
33 ο Θεος ειναι το κραταιον οχυρωμα μου? και καθιστων αμωμον την οδον μου.33 Gott ist meine starke Burg,
er gab mir meinen Weg ohne Hindernis frei.
34 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.34 Er ließ mich springen schnell wie Hirsche,
auf hohem Weg ließ er mich gehen.
35 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.35 Er lehrte meine Hände kämpfen,
meine Arme, den ehernen Bogen zu spannen.
36 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.36 Du gabst mir deine Hilfe zum Schild,
dein Zuspruch machte mich groß.
37 Συ επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.37 Du schaffst meinen Schritten weiten Raum,
meine Knöchel wanken nicht.
38 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και ηφανισα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.38 Ich verfolge meine Feinde und vertilge sie,
ich kehre nicht um, bis sie vernichtet sind.
39 Και συνετελεσα αυτους, και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? και επεσον υπο τους ποδας μου.39 Ich vernichte sie, ich schlage sie nieder;
sie können sich nicht mehr erheben,
sie fallen und liegen unter meinen Füßen.
40 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.40 Du hast mich zum Kampf mit Kraft umgürtet,
hast (alle) in die Knie gezwungen,
die sich gegen mich erhoben.
41 Και εκαμες τους εχθρους μου να στρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.41 Meine Feinde hast du zur Flucht gezwungen;
ich konnte die vernichten, die mich hassen.
42 Περιεβλεψαν, αλλ' ουδεις ο σωζων? εβοησαν προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.42 Sie schreien, doch hilft ihnen niemand,
sie schreien zum Herrn, doch er gibt keine Antwort.
43 Και κατελεπτυνα αυτους ως την σκονην της γης? συνετριψα αυτους ως τον πηλον της οδου και κατεπατησα αυτους.43 Ich zermalme sie wie Staub auf der Erde,
wie Unrat auf der Straße zertrete, zermalme ich sie.
44 Και ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου μου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.44 Du rettest mich aus dem Streit meines Volkes,
bewahrst mich als Haupt ganzer Völker.
Stämme, die ich früher nicht kannte,
sind mir nun untertan.
45 Ξενοι υπεταχθησαν εις εμε? μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε.45 Mir huldigen die Söhne der Fremde;
sobald sie mich nur hören, gehorchen sie mir.
46 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.46 Die Söhne der Fremde schwinden dahin,
sie kommen zitternd aus ihren Burgen hervor.
47 Ζη Κυριος? και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος, το φρουριον της σωτηριας μου.47 Es lebt der Herr! Mein Fels sei gepriesen!
Der Gott, der Fels meines Heils, sei hoch erhoben;
48 Ο Θεος, ο εκδικων με και υποταττων τους λαους υποκατω μου?48 denn Gott verschaffte mir Vergeltung
und unterwarf mir die Völker.
49 Και ο εξαγαγων με εκ των εχθρων μου? συ, ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.49 Du hast mich meinen Feinden entführt,
mich über meine Gegner erhoben,
dem Mann der Gewalt mich entrissen.
50 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.50 Darum will ich dir danken, Herr, vor den Völkern,
ich will deinem Namen singen und spielen.
51 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου? και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.51 Seinem König verlieh er große Hilfe,
Huld erwies er seinem Gesalbten,
David und seinem Stamm auf ewig.