Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 37


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Κατωκησε δε ο Ιακωβ εν τη γη, εν η παρωκησεν ο πατηρ αυτου, εν τη γη Χανααν.1 Habitavit autem Iacob in terra Chanaan, in qua pere grinatus est pater suus.
2 Αυτη ειναι γενεαλογια του Ιακωβ. Ο Ιωσηφ, νεος ων ετων δεκαεπτα, εποιμαινε τα προβατα μετα των αδελφων αυτου, των υιων της Βαλλας και των υιων της Ζελφας, των γυναικων του πατρος αυτου? και ανεφερεν ο Ιωσηφ προς τον πατερα αυτων την κακην αυτων φημην.2 Hae sunt generationes Iacob.
Ioseph, cum decem et scptem esset annorum, pascebat gregem cum fratribus suis adhuc puer; et erat cum filiis Bilhae et Zelphae uxorum patris sui; detulitque patri malam eorum famam.
3 Ο δε Ισραηλ ηγαπα τον Ιωσηφ υπερ παντας τους υιους αυτου, διοτι ητο υιος του γηρατος αυτου? και εκαμεν εις αυτον χιτωνα ποικιλοχρωμον.3 Israel autem diligebat Ioseph super omnes filios suos, eo quod in senectute genuisset eum; fecitque ei tunicam talarem.
4 Βλεποντες δε οι αδελφοι αυτου, οτι αυτον ηγαπα ο πατηρ αυτων υπερ παντας τους αδελφους αυτου, εμισησαν αυτον και δεν ηδυναντο να ομιλωσι προς αυτον ειρηνικως.4 Videntes autem fratres eius quod a patre plus cunctis filiis amaretur, oderant eum nec poterant ei quidquam pacifice loqui.
5 Ενυπνιασθεις δε ο Ιωσηφ ενυπνιον, διηγηθη αυτο εις τους αδελφους αυτου? και εμισησαν αυτον ετι μαλλον.5 Accidit quoque ut visum somnium referret fratribus suis; quae causa maioris odii seminarium fuit.
6 Και ειπε προς αυτους, Ακουσατε, παρακαλω, το ενυπνιον τουτο το οποιον ενυπνιασθην.6 Dixitque ad eos: “ Audite somnium meum, quod vidi.
7 Ιδου, ημεις εδενομεν δεματια εν μεσω της πεδιαδος? και ιδου, εσηκωθη το ιδικον μου δεματιον και εσταθη ορθιον? και ιδου, τα ιδικα σας δεματια περιστραφεντα προσεκυνησαν το ιδικον μου δεματιον.7 Putabam ligare nos manipulos in agro, et quasi consurgere manipulum meum et stare, vestrosque manipulos circumstantes adorare manipulum meum ”.
8 Ειπον δε προς αυτον οι αδελφοι αυτου, Βασιλευς θελεις γεινει εφ' ημας; η κυριος θελεις γεινει εις ημας; Και εμισησαν αυτον ετι μαλλον δια τα ενυπνια αυτου και δια τους λογους αυτου.8 Responderunt fratres eius: “ Numquid rex noster eris? Aut subiciemur dicioni tuae? ”. Haec ergo causa somniorum atque sermonum, invidiae et odii fomitem ministravit.
9 Ενυπνιασθη δε και αλλο ενυπνιον, και διηγηθη αυτο προς τους αδελφους αυτου? και ειπεν, Ιδου, ενυπνιασθην αλλο ενυπνιον? και ιδου, ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες με προσεκυνουν.9 Aliud quoque vidit somnium, quod narrans fratribus ait: “ Vidi per somnium quasi solem et lunam et stellas undecim adorare me ”.
10 Και διηγηθη αυτο προς τον πατερα αυτου και προς τους αδελφους αυτου και επεπληξεν αυτον ο πατηρ αυτου και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ενυπνιον τουτο, το οποιον ενυπνιασθης; αραγε θελομεν ελθει, εγω και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου, δια να σε προσκυνησωμεν εως εδαφους;10 Quod cum patri suo et fratribus retulisset, increpavit eum pater suus et dixit: “ Quid sibi vult hoc somnium, quod vidisti? Num ego et mater tua et fratres tui adorabimus te proni in terram? ”.
11 Και εφθονησαν αυτον οι αδελφοι αυτου? ο δε πατηρ αυτου εφυλαττε τον λογον.11 Invidebant igitur ei fratres sui; pater vero rem tacitus considerabat.
12 Και υπηγαν οι αδελφοι αυτου να βοσκησωσι τα προβατα του πατρος αυτων εις Συχεμ.12 Cumque fratres illius in pascendis gregibus patris morarentur in Sichem,
13 Και ειπεν ο Ισραηλ προς τον Ιωσηφ, δεν βοσκουσιν οι αδελφοι σου εν Συχεμ; ελθε να σε στειλω προς αυτους. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.13 dixit Israel ad Ioseph: “ Fratres tui pascunt oves in Sichimis; veni, mittam te ad eos ”. Quo respondente:
14 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε λοιπον να ιδης, αν ηναι καλα οι αδελφοι σου και καλα τα προβατα, και φερε μοι ειδησιν. Και απεστειλεν αυτον απο της κοιλαδος της Χεβρων? και ηλθεν εις Συχεμ.14 “ Praesto sum ”, ait ei: “ Vade et vide, si cuncta prospera sint erga fratres tuos et pecora, et renuntia mihi quid agatur ”. Missus de valle Hebron venit in Sichem;
15 Και ευρηκεν αυτον ανθρωπος τις, ενω περιεπλανατο εν τη πεδιαδι? και ηρωτησεν αυτον ο ανθρωπος, λεγων, Τι ζητεις;15 invenitque eum vir errantem in agro et interrogavit quid quaereret.
16 Ο δε ειπε, τους αδελφους μου ζητω? ειπε μοι, παρακαλω, που βοσκουσι.16 At ille respondit: “ Fratres meos quaero; indica mihi, ubi pascant greges ”.
17 Και ειπεν ο ανθρωπος, Ανεχωρησαν απο εδω? διοτι ηκουσα αυτους λεγοντας, Ας υπαγωμεν εις Δωθαν. Και υπηγεν ο Ιωσηφ κατοπιν των αδελφων αυτου, και ευρηκεν αυτους εν Δωθαν.17 Dixitque ei vir: “ Recesserunt de loco isto; audivi autem eos dicentes: "Eamus in Dothain" ”. Perrexit ergo Ioseph post fratres suos et invenit eos in Dothain.
18 Οι δε ιδοντες αυτον μακροθεν, πριν πλησιαση εις αυτους, συνεβουλευθησαν κατ' αυτου να φονευσωσιν αυτον.18 Qui cum vidissent eum procul, antequam accederet ad eos, cogitaverunt illum occidere.
19 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ιδου, ερχεται εκεινος ο κυριος των ενυπνιων?19 Et mutuo loquebantur: “ Ecce somniator venit;
20 ελθετε λοιπον τωρα και ας φονευσωμεν αυτον και ας ριψωμεν αυτον εις ενα εκ των λακκων? και θελομεν ειπει, Θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? και θελομεν ιδει τι θελουσι γεινει τα ενυπνια αυτου.20 venite, occidamus eum et mittamus in unam cisternarum dicemusque: Fera pessima devoravit eum. Et tunc apparebit quid illi prosint somnia sua ”.
21 Και ακουσας ο Ρουβην ηλευθερωσεν αυτον εκ των χειρων αυτων, λεγων, Ας μη βλαψωμεν αυτον εις την ζωην.21 Audiens autem hoc Ruben nitebatur liberare eum de manibus eorum et dixit:
22 Και ειπε προς αυτους ο Ρουβην, Μη χυσητε αιμα? ριψατε αυτον εις τουτον τον λακκον, τον εν τη ερημω, και χειρα μη βαλητε επ' αυτον? δια να ελευθερωση αυτον εκ των χειρων αυτων, και να αποδωση αυτον εις τον πατερα αυτου.22 “ Non interficiamus animam eius ”. Et dixit ad eos: “ Non effundatis sanguinem; sed proicite eum in cisternam hanc, quae est in solitudine, manusque vestras servate innoxias ”. Hoc autem dicebat volens eripere eum de manibus eorum et reddere patri suo.
23 Οτε λοιπον ηλθεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, εξεδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτωνα αυτου, τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, τον επ' αυτον?23 Confestim igitur, ut pervenit ad fratres suos, nudaverunt eum tunica talari
24 και λαβοντες αυτον, ερριψαν εις τον λακκον? ο δε λακκος ητο κενος? δεν ειχεν υδωρ.24 miseruntque eum in cisternam, quae non habebat aquam.
25 Επειτα εκαθησαν να φαγωσιν αρτον, και αναβλεψαντες ειδον? και ιδου, συνοδια Ισμαηλιτων ηρχετο απο Γαλααδ μετα των καμηλων αυτων φορτωμενων αρωματα και βαλσαμον και μυρον, και επορευοντο να φερωσιν αυτα κατω εις την Αιγυπτον.25 Et sederunt, ut comederent panem. Attollentes autem oculos viderunt Ismaelitas viatorcs venire de Galaad et camelos eorum portantes tragacanthum et masticem et ladanum in Aegyptum.
26 Και ειπεν ο Ιουδας προς τους αδελφους αυτου, Τις η ωφελεια, εαν φονευσωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου;26 Dixit ergo Iudas fratribus suis: “ Quid nobis prodest, si occiderimus fratrem nostrum et celaverimus sanguinem ipsius?
27 ελθετε και ας πωλησωμεν αυτον εις τους Ισμαηλιτας? και ας μη βαλωμεν τας χειρας ημων επ' αυτον? διοτι αδελφος ημων, σαρξ ημων ειναι. Και υπηκουσαν οι αδελφοι αυτου.27 Melius est ut vendatur Ismaelitis, et manus nostrae non polluantur; frater enim et caro nostra est ”. Acquieverunt fratres sermonibus illius.
28 Και ενω διεβαινον οι Μαδιανιται εμποροι, ανεσυραν και ανεβιβασαν τον Ιωσηφ εκ του λακκου και επωλησαν τον Ιωσηφ δια εικοσι αργυρια εις τους Ισμαηλιτας? οι δε εφεραν τον Ιωσηφ εις Αιγυπτον.28 Et praetereuntibus Madianitis negotiatoribus, extrahentes Ioseph de cisterna, vendiderunt eum Ismaelitis viginti argenteis. Qui duxerunt eum in Aegyptum.
29 Επεστρεψε δε ο Ρουβην εις τον λακκον, και ιδου, ο Ιωσηφ δεν ητο εν τω λακκω? και διεσχισε τα ιματια αυτου.29 Reversusque Ruben ad cisternam non invenit puerum
30 Και επεστρεψε προς τους αδελφους αυτου, και ειπε, Το παιδιον δεν υπαρχει και εγω, εγω που να υπαγω;30 et, scissis vestibus, pergens ad fratres suos ait: “ Puer non comparet, et ego quo ibo? ”.
31 Τοτε ελαβον τον χιτωνα του Ιωσηφ και εσφαξαν εριφιον εκ των αιγων, και εβαψαν τον χιτωνα εν τω αιματι?31 Tulerunt autem tunicam eius et in sanguinem haedi, quem occiderant, tinxerunt
32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, και εφεραν αυτον προς τον πατερα αυτων και ειπον, Ευρηκαμεν τουτον? γνωρισον τωρα, αν ηναι ο χιτων του υιου σου η ουχι.32 mittentes, qui ferrent ad patrem et dicerent: “Hanc invenimus; vide, utrum tunica talaris filii tui sit an non? ”.
33 Ο δε εγνωρισεν αυτον και ειπε, Ο χιτων του υιου μου ειναι? θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? ολος κατεσπαραχθη ο Ιωσηφ.33 Quam cum agnovisset pater, ait: “ Tunica filii mei est; fera pessima comedit eum, bestia devoravit Ioseph ”.
34 Και διεσχισεν ο Ιακωβ τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον εις την οσφυν αυτου και επενθησε τον υιον αυτου ημερας πολλας.34 Scissisque vestibus, indutus est cilicio lugens filium suum multo tempore.
35 Και εσηκωθησαν παντες οι υιοι αυτου και πασαι αι θυγατερες αυτου, δια να παρηγορησωσιν αυτον? αλλα δεν ηθελε να παρηγορηθη, λεγων, Οτι πενθων θελω καταβη προς τον υιον μου εις τον ταφον. Και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου.35 Congregatis autem cunctis liberis eius, ut lenirent dolorem patris, noluit consolationem accipere et ait: “ Descendam ad filium meum lugens in infernum ”. Et flevit super eo pater eius.
36 Οι δε Μαδιανιται επωλησαν αυτον εν τη Αιγυπτω εις τον Πετεφρην, αυλικον του Φαραω, αρχοντα των σωματοφυλακων.36 Madianitae autem vendiderunt Ioseph in Aegypto Putiphari eunucho pharaonis, magistro satellitum.